Το νέο ασφαλιστικό μοντέλο που προωθεί η κυβέρνηση, θα είναι ένα μικτό σύστημα τριών πυλώνων, το οποίο θα ενσωματώνει τόσο τα διανεμητικά όσο και τα κεφαλαιοποιητικά στοιχεία ενώ όπως εκτιμά και ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Νότης Μηταράκης η επικουρική σύνταξη θα είναι μεγαλύτερη από τα 180 ευρώ που είναι σήμερα.
Κύρια σύνταξη
Ο πρώτος πυλώνας θα συγκροτείται από την εθνική σύνταξη, η οποία θα παραμείνει κρατική, υποχρεωτική, διανεμητική (pay-as-you-go) και αναδιανεμητική, χρηματοδοτούμενη από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσα από τη φορολογία και από την ανταποδοτική σύνταξη, το ύψος της οποίας θα πρέπει να συνδέεται πιο αναλογικά από ό,τι προβλέπεται σήμερα, με τις καταβληθείσες εισφορές. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι πιο ανταποδοτική η σύνταξη που θα καταβάλλεται σε σχέση με τις εισφορές που έχουν καταβληθεί.
Επικουρική σύνταξη άνω των 180 ευρώ
Δεύτερος πυλώνας θα είναι κεφαλαιοποιητικός και εξίσου υποχρεωτικός. Οι εισφορές, τόσο από τους εργαζόμενους, όσο και από τους εργοδότες θα κεφαλαιοποιούνται και θα διατηρούνται σε έναν ατομικό λογαριασμό, κάτι σαν ατομικό κουμπαρά, ο οποίος θα ανήκει στον ασφαλισμένο και ο οποίος ουσιαστικά θα ‘αυγατίζει’, εξασφαλίζοντας στον εργαζόμενο όταν φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, σημαντικές οικονομικές αποδόσεις. Με την υπάρχουσα οικονομική κρίση για ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, οι ασφαλιστικές εισφορές είναι η μοναδική αποταμίευση που θα μπορέσουν να κάνουν στη ζωή τους, επομένως οι καλύτερες αποδόσεις είναι πολύ σημαντικές.
Έτσι σταδιακά, η επικουρική θα αποτελεί σημαντικό κομμάτι της συνολικής σύνταξης ενώ σήμερα, η μέση επικουρική δεν ξεπερνά τα 180 ευρώ.
Ο δεύτερος πυλώνας θα έχει εξίσου υποχρεωτικό χαρακτήρα ενώ θα εξασφαλίζει στους ασφαλισμένους σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας: ηλικία λήψης προϊόντος, μείγμα εφάπαξ και μηνιαίων καταβολών και επενδυτική στρατηγική αλλά και εναλλακτικό επενδυτικό φορέα πέραν του κρατικού. Οι εναλλακτικοί φορείς ασφάλισης θα μπορούν να είναι επαγγελματικά ταμεία ή επενδυτικές και ασφαλιστικές εταιρείες που θα ελέγχονται αυστηρά και θα επιβλέπονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Το ΕΤΕΑΕΠ, αναμορφώνεται και αναβαθμίζεται σε διαχειριστή της νέας επικουρικής, ενώ βασικό ρόλο θα έχει και η σημερινή εταιρεία διαχείρισης των διαθεσίμων των ασφαλιστικών ταμείων.
Το νέο επικουρικό σύστημα εξετάζεται να εφαρμοσθεί στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας από 1/1/2021. Βάσει των μέχρι τώρα υπολογισμών, το σωρευτικό κόστος της σαρανταετούς πλήρους μετάβασης στο νέο επικουρικό σύστημα δεν θα ξεπερνά το 0.5% του σωρευτικού ΑΕΠ, επομένως θα είναι οικονομικά βιώσιμο. Επιπλέον, εκτιμάται ότι με την πλήρη μετάβαση στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, θα δημιουργηθούν στην ελληνική αγορά κεφάλαια, που ενδέχεται να ξεπεράσουν και τα 50 δισ. ευρώ.
Ιδιωτική ασφάλιση
Ο τρίτος πυλώνας παραμένει αποκλειστικά προαιρετικός, κεφαλαιοποιητικός και ιδιωτικός. Ο εργαζόμενος θα έχει τη δυνατότητα να επενδύσει ένα μέρος των αποταμιεύσεών του ώστε με το τέλος του εργασιακού του βίου να έχει εξασφαλίσει ένα επιπλέον εισόδημα. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει και σήμερα στη χώρα μας αλλά πλέον θα δοθούν επιπλέον φορολογικά κίνητρα, προκειμένου να αυξήσουμε τη συμμετοχή των εργαζομένων.
Το σημερινό σύστημα έχει ξεπεραστεί
Το ασφαλιστικό σύστημα που ίσχυε μέχρι τώρα στην Ελλάδα είναι ξεπερασμένο όπως αναφέρει ο κ. Μηταράκης καθώς σχεδιάστηκε τη δεκαετία του 1930 και όπως γίνεται αντιληπτό, τα δεδομένα τόσο σε δημογραφικό, όσο και σε δημοσιονομικό επίπεδο, ήταν εντελώς διαφορετικά. Ο τρόπος που ήταν μέχρι τώρα δομημένο το ασφαλιστικό, με τον απόλυτα διανεμητικό χαρακτήρα και τη σχεδόν αποκλειστική του εξάρτηση από τις κρατικές παροχές, το καθιστούσε ευάλωτο τόσο σε δημογραφικές, όσο και σε δημοσιονομικές πιέσεις που απειλούν σήμερα σχεδόν το σύνολο των χωρών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Βάσει της Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2018 για τη γήρανση του πληθυσμού, προβλέπεται ότι μέχρι το 2070 το μερίδιο του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ θα συρρικνωθεί στο 4,5% επί του παγκόσμιου πληθυσμού, με τη χώρα μας να πρωτοστατεί στα ποσοστά γήρανσης. Με αυτά τα δεδομένα πλέον, το ισχύον σύστημα ασφάλισης δεν είναι βιώσιμο ως έχει και θα πρέπει να αλλάξει.