Στην Ελλάδα έχουν υπάρξει τουλάχιστον 20 περιπτώσεις τα τελευταία 25 χρόνια που όχι απλά άφησαν το στίγμα τους, αλλά κυριολεκτικά συγκλόνισαν το πανελλήνιο, τόσο για τις ιδιαιτερότητες που είχαν οι περιπτώσεις αυτές, όσο και για τον τρόπο με τον οποίο εξελίχτηκαν και κατέληξαν
Οι απαγωγές είναι από τα πλέον σκληρά κακουργήματα και αυτό γιατί, ακόμα και αν εξελιχθούν και καταλήξουν με ένα ευτυχές αποτέλεσμα, «τραυματίζουν» ψυχολογικά τα θύματα και τους οικείους τους, όχι απλά για πολλά χρόνια, αλλά κυριολεκτικά αλλάζουν τον τρόπο που ζούσαν και σκέφτονταν.
Σε σχέση με άλλα μέρη του πλανήτη, οι απαγωγές δεν αποτελούν το νούμερο ένα συνηθισμένο κακούργημα στην χώρα μας, ωστόσο τουλάχιστον στην Ελλάδα, μεγαλύτερη συχνότητα εμφανίζει ανάμεσα σε αλλοδαπούς και κυρίως σε κυκλώματα Πακιστανών και Αφγανών που συχνά απαγάγουν ομοεθνείς τους και ζητούν λύτρα από τις οικογένειές τους.
Σε ό,τι αφορά θύματα ελληνικής υπηκοότητας, αυτοί, όπως έχει αποδειχτεί στην χώρα μας, δεν είναι πάντα άνθρωποι μεγάλης οικονομικής επιφάνειας οι ίδιοι ή οι άμεσοι συγγενείς τους, αλλά ακόμα και μέσης οικονομικής επιφάνειας. Οι επιχειρηματίες ή οι γόνοι τους συνήθως στοχοποιούνται από «επαγγελματίες» κακοποιούς που προέρχονται είτε από το οργανωμένο έγκλημα και την Μαφία είτε από εγκληματικές οργανώσεις που κινούνται στις παρυφές της τρομοκρατίας ή έχουν συνεργαστεί με αυτή. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όμως που οι απαγωγείς ήταν …«πρωτοεμφανιζόμενοι» ή προέρχονταν από τον στενό κύκλο των θυμάτων.
Στις πλέον τρανταχτές περιπτώσεις πάντως, πίσω από τον σχεδιασμό και την τέλεση έχει υπάρξει ένα δομημένο modus operandi. Στην Ελλάδα έχουν υπάρξει τουλάχιστον 20 περιπτώσεις τα τελευταία 25 χρόνια που όχι απλά άφησαν το στίγμα τους, αλλά κυριολεκτικά συγκλόνισαν το πανελλήνιο.
Υπόθεση Μαρσελίνο (1990) – Η απαγωγή με την τραγική κατάληξη
Τον Μάρτιο του 1990, ο 57χρονος σήμερα Κώστας Σπινάρης, μαζί με συγκατηγορουμένους του, απήγαγαν τον 17χρονο ποδοσφαιριστή και ταλέντο του «Κεραυνού» Αγίας Βαρβάρας, Γιάννη Τσατσάνη, γνωστό και ως «Μαρσελίνο», με σκοπό να εισπράξουν λύτρα 150.000.000 δραχμών από την οικογένειά του, που ήταν εύποροι εισαγωγείς ηλεκτρονικών ειδών, ενώ στη συνέχεια, έπεισαν τον φυσικό αυτουργό να προχωρήσει στη δολοφονία του θύματος.
Ανάμεσα στους εμπλεκόμενους, ήταν συμπαίχτες του, φίλοι του όπως ο Σπινάρης, ο αδερφός γνωστού μέλους της «Greek Mafia», που συνελήφθη από το FBI στο Νιου Τζέρσεϋ το 2008, ακόμα και συγγενείς του…
Οι απαγωγείς μάλιστα, προσποιούνταν τους Ιταλούς στο τηλέφωνο, ενώ συνέχιζαν να ζητούν λύτρα ακόμα και όταν τον σκότωσαν! Το πτώμα του αδικοχαμένου αγοριού βρέθηκε θαμμένο σε στάνη στα Σκούρτα Βοιωτίας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Κώστας Σπινάρης κατά τη σύλληψή του το 1990 είχε δεχθεί επίθεση από Ρομά μέσα στο αυτοκίνητο της Ασφάλειας που τον μετέφερε, όπου ένας άγνωστος τον πυροβόλησε δύο φορές με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει. Έκτοτε ζούσε με τον τρόμο της βεντέτας και των αντιποίνων.
Τον Νοέμβριο του 2005, ο Σπινάρης παραβίασε άδεια από τις Φυλακές Αλικαρνασσού και τον Μάρτιο του 2006 συνελήφθη στην Τουρκία για διακίνηση ναρκωτικών. Εκεί του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 12 ετών και 6 μηνών. Στην Τουρκία προσπάθησε να βρει καταφύγιο για να γλιτώσει από τον κίνδυνο της βεντέτας. Αφού ολοκλήρωσε μεγάλο μέρος της ποινής του εκεί, εκδόθηκε τον περασμένο Ιούνιο στην Ελλάδα από τις Αρχές της Τουρκίας, κατόπιν αιτήματος των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών, καθώς έχει καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης δις ισόβια και κάθειρξη 25 ετών για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία «Μαρσελίνο» και για παραβάσεις περί ναρκωτικών.
Ένα από τα πλέον συγκλονιστικά στοιχεία αυτής της υπόθεσης, είναι ότι δράστες του εγκλήματος ήταν αδελφικοί φίλοι και στενοί συγγενείς του θύματος. Δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου, ότι στην κηδεία του «Μαρσελίνο», ένας από τους δράστες σήκωσε το φέρετρο στον ώμο, ένας άλλος ρωτούσε παντού για να ανακαλύψει τον 17χρονο και ένας τρίτος έτρωγε το βράδυ με τους γονείς του θύματος και έβριζε και καταριόταν τους φονιάδες!
Το χρονικό του στυγερού εγκλήματος
Ήταν απόγευμα Κυριακής στις 18 Μαρτίου 1990. Ο Γιάννης Τσατσάνης καθόταν στην καφετέρια «Τροπικάνα», όταν οι «κολλητοί» του φίλοι, Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός τον πλησίασαν και του είπαν ότι γνώριζαν ποιοι είχαν κλέψει το κασετόφωνο από το αυτοκίνητό του και μπορούσαν να το βρουν. Ο 17χρονος τους ακολούθησε και αφού άλλαξαν αυτοκίνητα στη Νίκαια πήγαν να βρουν το κασετόφωνο στο Σχιστό. Στα Πυροβολεία τους περίμεναν ο Σταμάτης Γρυπαίος, ο Δημήτρης Σκαφτούρος και ο Γιάννης Λαζάρου.
