«Όλοι μαζί μέσα» φωνάζει και στο πρόσταγμά του καμιά δεκαριά ζευγάρια γυμνά πόδια αρχίζουν να πατούν με κοφτό, δυνατό βήμα πάνω στα κάρβουνα σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω του. Ο αρχιαναστενάρης Αναστάσιος Γκαϊτατζής -ο κυρ Τάσος, όπως τον φωνάζουν- είναι ο μόνος που πυροστατεί (στέκεται ακίνητος στη φωτιά) όσο οι άλλοι γύρω του πυροβατούν στον σκοπό που αβίαστα «βγαίνει» από το νταούλι, την γκάιντα και τη (θρακιώτικη) λύρα.
«Ο Κωνσταντίνος ο Μικρός ο ΜικροΚωνσταντίνος/ Μικρόν ντον είχε η Μάνα του μικρόν τον ραβωνιάζει/ Μικρόν τον στέλνει στο σχολειό τα γράμματα να μάθει/ Τον πρώτο χρόνο στο σπαθί το δεύτερο δοξάρι/ τον τρίτο και το τέταρτο σαν άξιο παλικάρι», λέει ο σκοπός και οι αναστενάρηδες τον ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια πατώντας με χορευτικό βηματισμό στον χώρο της πυροβασίας.
Το σκηνικό, που μοιάζει βγαλμένο από ταινία, εκτυλίχθηκε αργά χθες το βράδυ, στον Λαγκαδά, όπου παρά το τσουχτερό κρύο και την υγρασία που …τσάκιζε κόκαλα, όσοι βρέθηκαν στο κονάκι του Συλλόγου «Τα Αναστενάρια του Λαγκαδά» ή κονάκι Γκαϊτατζή είχαν την ευκαιρία να ζεστάνουν την ψυχή τους είτε συμμετέχοντας είτε παρακολουθώντας ως απλοί θεατές τα Αναστενάρια.
Η προετοιμασία για το θρακικό έθιμο της πυροβασίας που έφεραν στην περιοχή πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, από το χωριό Κωστί, που ήταν και το κέντρο των Αναστενάρηδων πριν από τον ξεριζωμό, είχε αρχίσει ώρες πριν, στο κονάκι. Εκεί, κρατώντας τα «αμανέτια», τα κόκκινα μαντήλια με τα καρφιτσωμένα αναθήματα και τις εικόνες με την καλυμμένη με φύλλα από χρυσό ή ασήμι λαβή, οι αναστενάρηδες έμπαιναν και ξαναέμπαιναν στον χορό, μόλις χτυπούσε το νταούλι κι έδινε το σύνθημα ο αρχιαναστενάρης ώσπου ν’ ακουστεί το σύνθημα «άντε για τη φωτιά!». Τότε η πομπή με τους οργανοπαίκτες, τα παιδιά με τις μεγάλες άσπρες λαμπάδες ανά χείρας και τους αναστενάρηδες με τα μαντήλια γύρω από το λαιμό άρχισαν να κατευθύνονται προς τον χώρο της πυροβασίας, να χορεύουν τρεις φορές γύρω από τη θρακιά, να σταυρώνουν τις εικόνες και ν’ αγιάζουν τα κάρβουνα προτού ριχθούν στον χορό και με τη φλόγα της ψυχής τους «σβήσουν» τα καυτά κάρβουνα.
Ανάμεσα στις εικόνες που κρατούν στα χέρια τους είναι και μία με τη δική της ξεχωριστή ιστορία. Η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που πρόσφυγες έσωσαν κι έφεραν από το χωριό τους, το Κωστί. Η παράδοση, άλλωστε, λέει πως ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο χωριό αυτό ήταν αυτός που είχε πιάσει φωτιά και οι κάτοικοι, αψηφώντας τις φλόγες, μπήκαν μέσα για να σώσουν τις εικόνες, όπως κι έκαναν…
«Η πίστη είναι το “κλειδί”», λένε με μια φωνή ο κυρ-Τάσος και ο γιος του Σωτηρής Γκαϊτατζής προσπαθώντας να εξηγήσουν τι είναι αυτό που τούς οδηγεί. «Πρώτα έρχεται η πίστη και μετά η αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Αν δεν πιστέψεις κάτι δεν το αγαπάς», τονίζει, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο γιος του αρχιαναστενάρη.
Ήταν 25 χρόνων ο Σωτήρης Γκαϊτατζής όταν αποφάσισε να «πατήσει» κι αυτός. Ήταν τότε που, όπως λέει, «ένιωσα το κάλεσμα, την εσωτερική αυτή δύναμη που με καλούσε να μπω στη φωτιά». Ηρεμία, γαλήνη κι ευφορία ήταν το τρίπτυχο των συναισθημάτων που τον κατέκλυσαν μόλις πάτησε στα αναμμένα κάρβουνα κι είναι αυτό που νιώθει κάθε φορά που παίρνει μέρος στα Αναστενάρια. Αν και την τελευταία δεκαετία ζει στη Γερμανία, επιστρέφει στη γενέτειρα κάθε φορά όταν έρχεται ο καιρός για το έθιμο και παροτρύνει όσους θέλουν να το δοκιμάσουν να έχουν πίστη και να το προσεγγίσουν με αγάπη και ταπεινότητα.
