Τα συμπληρώματα βιταμίνης D είναι ωφέλιμα μεν, αλλά σε ό,τι αφορά την καρδιαγγειακή λειτουργία δεν φαίνεται να την βελτιώνουν σύμφωνα με νέα μελέτη
Η πρόσληψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D δεν προφυλάσσει από έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή νόσο ή θάνατο από καρδιαγγειακά προβλήματα. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε έρευνα του Πανεπιστημίου του Michigan.
Στη μελέτη που συμμετείχαν 8.000 άνθρωποι βρέθηκε ότι οι άνθρωποι που λάμβαναν συμπληρώματα δεν διέτρεχαν μικρότερο κίνδυνο από τους ανθρώπους που λάμβαναν ένα ψευδοφάρμακο (placebo).
Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιο είναι το ελάχιστο επίπεδο βιταμίνης D στο αίμα για την καλή υγεία των οστών (άνω των 12ng/mL). Από την άλλη μεριά οι ειδικοί επισημαίνουν ότι παρά τις μελέτες που έχουν εντοπίσει μία σχέση μεταξύ των χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και της κακής καρδιαγγεικακής υγείας, δεν υπάρχουν τόσα πολλά στοιχεία ότι η έλλειψη βιταμίνης D προκαλεί καρδιακά προβλήματα, ούτε ότι λαμβάνοντας περισσότερη βιταμίνη D προφυλάσσεται η καρδιά.
Οι ερευνητές του Michigan αποφάσισαν να διερευνήσουν τον παραπάνω συσχετισμό αναλύοντας 21 προηγούμενες κλινικές δοκιμές για τη βιταμίνη D
Συγκεντρωτικά, οι δοκιμές συμπεριέλαβαν 83.291 ασθενείς. Περίπου στους μισούς εξ αυτών είχαν δοθεί συμπληρώματα βιταμίνης D και στους υπόλοιπους χάπια placebo.
Όταν εξετάστηκε ο κίνδυνος πρόκλησης καρδιακών προβλημάτων η βιταμίνη D δεν φάνηκε να παίζει κάποιο ρόλο.
Περίπου όσοι άνθρωποι στην ομάδα της βιταμίνης D υπέφεραν από έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο, και πέθαναν από καρδιοαγγειακά αίτια, άλλοι τόσοι είχαν τις ίδιες παθήσεις στην ομάδα του placebo.
Η μελέτη δεν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά ο Δρ. Arshed Quyimi και ο Δρ. Ibhar Al Mheid προτείνουν ορισμένες θεωρίες.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η κυριότερη πηγή βιταμίνης D, είναι το φως του ήλιου, το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι λαμβάνουν περπατώντας ή ασκούμενοι σε εξωτερικούς χώρους.
Ενώ η βιταμίνη D είναι σημαντική για την υγεία των οστών, υπάρχει πολύ πιο ξεκάθαρος συσχετισμός του δραστήριου και υγιεινού τρόπου ζωής και της εύρυθμης καρδιαγγειακής λειτουργίας.
«Έτσι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να αποτυπώνουν την έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και αυτό απλά να είναι ένας δείκτης γενικής κακής υγείας», σημείωσαν οι Δρ. Ibhar και Mheid.
Από την άλλη αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοείται η βιταμίνη D. «Οι θεραπείες με βιταμίνη D σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και υπερπαραθυρεοειδισμό συνιστώνται και είναι σημαντικές επιτυγχάνοντας καρδιαγγειακά οφέλη, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της αρτηριακής πίεσης και των διαταραχών των ηλεκτρολυτών και γενικότερα της βελτίωσης των δεικτών καρδιαγγειακής θνησιμότητας σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση», καταλήγουν οι ερευνητές.