Αυτοί όρμησαν στον Μαρσελίνο μόλις βγήκε από το αμάξι και έριξαν μια πιστολιά στον αέρα. Ο Σπινιάρης και ο Αγαπητός έκαναν ότι φοβήθηκαν και έφυγαν τρέχοντας. Οι τρεις πήγαν στο σπίτι του Γιάννη Πετράκη στο Χαϊδάρι, ο οποίος σύμφωνα με τις Αρχές τότε, δεν γνώριζε για την απαγωγή. Στο διαμέρισμα βρισκόταν και η φίλη του Θεοφανία Μεσμερλή. Ο Μαρσελίνο δεν επέστρεψε σπίτι το βράδυ και η οικογένεια άρχισε να τον αναζητά. Την επομένη κατήγγειλαν την εξαφάνιση στην Αστυνομία.
Οι απαγωγείς κράτησαν τον Μαρσελίνο δεμένο με χειροπέδες και με κουκούλα στο κεφάλι, για 4–5 ημέρες στο διαμέρισμα του Πετράκη. Ο Γρυπαίος φέρεται να τηλεφωνούσε από θαλάμους και διάφορα άλλα σημεία στον πατέρα του νεαρού και ζητούσε λύτρα, προσποιούμενος τον …Ιταλό. Μάλιστα, χρησιμοποιούσε μια γραμμένη κασέτα με τη φωνή του Μαρσελίνο για να στέλνει μηνύματα στον πατέρα του. Ποτέ όμως δεν υπήρξε ζωντανή επικοινωνία. Την Τρίτη 20 Μαρτίου ο Γρυπαίος πήρε τηλέφωνο τον Γιώργο Τσατσάνη και μίλησε ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά. Είπε στον πατέρα του παιδιού: «Ο Μαρσελίνο είναι καλά. Αλλά για να τον ξαναδείς θα πρέπει να μας δώσεις 150.000.000 δραχμές και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. Ακολούθησαν και άλλα τηλεφωνήματα σε πιο δραματικό τόνο. Ο πατέρας είχε καταφέρει να μαζέψει 30.000.000 δραχμές και ύστερα κατήγγειλε στις Αρχές την απαγωγή.
Οι δράστες αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Μαρσελίνο, γιατί ο πατέρας καθυστερούσε να παραδώσει τα λύτρα και γιατί υπέθεσαν ότι ο 17χρονος είχε αναγνωρίσει τον Σπινάρη και τον Αγαπητό που ήταν φίλοι του. Λίγες μέρες μετά την απαγωγή, τον έβαλαν νυχτερινές ώρες σε ένα αμάξι και τον μετέφεραν στα Σκούρτα Βοιωτίας. Εκεί τον έβαλαν σε άλλο όχημα και τον πήγαν σε ένα μαντρί στο Κάτω Πηγάδι Σκούρτων.
Με βάση τα στοιχεία της προανάκρισης, ο Αγαπητός, ο Σπινάρης και ο Γρυπαίος οδήγησαν τον Μαρσελίνο μέσα στο μαντρί όπου είχαν σκάψει ένα λάκκο με βάθος πάνω από μισό μέτρο. Το περίστροφο ανήκε στον Σκαφτούρο αλλά ο Αγαπητός και ο Σπινάρης δίσταζαν να τραβήξουν τη σκανδάλη, γιατί είχαν μεγαλώσει μαζί με τον Μαρσελίνο και ήταν και συμπαίκτες στον «Κεραυνό». Τελικά, ο Γρυπαίος πείστηκε να πάρει το όπλο και πυροβόλησε δύο φορές τον 17χρονο στην καρδιά και τον αυχένα. Αφού επέστρεψαν στην Αθήνα, έπεισαν τον Γρυπαίο και συνέχισε να τηλεφωνεί στον πατέρα του άτυχου παιδιού και να ζητά λύτρα!
Στιγμιότυπο από τη δίκη της υπόθεσης
Στις 19 Ιουνίου, ο κτηνοτρόφος στον οποίο ανήκε το μαντρί, άκουσε έναν άγριο σκυλοκαβγά. Όταν πλησίασε ένιωσε μια έντονη δυσοσμία και πρόσεξε ότι τα τσοπανόσκυλα είχαν τραβήξει ένα κομματιασμένο από τα δόντια τους μπουφάν. Ανατρίχιασε μόλις αντίκρισε όλο το θέαμα και έντρομος ειδοποίησε την Αστυνομία. Το πτώμα ήταν σε προχωρημένη αποσύνθεση γιατί είχε θαφτεί σε κοπριά, ενώ το κεφάλι βρέθηκε 50 μέτρα μακριά από τη υπόλοιπη σορό…
Βρέθηκαν κάποια προσωπικά αντικείμενα όπως ένας αναπτήρας, τα οποία αναγνώρισαν οι συγγενείς και ξέσπασαν σε λυγμούς. Η υπόθεση εξιχνιάστηκε μέσα σε λίγες ημέρες και άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της ως ένα από τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί ποτέ στην χώρα μας.
Υπόθεση Οσκανιάν (1991)
Η Βελγίδα Ταμάρ Οσκανιάν, κόρη εμπόρου πολυτίμων λίθων ήταν μόλις 12 ετών όταν έπεσε θύμα απαγωγής στην χώρα μας. Στις 12 Ιουλίου 1991, δύο άγνωστοι εισέβαλαν στο σπίτι της οικογένειας στην περιοχή Αυλάκι, στο Πόρτο Ράφτη. Άρπαξαν τη μικρή, αφού πρώτα αναισθητοποίησαν την 55χρονη νταντά της με χλωροφόρμιο. Η άτυχη γυναίκα εξέπνευσε ύστερα στο νοσοκομείο από καρδιακό επεισόδιο που υπέστη. Επτά ώρες αργότερα έμαθαν αυτή την εξέλιξη, οι απαγωγείς από τον πατέρα της ανήλικης και την απελευθέρωσαν χωρίς να πάρουν δραχμή από τα δύο εκατομμύρια δολάρια που ζήτησαν, φοβούμενοι ίσως τις συνέπειες… Ένας οδηγός ταξί τη βρίσκει και την μεταφέρει στο σπίτι της. Οι δράστες δεν εντοπίζονται μέχρι την επόμενη φορά που ήταν και η τελευταία τους…
Υπόθεση Δαλάκα (1995)
Νοέμβριος 1995. Ο 11χρονος τότε Κωστάκης ∆αλάκας επιστρέφει σπίτι του από το σχολείο. Μόλις πριν λίγους μήνες, η γιαγιά του είχε κερδίσει στο λαχείο 130 εκατ. δραχμές. Η οικογένεια δεν το είχε κάνει ευρύτερα γνωστό παρά μόνο στον στενό της κύκλο… Αυτό ήταν αρκετό! Η ίδια σπείρα που πριν τέσσερα χρόνια είχε απαγάγει την Βελγίδα Οσκανιάν, άρπαξε τον μικρό Δαλάκα, τον έβαλε σε ένα φορτηγό και λίγο αργότερα κάλεσε την οικογένεια. Αποκαλούσαν τους εαυτούς τους, «Συμμορία φορέα του AIDS» και απειλούσαν πως είναι όλοι φορείς και πως αν δεν έπαιρναν άμεσα τα χρήματα θα μετέδιδαν τον ιό στο παιδί. Πέντε ημέρες μετά, τους παραδόθηκε το ποσό των 41 εκατ. δρχ. και άφησαν ελεύθερο τον ∆αλάκα.
