Στις ημέρες δόξας της είχε φτάσει να «εκπροσωπείται» σε παραπάνω από τα μισά νοικοκυριά της Ελλάδας. Το brand είναι τόσο ισχυρό που ακόμα και μετά… θάνατον έκανε το θαύμα του.
Δεν θα έπρεπε ποτέ βέβαια να είχε «καταδικαστεί» σε θάνατο ένα τέτοιο brand. Ακόμα και σήμερα σε πολλούς δεν είναι γνωστό ότι το πιο γνωστό σήμα χαρτιού στην Ελλάδα βυθίστηκε στην ανυποληψία και τελικά παρέδωσε πνεύμα, οδηγώντας στην ανεργία και την απελπισία εκατοντάδες εργαζόμενους.
H ιστορία της Softex είναι ταυτισμένη με την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας και συνιστά έναν ισχυρό κρίκο στην αλυσίδα των μεγάλων εγχώριων εταιριών που έφεραν έντονη τη σφραγίδα των νεολληνικών παθογενειών και μέσω αυτών οδηγήθηκαν – όπως και η μαμά πατρίδα – στην πτώχευση.
Η εταιρία ιδρύθηκε το μακρινό 1937 στο Βοτανικό από τους Κ. Κεφαλά και Γ. Γιαννουλάτο ως «Αθηναϊκή Χαρτοποιία Ο.Ε.». Το 1945 αριθμούσε 88 εργατοϋπάλλουλους και τα επόμενα χρόνια η πορεία ήταν μονίμως ανοδική, παρότι οι δανεισμοί ήταν συνεχείς, από την πρώτη, κιόλας, περίοδο λειτουργίας της επιχείρησης.
Οι 88 εργατοϋπάλληλοι του 1945, έφτασαν τους 1.030 το 1969, και οι 1.250 τόνοι χαρτιού του 1950 εκτινάχθηκαν στους 59.000 το 1968 και τους 94.000 το 1972. Μέχρι το 1974 η εταιρεία θα έχει 9 μηχανές χαρτιού και θα παράγεται κάθε είδους χαρτί: κραφτ, εκτύπωσης-γραφής, χαρτιά υγείας Softex.
Το 1973 άρχισε η δημιουργία του εργοστασιακού συγκροτήματος στη Δράμα, όπου παράγονταν μηχανικός πολτός, χαρτιά γραφής και εκτύπωσης, μοριοσανίδες, πριστή ξυλεία και θειικό αργίλιο. Ο τζίρος ήταν τεράστιος, δεν αποτυπωνόταν όμως και σε κέρδη, λόγω κακοδιαχείρησης. Η εικονική επιτυχία οφειλόταν και στην αφειδώλευτη συνδρομή του κράτους, μέσω ενός γενναίου προγράμματος δανειοδότησης και αναχρηματοδότησης των οφειλών της. Η κατάσταση εκτροχιάστηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ο μεγάλος ανταγωνισμός των δύο μεγάλων χαρτοβιομηχανιών, της Αθηναϊκής Χαρτοποιίας και του Ευάγγελου Λαδόπουλου στην Πάτρα, οδήγησε σε μια ξέφρενη κούρσα επενδύσεων, υπερχρέωση και πτώχευση και των δυο.
Τελικά, το Μάρτη του 1984, με συσσωρευμένα χρέη ύψους 17 δισ. δραχμών, η επιχείρηση πέρασε στον έλεγχο του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ), που έστησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για να «κοινωνικοποιήσει» τα χρέη των λεγόμενων «προβληματικών» εταιριών και να τις «εξυγιάνει».
H οικογένεια Κεφάλα επιχείρησε να προσβάλει την απόφαση και ζήτησε τη δικαίωσή της όχι μόνο στα ελληνικά δικαστήρια αλλά και στο δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Την περίοδο εκείνη, το 64% των μετοχών της εταιρείας πέρασε στον ΟΑΕ και το 34% στην Εθνική Τράπεζα. Παρά τα χρέη, οι παραγωγικές δυνατότητες της επιχείρησης παρέμεναν μεγάλες, όπως και η θέση της στην αγορά. Από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα ήταν ότι αποτελούσε μια πλήρως καθετοποιημένη μονάδα και διέθετε δεκάδες χιλιάδες στρέμματα δάση στη Δράμα, απ’ τα οποία κάλυπτε το 30% των αναγκών της σε χαρτόμαζα.