Η κυρά-Φωτεινή που «πατάει» από τα 16, ο …πρωτάρης Δημήτρης και η μαγείρισσα που …«μπήκε» στη φωτιά στα 80 της!
Στο κονάκι Γκαϊτατζή μια γυναίκα δεσπόζει με την παρουσία της στον χώρο. Είναι η κυρά-Φωτεινή, σύζυγος του αρχιαναστενάρη, που «πατάει» από τα 16 της, κοντά 60 χρόνια τώρα… «Ο σύζυγός μου ερχόταν στον Λαγκαδά κι ερχόμουν κι εγώ. Ήρθα, το είδα, το πίστεψα και από τότε δεν σταμάτησα να “πατάω”. Την πρώτη φορά ήταν σαν να μού ήρθε ένας αέρας, να μ’ άρπαξε και να με έβαλε στη φωτιά», θυμάται και λέει πως όποιος το πιστέψει μπορεί και να το κάνει.
«Την πρώτη φορά που ανέβηκα στα κάρβουνα τα πόδια μου ήταν …κρύα. Μόνο μια αγαλλίαση ένιωθα», τονίζει η κυρά-Φωτεινή που ανατριχιάζει στο άκουσμα της μουσικής και νιώθει μια χαρά να «πλημμυρίζει» όλο της το «είναι», όπως χαρακτηριστικά λέει.
Μια άλλη γυναίκα, που δεν είναι πλέον στη ζωή, η Αθανασία Μελίδου, ήταν 40 χρόνια μαγείρισσα σε άλλο κονάκι αλλά έμελλε να πατήσει για πρώτη φορά στα 80 της, στο κονάκι όπου χθες εκτυλίχθηκε το έθιμο, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γιος της, ο Νίκος, που φρόντισε για τη χθεσινή φωτιά συμμετέχοντας μ’ αυτό τον τρόπο στη διαδικασία. «Θέλει κι αυτό την τέχνη του», λέει κι εξηγεί πως τόσο ο πατέρας του όσο και ο παππούς του έκαναν την ίδια «δουλειά» στα Αναστενάρια.
Μια παρότρυνση «πάμε μαζί» κι ένα κράτημα από το μπράτσο ήταν αρκετό για να «σπάσει» τις όποιες αντιστάσεις είχε ενδεχομένως μέσα του ο Δημήτρης, ο οποίος «πάτησε» για πρώτη φορά χθες. Έκανε μια γρήγορη περασιά πάνω από τα ζεστά κάρβουνα και μετά σαν να «ξεκλείδωσε» κάτι μέσα του έγινε ένα με τους πιο έμπειρους και απόλαυσε τη διαδικασία μέχρι τέλους.
Ένα κρύο βράδυ σαν και το χθεσινό, καταμεσής του χειμώνα, το μακρινό πλέον 2004 πυροβάτησε για πρώτη φορά ο 44χρονος Μπάμπης. Φωτογράφος στο επάγγελμα, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα Αναστενάρια με την επαγγελματική του ιδιότητα και χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρόνια προτού …ανέβει στα κάρβουνα. Πώς το αποφάσισε; «Δεν το αποφάσισα», λέει και εξηγεί: «Δεν είναι θέμα απόφασης αλλά εξοικείωσης με τον χώρο και τους ανθρώπους. Η πυροβασία είναι το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας».
Από τη Λαμία, όπου ζει κι εργάζεται βρέθηκε, χθες το βράδυ, στον Λαγκαδά για την εκδήλωση, που ήταν υπό την αιγίδα τού Δήμου και της ΔΗΚΕΛ Λαγκαδά, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και της Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης, ο 42χρονος Χρήστος. «Πατάει» από το 2015 αλλά «φλέρταρε» με την ιδέα από μικρό παιδί αφού ήταν μόλις 15 χρόνων, όταν πήρε το ποδήλατο και πήγε από το Πετρίτσι στην Κερκίνη για να δει από κοντά τους Αναστενάρηδες. «Από τότε καθόμουν σε …αναμμένα κάρβουνα και ήρθε η στιγμή να σβήσω τη φλόγα πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο κυρ-Τάσος μού άπλωσε το μαντήλι καλώντας με στον χορό», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και θυμάται σαν σήμερα τη στιγμή: «Πάγωσαν όλα γύρω μου, μόνο στην εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου εστίαζε το βλέμμα μου κι έτσι ξεκίνησαν όλα».
Πέντε φορές «πατάνε» στο κονάκι του Γκαϊτατζή, στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης. Στις 20 Ιανουαρίου, ανήμερα του Αγίου Ευθυμίου, το τριήμερο 21-23 Μάη για τη γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και στις 27 Ιουλίου, του Αγίου Παντελεήμονα. Κάθε φορά, όπως λένε οι παλαιότεροι, είναι και μοναδική. Όπως και η χθεσινή που «έκλεισε» με το κοινό τραπέζι που στρώθηκε μετά την πυροβασία, με τη φασολάδα που σιγόβραζε καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας, σε ένα μεγάλο τσουκάλι στο διπλανό κουζινάκι, αλλά και το κριθαράκι με κρέας που είχε μαγειρέψει από νωρίς η κυρά-Φωτεινή. Για να «σβήσουν» οι αναστενάρηδες και την πείνα του σώματος, αφού την άλλη, της …ψυχής, την έσβησαν πάνω στα κάρβουνα.