Ο 11χρονος Κωστάκης τότε όμως αποδείχτηκε ιδιαίτερα παρατηρητικός και ανέφερε στους αστυνομικούς, πως είχε προσέξει ότι μετά την απαγωγή του, μεταφέρθηκε σε ένα κοντινό σπίτι από το δικό του, μόλις 5 λεπτά μακριά, και πως ανέβηκε «επτά σκαλιά» για το σπίτι. Οι αστυνομικοί γυρνούν σε περίμετρο λίγων χιλιομέτρων και εντοπίζουν ένα σπίτι µε 7 σκαλιά! Ανήκει στον έμπορο αυτοκινήτων από την Γλυφάδα, Γιάννη Χειλά, φίλο της οικογένειας, που διατηρούσε σχέσεις µε τη Φανή Ιωάννου Χατζηρουσέα, µακρινή θεία του απαχθέντος.
Οι δράστες της υπόθεσης
Τα πρωτοεμφανιζόμενα τότε κινητά τους τηλέφωνα αναλύονται και λίγες μέρες μετά ομολογούν. Ήταν οι δράστες και των δύο παιδικών απαγωγών, και της Οσκανιάν και του ∆αλάκα, και μαζί τους ομολογούν και οι Χρήστος Χειλάς και Γιάννης ∆ιαγγελάκης. «Τα κάναμε όλα για τα λεφτά» είπαν στο δικαστήριο…
Υπόθεση Χαΐτογλου (1995)
Τον Δεκέμβριο του 1995 ο γνωστός βιομήχανος Αλέκος Χαΐτογλου, πέφτει θύμα εξαιρετικά οργανωμένης απαγωγής, καθώς μετέβαινε στο οικογενειακό εργοστάσιο παρασκευής χαλβά στο 2ο χιλιόμετρο της οδού Ωραιοκάστρου-Θεσσαλονίκης. Έπειτα από 80 ώρες κράτησης ο απαχθείς εγκαταλείφθηκε στο ΚΤΕΛ υπεραστικών λεωφορείων της Καρδίτσας. Ο αδελφός του Κώστας, πρόεδρος της ομάδας μπάσκετ του Ηρακλή, ήταν ο υπερτυχερός της κλήρωσης του ΛΟΤΤΟ με 160 εκατομμύρια δραχμές. Οι απαγωγείς όμως ζήτησαν πολύ περισσότερα. Η οικογένεια τελικά κατέβαλε σχεδόν τα μισά από τα τρία εκατομμύρια μάρκα που είχαν ζητήσει οι δράστες (260 εκατομμύρια δραχμές). Ως δράστες κατηγορήθηκαν τρεις κακοποιοί, ο νεκρός πλέον Παύλος Κερεμίδης και οι αδελφοί Νίκος και Βασίλης Παλαιοκώστας. Η οικογένεια Χαΐτογλου κινήθηκε νομικά σε βάρος της Πολιτείας για παραλήψεις της ΕΛ.ΑΣ., που θεώρησε ότι οδήγησαν στο να επιτευχθεί η απαγωγή του Αλέκου Χαΐτογλου.
Υπόθεση Κουκέα (1996)
Η νύχτα της 25ης Ιανουαρίου 1996 ήταν η πιο εφιαλτική και πιο μακριά νύχτα που είχε ζήσει στη ζωή της, η 24χρονη τότε καθηγήτρια ξένων γλωσσών Ζέτα Κουκέα. «Επέστρεφα στο σπίτι μου στο Ν. Ψυχικό. Μόλις πάρκαρα το αυτοκίνητό μου, με απήγαγαν άγνωστοι με καλυμμένα τα πρόσωπά τους και με μετέφεραν σε ένα σπίτι… Ήμουν τρομοκρατημένη» είπε αργότερα στην κατάθεσή της, το θύμα απαγωγής.
Την κράτησαν τέσσερις ημέρες, ώσπου συμφώνησαν με τον πατέρα της και έμπορο αυτοκινήτων Παναγιώτη Κουκέα το ποσό των 49,4 εκατ. δραχμών ως λύτρα, ενώ αρχικά ζητούσαν 400 εκατομμύρια! Η παράδοση των χρημάτων έγινε στο τούνελ της Πανεπιστημιούπολης. Την απαγωγή είχε σχεδιάσει ο Πέτρος Καμπούρης που είχε επιχειρήσει να αγοράσει ανεπιτυχώς ταξί από τον πατέρα του θύματος. Η αγοραπωλησία δεν έγινε τότε λόγω οικονομικών προβλημάτων του Καμπούρη και τότε του γεννήθηκε η ιδέα της απαγωγής της κόρης του…
Υπόθεση Μεταξά (1996)
Φεβρουάριος του 1996. Ο 35χρονος τότε Μιχάλης Μεταξάς, γιος του ιδιοκτήτη των ξενοδοχείων «Maris» στην Κρήτη, Νίκου Μεταξά, κατευθυνόταν στο σημείο όπου είχε σταθμεύσει το τζιπ του στο Ηράκλειο της Κρήτης, για να μεταβεί στην επιχείρηση κεραμοποιίας που ο ίδιος διατηρούσε.
Του επιτέθηκαν πέντε κουκουλοφόροι. Μία ώρα αργότερα, άγνωστος τηλεφώνησε στην σύζυγο του και ζήτησε λύτρα ενός δις δρχ! Μετά από τέσσερις ημέρες αγωνίας και διαπραγματεύσεων, οι απαγωγείς τον απελευθερώνουν για 50 εκατομμύρια δραχμές.