Έτσι, η «Softex» μέχρι το 1990 κατείχε το 70% της εγχώριας αγοράς και το 90% των εξαγωγών. Υπήρξε η μοναδική εταιρεία στην Ελλάδα που παρήγε χαρτί για την έκδοση βιβλίων και ο μοναδικός προμηθευτής του Οργανισμού Εκδοσης Διδακτικών Βιβλίων.
Στον ΟΑΕ ωστόσο, η Αθηναϊκή Χαρτοποιία ακολούθησε την μοίρα των προβληματικών, ώσπου οι πολυάριθμες εξυπηρετήσεις και τα πολιτικοσυνδικαλιστικά ρουσφέτια την έφεραν. Η επιχείρηση είχε εξελιχθεί σε μηχανισμό εξυπηρέτησης κομματικών συμφερόντων, απασχολώντας υπεράριθμο προσωπικό.
Η δεύτερη κατάρρευση της ήρθε το 1997, με χαριστική βολή μια πυρκαγιά που την κατέστρεψε. Tα χρήματα της αποζημίωσης χρησιμοποιήθηκαν ως επένδυση για την ανανέωση του εξοπλισμού.
Εκείνη τη χρονιά ο τότε πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Χάρτου, Αναστάσιος Κολιόπουλος, απέδιδε «στο κράτος και το βόλεμα» την κατάντια της Softex, με άρθρο του στο Βήμα.
«Ενώ το απαραίτητο προσωπικό, σύμφωνα με όλες τις μελέτες, σε καμιά περίπτωση δεν ξεπερνούσε τα 1.200 άτομα, ως πρόσφατα ήταν ακριβώς διπλάσιο: 2.400 άτομα. Σαν να μην έφθανε αυτό, στα 12 χρόνια όπου βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του ΟΑΕ, η εταιρεία δεν κατόρθωσε να εξυγιάνει τη σταθερά ζημιογόνα μονάδα χαρτοπολτού που διαθέτει στη Δράμα, μονάδα που προκαλεί ζημιές επίσης της τάξεως των 3-4 δισ. δραχμών ετησίως. Οι διοικήσεις που «παρήλασαν» από τη Softex τα τελευταία χρόνια δεν μπόρεσαν παρά να ακολουθήσουν, με μικρά διαλείμματα, τον δρόμο του ξέφρενου τραπεζικού δανεισμού, δηλαδή τον δρόμο που είχε ακολουθήσει από τη δεκαετία του 1970 η οικογένεια Κεφάλα οδηγώντας την επιχείρηση σε αδιέξοδο.Το 1984, όταν η Αθηναϊκή Χαρτοποιία εντάχθηκε στον ΟΑΕ, χρειάστηκε να επιδοτηθεί ουσιαστικά με περίπου 25 δισ. δραχμές για να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί, ως μέλος του ΟΑΕ πλέον. Σήμερα, 12 χρόνια μετά, βρίσκεται σε μια ανάλογη θέση».
Σε αρκετά ρεπορτάζ της εποχής αναφερόταν ότι ενώ οι μελέτες προέβλεπαν ότι το προσωπικό έπρεπε να μειωθεί, καθώς η εταιρεία οδηγούνταν μαθηματικά σε στάση πληρωμών, την επόμενη χρονιά το προσωπικό εμφανίζονταν πλεονασματικό κατά επιπλέον 200 άτομα.
Ακολούθησε το 1999 η πολύκροτη μεταβίβαση του ελέγχου της εταιρείας σε επενδυτικό σχήμα με τη συμμετοχή επενδυτών όπως Bolton Group, Goldman Sachs, Lochridge, Bain και Forlin, με την ιταλική πολυεθνική Bolton να αποκτά το 2002 τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας. Ο νέος μέτοχος, με την εφαρμογή ενός πλάνου εξυγίανσης (κλείσιμο του εργοστασίου της Δράμας το 2002 αλλά και δραστική μείωση του προσωπικού – από 1275 άτομα το 2000 και 2250 το 199 οι εργαζόμενοι μειώθηκαν στους 300) κατάφερε να επαναφέρει τη βιομηχανία– με μειωμένο τζίρο – σε κερδοφορία το 2004. Η ανάκαμψη ωστόσο δεν θα κρατούσε για πολύ καιρό.
