Ο 60χρονος δράστης του τετραπλού φονικού στην Ανδραβίδα μπορεί πλέον να βρίσκεται προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό, ωστόσο σήμερα η εφημερίδα «Πελοπόννησος» φέρνει στο φως αποκαλυπτικά στοιχεία για τις κινήσεις του μετά το έγκλημα, τη σύλληψή του και για το κρησφύγετό του στην Πάτρα.
Οι αστυνομικοί που χειρίστηκαν την υπόθεση και ήρθαν σε επαφή με τον δράστη, τον χαρακτηρίζουν «αγρίμι», ένα σκληρό και αδίστακτο άτομο που αν και γνώριζε πως ο κλοιός ώρα με την ώρα έσφιγγε γύρω του, αψηφώντας τον κίνδυνο επιχείρησε να επιστρέψει στο σπίτι του στην Ανδραβίδα. Φέρεται πως σκοπός του ήταν να πάρει τα χρήματα – 15.000 ευρώ – που φύλασσε και να εξαφανιστεί!
Την περασμένη Παρασκευή αποπειράθηκε να προσεγγίσει την οικία του περπατώντας χιλιόμετρα σύμφωνα με πληροφορίες της «Π» μέσα στη νύχτα, επιλέγοντας «αχαρτογράφητη» διαδρομή που έκρυβε πολλά απρόοπτα, μεταξύ των οποίων και βαλτώδη σημεία που τελικώς, όπως φάνηκε τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Είχε φροντίσει να κρύψει το αυτοκίνητο του τύπου 4Χ4 σε ερημική περιοχή με καλαμιές.
Αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας, οδηγώντας το αυτοκίνητο του «βγήκε» στην Πατρών – Πύργου, οι αστυνομικοί τον θέτουν υπό διακριτική παρακολούθηση. Κατευθύνεται προς την Πάτρα. Στη διαδρομή προηγείται όχημα που φέρεται να λειτουργεί ως προπομπός, για τυχόν μπλόκα, ωστόσο η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται επίσημα από την Αστυνομία. Τελικώς, ακινητοποιείται από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις τα ξημερώματα του Σαββάτου στην Ελευθερίου Βενιζέλου στο ύψος του Παμπελοποννησιακού σταδίου, δεν φέρει καμιά αντίσταση.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της «Π», όταν αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχουν περιθώρια διαφυγής ή αντίδρασης, βγάζει τα χέρια του από το παράθυρο του οδηγού, και τα κουνά ως ένδειξη «παράδοσης». Αργότερα θα αποκαλύψει στους αστυνομικούς πως φοβόταν μήπως τον πυροβολήσουν, φοβόταν μήπως σκοτωθεί (!). «Τι να έκανα; Θα μου ρίχνατε τουλάχιστον 50 σφαίρες» φέρεται να λέει. Φορά μόνο το εσώρουχο του, τα ρούχα του είχαν βραχεί στους βούρκους που κατά δήλωση του, λίγες ώρες νωρίτερα έπεσε πηγαίνοντας προς το σπίτι του. Τα είχε βγάλει και προσπαθούσε να τα στεγνώσει με το καλοριφέρ του αυτοκινήτου (!). Μεταφέρεται στην Ασφάλεια Πατρών, εκεί οι αστυνομικοί «παγώνουν» με την απορία που τους εκφράζει «γιατί μου το κάνατε αυτό; γιατί δεν με πιάνατε νωρίτερα;». Είχε αντιληφθεί την παρουσία τους τα τελευταία 6 -7 χιλιόμετρα της διαδρομής.
Μετά την ομολογία του στυγερού εγκλήματος, ήρθε μια ακόμα αποκάλυψη. Ο 60χρονος κατά την παραμονή του στην Πάτρα, κρυβόταν σε ένα εγκαταλελειμμένο καΐκι στην παραλιακή ζώνη της Ηρώων Πολυτεχνείου, λίγο πριν τον Ιστιοπλοϊκό Ομιλο. Υποδεικνύει το σημείο και οδηγεί τους αστυνομικούς εκεί.
Κατηγορηματικά αρνείται πως φιλοξενήθηκε σε φιλικό του σπίτι, γεγονός που δεν προκύπτει και από την αστυνομική έρευνα. Εβγαινε από το κρησφύγετο μόνο για τα απαραίτητα, ενώ φρόντισε να ξεφορτωθεί το όπλο, υπό τον φόβο μην πέσει σε τυχαίο αστυνομικό έλεγχο και αποκαλυπτόταν η ταυτότηά του. Το έκρυψε σε λεβητοστάσιο πολυκατοικίας, τα κλειδιά της οποίας κατείχε, όταν εκεί διέμενε πρώην σύντροφός του.