Από την πρώτη στιγμή του φόρεσαν μια κουκούλα για να μην βλέπει τίποτα και τον μετέφεραν σε περιοχή έξω από το Ηράκλειο όπου και τον κράτησαν για περισσότερες από τέσσερις ημέρες σε μια αγροικία. Λίγες ώρες μετά την απαγωγή άγνωστοι τηλεφώνησαν στον αδελφό του απαχθέντος, Ανδρέα Μεταξά, του ανακοίνωσαν ότι είχαν απαγάγει το Νίκο και του ζήτησαν το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών για να τον απελευθερώσουν.
Παράλληλα οι απαγωγείς προειδοποίησαν τον αδερφό του θύματος να μην καταγγείλει το γεγονός στην Αστυνομία. Όμως ο αδερφός, αλλά και ο 80χρονος τότε πατέρας του Μιχάλης, συγκλονισμένοι όπως ήταν από το αναπάντεχο αυτό γεγονός, κατέφυγαν στην αστυνομία και ανέφεραν την απαγωγή. Ο πατέρας εξαιτίας του σοκ, υπέστη καρδιακό επεισόδιο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Ακολούθησαν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα των απαγωγέων προς τον αδερφό του θύματος, για να καταλήξουν από το ένα δισεκατομμύριο στα 500.000.000 και στην συνέχεια στα 300.000.000, μετά στα 100.000.000 για να καταλήξουν οριστικά στα 50.000.000 δρχ.
Οι απαγωγείς έδωσαν εντολή στον Ανδρέα Μεταξά να αφήσει τον σάκο με τα 50.000.000 σε συγκεκριμένο σημείο έξω από την ταβέρνα “Μπλε παράθυρα” του Ηρακλείου Κρήτης. Του συνέστησαν για μια ακόμη φορά ότι αν διαπιστώσουν παρουσία της αστυνομίας θα δολοφονούσαν τον αδελφό του.
Πραγματικά ο κ. Μεταξάς τοποθέτησε το σάκο με τα χρήματα στο σημείο που του υπέδειξαν οι απαγωγείς οι οποίοι τα παρέλαβαν αργά τη νύχτα. Τρεις ώρες αργότερα, ο Νίκος Μεταξάς αφέθηκε ελεύθερος. Οι απαγωγείς τον κατέβασαν από το αυτοκίνητό τους κάτω από μια γέφυρα στο νομό Λασιθίου και στη συνέχεια επέστρεψε στους οικείους του. Οι απαγωγείς ίσως να ήταν ντόπιοι καθώς μιλούσαν με έντονα κρητική προφορά, ωστόσο ουδέποτε εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν από τις Αρχές.
Υπόθεση Βενέτη (1996)
Στις 10 Ιουλίου 1996 γίνεται μία απαγωγή μυστήριο ή μάλλον αρπαγή στον Διόνυσο Αττικής. Πρόκειται για την περίπτωση που θύμα έπεσε ο δημιουργός των φούρνων Βενέτη, επιχειρηματίας Χρήστος Βενέτης. Οι δύο άγνωστοι απαγωγείς του, αφού τον κακοποίησαν, τον κλείδωσαν στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του σε ερημική περιοχή του Διόνυσου. Ύστερα από πέντε ώρες, το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο κίνησε το ενδιαφέρον διερχόμενων δασοφυλάκων, οι οποίοι ενημέρωσαν την πυροσβεστική που προχώρησε στον απεγκλωβισμό του επιχειρηματία.
Υπόθεση Τσαμπάζη (1996)
Από τη δίκη της πολύκροτης υπόθεσης
Τον Αύγουστο του 1996, ο γιος μεγαλοεργολάβου της Θεσσαλονίκης, ο 22χρονος τότε Διαμαντής Τσαμπάζης πέφτει θύμα απαγωγής από τον άνθρωπο που …έπλενε το αυτοκίνητό του! «Εγκέφαλος» της απαγωγής του, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ήταν ο Αλβανός Ντολόρες Μούτσιο μαζί με τρεις συνεργούς του, οι οποίοι απαίτησαν και καρπώθηκαν τα 150 από τα 300 εκατομμύρια που ζήτησαν αρχικά για λύτρα από την οικογένεια. Οι δράστες μετέφεραν και κρατούσαν τον νεαρό στην Αλβανία και στη συνέχεια τον άφησαν ελεύθερο σε παραλία της Κέρκυρας.
Υπόθεση Λουλάκη (1997)
Η απαγωγή της 6χρονης τότε Έλενας Λουλάκη, κόρη εμπόρου αυτοκινήτων, είχε αναστατώσει ολόκληρη την κοινωνία του Ηρακλείου Κρήτης. Ήταν μεσημέρι της 23ης Ιανουαρίου του 1997, όταν η μικρή Έλενα απήχθη έξω από το Παγκρήτιο Εκπαιδευτήριο. Η «εγκέφαλος της απαγωγής ήταν η ιδιοκτήτρια ενός βρεφονηπιακού σταθμού, η οποία αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Πρόκειται για την νηπιαγωγό Δήμητρα Καμπά, γειτόνισσα της γιαγιάς της μικρής, η οποία είχε τηλεφωνήσει στον οδηγό του σχολικού λεωφορείου, ισχυριζόμενη ότι ήταν η θεία της Ελένης και ότι θα περάσει να την πάρει. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, η Δήμητρα Καμπά και ο γιος της σχεδίασαν την απαγωγή του παιδιού, το οποίο βίωσε έντονες τραυματικές εμπειρίες.
Η υπόθεση εξιχνιάστηκε χάρη στην παρατηρητικότητα του οδηγού του σχολικού λεωφορείου, ο οποίος είχε αντιληφθεί έξω από το Παγκρήτιο την συνεργό που παρέλαβε το παιδί, όμως εκείνη συμπεριφέρθηκε ύποπτα και προσπάθησε να τον αποφύγει αν και τον γνώριζε.
Η γυναίκα αυτή κράτησε το παιδί στο σπίτι της για δύο 24ωρα. Ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε αρχικά τίποτα για την απαγωγή και ότι φοβήθηκε να πάει στην Αστυνομία όταν είδε την είδηση στην τηλεόραση. Οι απαγωγείς απαίτησαν από την οικογένεια της 6χρονης τότε Έλενας, 200 εκατομμύρια δραχμές. Για την απαγωγή καταδικάστηκαν τέσσερα άτομα. Σημειώνεται, πως η σατανική νηπιαγωγός και «εγκέφαλος» της απαγωγής, είχε δώσει εντολή στους συνεργούς της να σκοτώσουν το παιδί σε περίπτωση που βρίσκονταν υπό αστυνομικό κλοιό.
Υπόθεση Περιστέρη (2000)
Τον Φεβρουάριο του 2000 έξω από το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη ο 18χρονος τότε γιος αρχιτέκτονα, Γιώργος Περιστέρης, έπεσε θύμα απαγωγής. Ο οικοδόμος συνεργάτης του πατέρα του, Χρήστος Ρετζέπης και άλλα τέσσερα άτομα κατηγορήθηκαν από την Αστυνομία για την απαγωγή.