Ευθύνη σε αυτό είχαν και οι συνθήκες της αγοράς που διαμορφώθηκαν εκείνο το διάστημα, με την κατακόρυφη άνοδο των private label (σ.σ. τα προϊόντα με το σήμα των super market). Σε αυτό συνέβαλε και η ίδια η Αθηναϊκή Χαρτοποιία, η οποία παρήγαγε χαρτιά υγείας και κουζίνας για λογαριασμό super market.
Όταν η Softex πέρασε στα χέρια της Bolton και λειτουργούσε ξανά ως ιδιωτική επιχείρηση, τα μερίδια της είχαν πέσει στο 21,5% στο χαρτί τουαλέτας, και στο 16,5% στο χαρτί κουζίνας και τις χαρτοπετσέτες, όταν την ίδια περίοδο τα private label έλεγχαν σχεδόν το 50% στις χαρτοπετσέτες, και περίπου το 1/3 στις άλλες δύο κατηγορίες. Η κατάσταση τα επόμενα χρόνια έχει αλλάξει δραματικά υπέρ των ανώνυμων προϊόντων, με αποτέλεσμα να κλείσουν τα περισσότερα εργοστάσια παραγωγής επώνυμων προϊόντων.
Μια νέα πυρκαγιά, τον Ιούλιο του 2015 στη μονάδα του εργοστασίου στον Ταύρο, οδήγησε σε αλλαγή πλάνων και τους Ιταλούς. Λίγους μήνες αργότερα στελέχη της Bolton ανακοίνωσαν το λουκέτο της εταιρείας, που δεν αποφεύχθηκε παρά τις προσπάθειες που του Υπουργείου Εργασίας για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης.
Η Softex ωστόσο αποδείχτηκε εφτάψυχη. Τον Οκτώβριο του 2016 εμφανίστηκε η Ιntertrade Hellas για να την επαναφέρει στη «ζωή». Ο όμιλος της οικογένειας Ντεληδήμου χρησιμοποιεί το εμπορικό σήμα «Servin» και οφείλει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της σε προϊόντα που παράγει για λογαριασμό μεγάλων εγχώριων και διεθνών λιανεμπορικών αλυσίδων. Παράγει χαρτί υγείας, χαρτοπετσέτες και κουζινόχαρτα για οικιακή και επαγγελματική χρήση, ενώ από το 2015 άρχισε και την παραγωγή χαρτομάντηλων, διαθέτοντας 3 εργοστάσια στις Αχαρνές και τη Μεταμόρφωση.
Η εξαγορά της «Softex» έγινε μέσω μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία Softex Μονοπρόσωπη ΙΚΕ και χάρη σε αυτήν το brand πέρασε ξανά σε ελληνικά χέρια, επιστρέφοντας στην αγορά.
Σήμερα οι πωλήσεις της Softex καταγράφουν ανοδική πορεία, έχοντας ανακτήσει μέρος των μερίδιων της σε χαρτομάντιλα, χαρτιά υγείας, ρολά κουζίνας και χαρτοπετσέτες. Bρίσκεται στην πρώτη δυάδα μεταξύ των επώνυμων brands και στην πρώτη τριάδα των βασικών «παικτών» στις συγκεκριμένες κατηγορίες, έστω και αν οι δύο πρώτοι είναι πολύ μπροστά.
Δεδομένου όμως ότι για… ευνοήτους λόγους οι πωλήσεις αυτών των προϊόντων δεν θα «κρεμάσουν» ποτέ, μπορούμε να ρισκάρουμε την πρόβλεψη ότι αφού ξεπέρασε τόσες κακοτοπιές, ο γίγαντας με τα χάρτινα πόδια δεν πρόκειται να «ξεψυχήσει» ποτέ.
Είναι αλήθεια ότι η Sostex στη Δράμα θα γίνει Hotspot ?
Κάτι ετοιμάζουν εκεί ………