Το κίνητρο ήταν η καταβολή λύτρων. Για την απελευθέρωση που έγινε δύο ημέρες μετά, δόθηκαν 44 από τα 70 εκατομμύρια δραχμές που είχαν ζητηθεί αρχικά… Αυτό που προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στην συγκεκριμένη υπόθεση όμως, είναι πως τα λύτρα αυτά τα ζήτησαν οι δράστες για να ποντάρουν στο καζίνο… με αποτέλεσμα να τα χάσουν όλα!
Υπόθεση Ζώνα (2001)
Είναι μία από τις πλέον «επαγγελματικές» περιπτώσεις που έγιναν στην χώρα μας… Δύο μήνες κράτησαν οι απαγωγείς τον 34χρονο τόνε Γιάννη Ζώνα, γιο του γνωστού επιχειρηματία, μέχρι να παραλάβουν το ένα από τα τρία εκατομμύρια δολάρια που ζήτησαν. Η απαγωγή έγινε τον Οκτώβριο του 2001 στην περιοχή του Κηφισού και πίσω από αυτή ήταν η «Greek Mafia».
Προσαγωγή του Άλμπερτ Νουρούσνια, που συμμετείχε στην απαγωγή
Η περιπέτεια του Ζώνα άρχισε στις 2 Οκτωβρίου. Το μεσημέρι εκείνης της ημέρας ξεκίνησε από την έδρα της οικογενειακής επιχείρησης στον Πειραιά για να επιστρέψει στο σπίτι του στην Εκάλη. Σε μια πάροδο της λεωφόρου Πέτρου Ράλλη, δύο άγνωστοι έριξαν το αυτοκίνητό τους πάνω στο δικό του. Ανυποψίαστος ο 34χρονος κατέβηκε από το αυτοκίνητό του. Τότε, οι δύο δράστες, οι οποίοι φορούσαν καπέλα και γυαλιά ηλίου, διά της βίας τον επιβίβασαν στο δικό τους αυτοκίνητο. Εκεί του φόρεσαν χειροπέδες και του κάλυψαν το πρόσωπο με κουκούλα. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει το θύμα ήταν να υπολογίσει κατά προσέγγιση το χρόνο της διαδρομής, που, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν περίπου μιάμιση ώρα.
Οι απαγωγείς έφθασαν στο χώρο που είχαν επιλέξει για την κράτησή του. Εκεί επρόκειτο να παραμείνει για δύο ολόκληρους μήνες. Το ίδιο απόγευμα, άγνωστος, ο οποίος μιλούσε «σπαστά» ελληνικά, επικοινώνησε με τον πατέρα του θύματος, Κώστα και του είπε ότι ο γιος του είχε απαχθεί και θα έπρεπε να καταβάλει ένα δισ. δρχ, ενώ δεν έπρεπε να ειδοποιηθεί η αστυνομία για την υπόθεση.
Παρά την προειδοποίηση, η αστυνομία ενημερώθηκε και ειδική ομάδα, στην οποία συμμετείχαν αξιωματικοί, διαπραγματευτές και ψυχολόγοι, ανέλαβε να παράσχει κάθε βοήθεια, συμβουλή και συνδρομή στην οικογένεια. Παράλληλα, με απόλυτο σεβασμό στην επιθυμία της οικογένειας, που δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να κινδυνεύσει ο απαχθείς, άρχισαν διακριτικές έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών. Οι δράστες επικοινώνησαν συνολικά 20 φορές, διαπραγματευόμενοι το ύψος των λύτρων, δίνοντας οδηγίες στην οικογένεια αλλά και απειλώντας.
Ο Χριστόφορος Λασιθιωτάκης, ένας από τους απαγωγείς Ζώνα
Όταν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για το τελικό ποσό των λύτρων, που ορίσθηκε στα 1,15 εκ. δολάρια, οι απαγωγείς είπαν στον πατέρα του θύματος ότι θα έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα, καθώς θα τον ενημέρωναν πότε και πού να παραδώσει τα χρήματα. Κάποια στιγμή τον ειδοποίησαν να ξεκινήσει από το σπίτι του και του είπαν ότι θα τον ενημέρωναν μέσω κινητού για τον τελικό προορισμό. Έπειτα από πολλές αλλαγές, τον οδήγησαν μέχρι τη Θήβα, σε μία διαδικασία που αποδείχτηκε …πρόβα. Το ίδιο επαναλήφθηκε και τις επόμενες δύο ημέρες, αυτή τη φορά με πολύωρες διαδρομές στο Λεκανοπέδιο. Μετά από τρία 24ωρα και ενώ ο επιχειρηματίας δεχόταν οδηγίες μέσω κινητού και οδηγούσε επί της λεωφόρου Κηφισού, οι δράστες τού έδωσαν εντολή να πετάξει την τσάντα με τα χρήματα κάτω από τη γέφυρα της Ιεράς Οδού, όπως και έπραξε.
Έπρεπε να περάσουν 14 χρόνια, ώστε απολογούμενος ο Παναγιώτης Βλαστός να ομολογήσει, πως είχε συμμετοχή στην απαγωγή του 34χρονου τότε επιχειρηματία Γιάννη Ζώνα, την οποία, υποστήριξε, πως είχαν διαπράξει οι Χριστόφορος Λασιθιωτάκης και Άλμπερτ Νουρούσνια.
Υπόθεση Χαζάκη (2002)
Στις 11 Απριλίου 2002 έγινε η απαγωγή της 6χρονης τότε Μαρκέλλας Χαζάκη, κόρης του επιχειρηματία Χρυσόστομου Χαζάκη, από το Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης. Οι δράστες ζήτησαν 3 εκατομμύρια δολάρια, ενώ κράτησαν τη κόρη του επιχειρηματία, 26 ολόκληρες ημέρες.
Η υπόθεση εξιχνιάστηκε έναν μήνα μετά και οι δράστες συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω. Από τα λύτρα δεν δόθηκε τίποτα. Πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση της οικογένειας φέρεται ότι είχε συγκεντρώσει τότε, ο 23χρονος Αρμένιος Σεργκέι Ζοχραμπιάν, ο οποίος εργαζόταν ως σερβιτόρος δίπλα σ’ ένα από τα καταστήματα της οικογένειας.
Υπόθεση Μασούτη (2005)
Η συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν απαγωγή αλλά ομηρεία έναντι λύτρων. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2005, στην Θεσσαλονίκη, δύο άγνωστοι άνδρες εμφανίζονται ως αστυνομικοί στο θυροτηλέφωνο της οικίας του επιχειρηματία Διαμαντή Μασούτη. Όταν ο ιδιοκτήτης της ομώνυμης αλυσίδας σούπερ μάρκετ ανοίγει την πόρτα του επιτέθηκαν, τον ακινητοποίησαν και απαίτησαν λύτρα ύψους 1 εκατ. Ευρώ για να τον αφήσουν ελεύθερο. Ο επιχειρηματίας, ο οποίος βρίσκονταν εκείνη την στιγμή στο σπίτι με την σύζυγο του, επικοινώνησε με τον οικονομικό του διευθυντή που τον ενημέρωσε ότι τα διαθέσιμα μετρητά τους ήταν 300.000 ευρώ. Οι κακοποιοί συμφώνησαν, πήρα τα χρήματα αυτά και τράπηκαν σε φυγή.
Υπόθεση Μυλωνά (2008)
Στις 9 Ιουνίου 2008, η απαγωγή του επιχειρηματία Γιώργου Μυλωνά στην Θεσσαλονίκη συγκλονίζει το Πανελλήνιο. Για 13 ολόκληρες μέρες οι αστυνομικές Αρχές αναζητούν μάταια τα ίχνη του.
Τρεις πάνοπλοι κουκουλοφόροι, οι δύο οπλισμένοι με πιστόλια και ο τρίτος με αυτόματο όπλο, που ήταν κρυμμένοι στο παρκινγκ της μονοκατοικίας του βιομηχάνου στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, μόλις είδαν το πολυτελές αυτοκίνητό του να φτάνει, πετάχτηκαν μπροστά του και το ακινητοποίησαν.
Με την απειλή των όπλων έβγαλαν έξω τον Γιώργο Μυλωνά και τη σύζυγό του Νέλλη. Το ζευγάρι είχε πάει για φαγητό και μάλιστα, ο βιομήχανος είχε πει μία ώρα νωρίτερα στον σωματοφύλακά του να φύγει. Με γρήγορες κινήσεις οι κακοποιοί έβαλαν τον επιχειρηματία στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του και τράπηκαν σε φυγή, ενώ άφησαν τη σύζυγό του ελεύθερη.
«Εγκέφαλος» της απαγωγής όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων ήταν ο διαβόητος κακοποιός Βασίλης Παλαιοκώστας. Οι απαγωγείς κρατούσαν τον «βασιλιά» του αλουμινίου όμηρο σε μονοκατοικία έξω από τη Θεσσαλονίκη, ζητώντας λύτρα από τη σύζυγό του. Τελικά, αφού πήραν το αστρονομικό ποσό των 13 εκατομμυρίων ευρώ, τον άφησαν ελεύθερο να επιστρέψει στη γυναίκα και τα παιδιά του.
Ο κ. Μυλωνάς κάνει δηλώσεις μετά την απελευθέρωσή του
«Εσύ μπορεί να είσαι ο Μυλωνάς του αλουμινίου εμείς όμως είμαστε οι Βαρδινογιάννηδες των απαγωγών» . Έτσι συστήθηκε τότε, στον πρώην Πρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Βορείου Ελλάδας Γιώργο Μυλωνά, ο Βασίλης Παλαιοκώστας και η ομάδα που τον κρατούσε όμηρο για 13 ημέρες στο κρησφύγετο τους στην Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Υπόθεση Κυπριωτάκη (2009)
Ο 50χρονος ιδιοκτήτης εργοστασίου χρωμάτων από το Ηράκλειο Γιάννης Κυπριωτάκης βρίσκεται άγρια δολοφονημένος και απανθρακωμένος τα ξημερώματα της 20ης Μαΐου του 2009 και αφού είχε απαχθεί δύο μέρες πριν. Οι απαγωγείς επικοινώνησαν με την σύζυγο του και ζήτησαν λύτρα 300.000 ευρώ. Μετά από διαπραγματεύσεις, οι δράστες συμφώνησαν να τους καταβληθούν 155.000 ευρώ για να τον απελευθερώσουν. Τα χρήματα δόθηκαν, όμως οι απαγωγείς δολοφόνησαν, στραγγαλίζοντας τον άτυχο άνδρα, φοβούμενοι ότι τους είχε αναγνωρίσει και μάλιστα πριν παραλάβουν τα λύτρα!
Η τραγική εξέλιξη της υπόθεσης προκάλεσε σοκ στην οικογένεια του αλλά και στην κοινή γνώμη. Επί μεγάλο χρονικό διάστημα ειδική ομάδα της ΕΛ.ΑΣ ανέλαβε τις έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών, τους οποίους κατάφερε τελικά να συλλάβει. Ένας Ηρακλειώτης και δύο Σύροι ήταν οι απαγωγείς και δολοφόνοι του 50χρονου. Και οι τρεις πρωτόδικα καταδικάστηκαν σε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Ωστόσο, ανατριχίλα προκάλεσε η αποκάλυψη αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ, ότι η «τριανδρία του θανάτου», όπως τους είχε χαρακτηρίσει ο εισαγγελέας έδρας, είχε καταρτίσει λίστα με εύρωστους οικονομικά κρητικούς ως υποψήφια θύματα απαγωγής.
Υπόθεση Παναγόπουλου (2009)
Στις 12 Ιανουαρίου 2009, άλλη μία απαγωγή εκτελεσμένη από την «Greek Mafia» λαμβάνει χώρα. Ένα βανάκι κλείνει τον δρόμο στο πολυτελές αυτοκίνητο του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου στο Καβούρι. Τρεις άνδρες κατεβαίνουν από το όχημά τους, ντυμένοι στα μαύρα και κρατώντας όπλα. Όπως περιέγραψε αργότερα ο επιχειρηματίας, τον άρπαξαν και τον έβαλαν στο βαν. Τον πήγαν στον σκουπιδότοπο του Υμηττού και στη συνέχεια τον έβαλαν στο πορτμπαγκάζ ενός άλλου οχήματος. Η απαγωγή του κράτησε συνολικά 192 ώρες! Οι περιγραφές που έδωσε για εκείνες της ημέρες που έζησε ήταν ανατριχιαστικές.
Στο σημείο που μεταφέρθηκε, τον αλυσόδεσαν με χειροπέδες. Όπως αποκάλυψε, τις 8 εκείνες ημέρες της απαγωγής φοβόταν πως οι απαγωγείς του στο τέλος θα τον σκότωναν, ενώ δεν παρέλειψε να πλέξει το εγκώμιο της συζύγου του, η οποία κατάφερε δίνοντας 30 εκ. ευρώ, να διαπραγματευτεί με τους απαγωγείς και να απελευθερώσει τον σύζυγό της. Λίγους μήνες μετά, συλλαμβάνονται 18 ύποπτοι και οδηγούνται σε δίκη μεταξύ των οποίων και ο Παναγιώτης Βλαστός.
Υπόθεση Γκόντα (2011)
Οι απαγωγείς της 22χρονης φοιτήτριας και κόρης του πρώην δημάρχου Ιωαννίνων και δικηγόρου Νίκου Γκόντα, Σοφίας, πίστευαν ότι είχαν σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια το μεγάλο «κόλπο», με το οποίο θα κέρδιζαν ως λύτρα 4.000.000 ευρώ! Προετοίμαζαν την απαγωγή, επί και τουλάχιστον δύο μήνες, αφού είχαν μεταβεί στην Καστοριά όπου σπούδαζε η φοιτήτρια για να δουν που μένει, ενώ έναν μήνα πριν από την απαγωγή νοίκιασαν ακόμα και το κρησφύγετο όπου θα την κρατούσαν όμηρο.
Ο τέως Δήμαρχος Ιωαννίνων Ν. Γκοντάς
Οι απαγωγείς βρήκαν τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της Σοφίας Γκόντα, ενώ ανακάλυψαν ότι είχε προφίλ και στο Facebook. Έτσι το βράδυ εκείνο της 30ης Αυγούστου, που η 22χρονη βρισκόταν με μία φίλη της σε μία καφετέρια στην Καστοριά, της τηλεφώνησαν στο κινητό, λέγοντας της ότι έχει κερδίσει μέσω διαγωνισμού στο διαδίκτυο ένα κινητό i-phone και εάν μπορούσε να το παραλάβει μέσω κούριερ κοντά στο σπίτι της. Ανυποψίαστη, η φοιτήτρια έπεσε στην παγίδα και πήγε στο ραντεβού με τους… απαγωγείς.
Οι τρεις δράστες την επιβίβασαν με την απειλή ενός ψεύτικου πιστολιού, σε ένα αυτοκίνητο και την οδήγησαν σε μία αγροικία που είχαν νοικιάσει στην αγροτική περιοχή Κουφοβού, έξω από τα Ιωάννινα. Εκεί την μετέφεραν στο κρησφύγετο όπου με καλυμμένα τα πρόσωπα τους, την κρατούσαν όμηρο. Όπως είπε στους αστυνομικούς μετά την απελευθέρωση της, της φέρθηκαν καλά, αφού της πήγαιναν φαγητό και νερό, χωρίς να την κρατούν δεμένη, πάντα όμως την επιτηρούσαν για να μην δραπετεύσει.
Το πρώτο τηλεφώνημα έγινε από το κινητό της κοπέλας στον πατέρα της. Σύμφωνα με πληροφορίες του είπαν «εάν θέλεις να ξαναδείς την κόρη σου πρέπει να μας δώσεις 4.000.000 ευρώ, μην τολμήσεις να ειδοποιήσεις την αστυνομία, εάν κάνεις ότι σου πούμε μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά…».
Ο πρώην δήμαρχος Ιωαννίνων πάγωσε όταν άκουσε ότι η κόρη του έχει πέσει θύμα απαγωγής και τους είπε ότι δεν έχει τόσα χρήματα. Αμέσως ενημερώθηκε η αστυνομία, στάλθηκε κλιμάκιο διαπραγματευτών από την ασφάλεια Αττικής, ενώ ακολούθησαν άλλα 10 τηλεφωνήματα από τους απαγωγείς. Στο δεύτερο τηλεφώνημα των απαγωγέων δόθηκε η «απόδειξη» ζωής, αφού οι δράστες άφησαν την 22χρονη να μιλήσει με τον πατέρα της…
Η αγροικία που υποθετικά κρατούσαν οι δράστες όμηρο την κόρη του Ν. Γκοντά
Οι απαγωγείς τηλεφωνούσαν από διαφορετικά σημεία στον πατέρα, έκαναν όμως το λάθος να τηλεφωνήσουν και από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Οι αστυνομικοί με τη βοήθεια του «κοριού» της ΕΥΠ, εντόπισαν το σημείο και τον έναν από τους απαγωγείς. Λίγο αργότερα, κλείστηκε ραντεβού μαζί τους έξω από τα Ιωάννινα για να τους δοθούν ως λύτρα 44.000 ευρώ.
Τα χρήματα τα παρέλαβαν με μοτοσικλέτα οι δύο από τους απαγωγείς και μία ώρα αργότερα η όμηρος αφέθηκε ελεύθερη. Οι αστυνομικοί μετά από επιχείρηση, συνέλαβαν σε διαφορετικά σημεία έναν 43χρονο και έναν 32χρονο, Έλληνες και οι δύο υπάλληλοι σε πιτσαρία στα Ιωάννινα, έναν 37χρονο Αλβανό, καθώς και την σύζυγο του 32χρονου και την μητέρα του 43χρονου, επειδή τους βοήθησαν να κρύψουν τα χρήματα από τα λύτρα, τα οποία τα είχαν μοιράσει και τελικά βρέθηκαν κρυμμένα μέσα σε κουβέρτες. Όπως διαπιστώθηκε, οι απαγωγείς δεν είχαν απασχολήσει στο παρελθόν την Αστυνομία και αυτό ήταν κάτι που δυσκόλεψε τις έρευνες για τον εντοπισμό τους.
Υπόθεση Παπαγεωργίου (2012)
Ο Μάριος Παπαγεωργίου 26 χρόνων, έπεσε θύμα απαγωγής στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου τη νύχτα της Πέμπτης 9 Αυγούστου 2012. «Εγκέφαλος» των απαγωγέων ήταν ο …φίλος της οικογένειας Πέτρος Μιχαλεάκος, που συνελήφθη και καταδικάστηκε, αλλά ουδέποτε αποκάλυψε την τύχη του άτυχου Μάριου.
Η απαγωγή του Μάριου έγινε, όταν ο 26χρονος αναχώρησε με το αυτοκίνητό του από το Διακοφτό Αχαΐας, όπου βρισκόταν με τη μητέρα του, για το Αίγιο. Τελικά το ΙΧ του εντοπίστηκε στο Παλαιό Φάληρο Αττικής. Ο 26χρονος οπτομέτρης, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, συνάντησε τη μοιραία ημέρα τον 72χρονο «οικογενειακό φίλο» Π. Μιχαλεάκο, ο οποίος κατηγορείται ως ο οργανωτής της απαγωγής, καθώς φέρεται να γνώριζε ότι η τραγική μητέρα του θύματος είχε κερδίσει ένα ποσό στο λαχείο και άλλο μέλος της σπείρας απαίτησε λύτρα 620.000 ευρώ προκειμένου να τον αφήσουν ελεύθερο, απειλώντας παράλληλα για τη ζωή του.
Οι «επαφές» των απαγωγέων με τη μητέρα του εξαφανισθέντος συνεχίστηκαν ως τις 17 Αυγούστου 2012 και από τότε ως σήμερα δεν έχει υπάρξει κανένα ίχνος ζωής του Μ. Παπαγεωργίου, ενώ ειδικά ο Μιχαλεάκος προσποιούνταν και τον άνθρωπο που θα βοηθούσε την τραγική μητέρα να βρει το παιδί της…
Ένα από τα μέλη της οργάνωσης που εκτέλεσε την απαγωγή
Δύο μήνες μετά, συνελήφθησαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης που ευθύνεται για την απαγωγή αλλά και για την απόπειρα – σε δεύτερη φάση – ληστείας της μητέρας του, η οποία είχε συγκεντρώσει μεγάλο ποσό για τα λύτρα. Μερικούς μήνες αργότερα, κατηγορήθηκε για συμμετοχή στο σχέδιο της ίδιας υπόθεσης και η σύζυγος του Π. Μιχαλεάκου. Έως και σήμερα, δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος του τραγικού θύματος.
Υπόθεση Μαρτίνου (2013)
Στις 12 Δεκεμβρίου 2013, ο εφοπλιστής Κίκος Μαρτίνος καταγγέλλει στην αστυνομία ότι άγνωστοι επιχείρησαν να τον απαγάγουν στην περιοχή της Βούλας. Ο εφοπλιστής επιβιβάστηκε στο τζιπ του και βγήκε από το γκαράζ του κτιρίου όπου στεγάζεται η εφοπλιστική εταιρεία του στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Ξαφνικά και ενώ ήταν εν κινήσει, αντιλήφθηκε ένα ΙΧ αυτοκίνητο να τον ακολουθεί.
Σε μια διασταύρωση λίγα μέτρα πιο κάτω πετάχτηκε μέσα από ένα παρκινγκ ένα όχημα τύπου βαν και του έκλεισε τον δρόμο. Τρεις από τους δράστες επιχείρησαν να ακινητοποιήσουν τον 33χρονο απειλώντας τον με όπλα. Ο νεαρός εφοπλιστής όμως αντέδρασε άμεσα, έχοντας λάβει σχετική εκπαίδευση στο παρελθόν, έκανε απότομα όπισθεν, εμβολίζοντας με δύναμη ένα μικρό Citroen που χρησιμοποίησαν οι απαγωγείς για να του κλείσουν και πίσω τον δρόμο, το οποίο από την σύγκρουση πήρε φωτιά και κατάφερε να απεγκλωβιστεί και να επιστρέψει πίσω στα γραφεία της εταιρείας του, ενημερώνοντας παράλληλα την αστυνομία. Από το σημείο τράπηκαν σε φυγή, συνολικά πάνω από πέντε άτομα.
Υπόθεση Καραμολέγκου (2014)
Στις 14 Ιανουαρίου 2014 ο αρτοβιομήχανος Μανώλης Καραμολέγκος πέφτει θύμα απαγωγής από τέσσερις άντρες στο Κορωπί. Οι απαγωγείς τελικά αποδεικνύονται ερασιτέχνες, καθώς ο επιχειρηματίας πείθει τον φρουρό που τον φυλάει σε εγκαταλελειμμένο σπίτι στην βιομηχανική ζώνη της Κερατέας να παραδοθεί.
Η απαγωγή του αρτοβιομήχανου έγινε την ώρα που επέστρεφε μόνος με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του. Ο αναβάτης μιας μηχανής που προπορευόταν προφασίστηκε ατύχημα και έπεσε με την μοτοσικλέτα του μόλις λίγα μέτρα μπροστά από το αυτοκίνητο του 57χρονου επιχειρηματία. Ο Μανώλης Καραμολέγκος σταμάτησε και κατέβηκε για να βοηθήσει όταν ξαφνικά τον πλεύρισε ένα αυτοκίνητο. Οι δράστες κατέβηκαν όρμησαν και κατάφεραν να ακινητοποιήσουν τον επιχειρηματία που αντιστάθηκε.
Οι απαγωγείς απαίτησαν από την οικογένεια λύτρα ύψους 2,5 εκατομμυρίων ευρώ. Επί 12 ώρες ο επιχειρηματίας βρίσκονταν στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου που κινούνταν συνεχώς. Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε σε ερημική τοποθεσία στην περιοχή της Κερατέας, ο επιχειρηματίας κατάφερε να πείσει έναν Μολδαβό, μέλος της σπείρας, ότι ήταν μάταιο να συνεχίσει την ομηρία και ότι θα ήταν καλό να παραδοθεί στην αστυνομία, όπως και έγινε, ενώ λίγο μετά συνελήφθη άλλος ένας ομοεθνής του, από τους συνολικά τέσσερις απαγωγείς.
Υπόθεση Λεμπιδάκη – 2017
Είναι η μακροβιότερη απαγωγή που καταγράφηκε ποτέ στα ελληνικά χρονικά, αφού ο Μιχάλης Λεμπιδάκης παρέμεινε στα χέρια των απαγωγέων του για έξι ολόκληρους μήνες.
Ο επιχειρηματίας από την Κρήτη απήχθη στις 30 Μαρτίου 2017 την ώρα που κατευθυνόταν προς το σπίτι του. Αρχικά, οι δράστες ζητούσαν 100 εκατ. ευρώ αλλά μέχρι και λίγο πριν το τέλος της πολύμηνης απαγωγής είχαν ρίξει αρκετά τις οικονομικές τους απαιτήσεις.
Χωρίς τλεικά να λάβουν ούτε ένα ευρώ, στις 2 Οκτωβρίου 2017 ο επιχειρηματίας αφήνεται ελεύθερος. Συνολικά, για την υπόθεση, κατηγορούνται 12 άτομα για τις πράξεις της διακεκριμένης περίπτωσης αρπαγής, της εγκληματικής οργάνωσης, της απόπειρας εκβίασης, αλλά και της παράνομης οπλοφορίας και κατοχής πολεμικού όπλου.
Η δίκη της πολύκροτης υπόθεσης άρχισε στις 10 Δεκεμβρίου 2018, με τον Μιχάλη Λεμπιδάκη να δηλώνει, με πρωτοφανές μεγαλείο ψυχής, ότι «οι απαγωγείς του είναι κακοποιοί αλλά όχι δολοφόνοι» και πως δεν τους μισεί αλλά τους λυπάται.
Όταν ο Μιχάλης Λεμπιδάκης επισκέφθηκε την επιχείρησή του, μετά την απελευθέρωσή του, δήλωσε απόλυτα ευτυχής και υγιής, ψυχικά και σωματικά, ενώ σημείωσε πως αυτό που κατάφερε η αστυνομία ήταν ένα «θαύμα». Όσο για τους 6 μήνες που παρέμεινε με τους απαγωγείς του, τους χαρακτήρισε «βασανιστικούς»: