Τα ζευγάρια του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου που έζησαν ένα μεγάλο έρωτα, έφτασαν συχνά κοντά στο γάμο, αλλά στο τέλος χώρισαν είναι περισσότερα απ’ όσα έχουν περάσει στην ιστορία. Ποια είναι όμως η ιστορία του Κώστα Βουτσά και της Σπεράνζα Βρανά;
Καλοκαίρι του 1959 η Σπεράντζα Βρανά παίζει στο θέατρο Ακροπόλ. Εκεί γνωρίζει έναν από τους νέους ηθοποιούς του θιάσου, ο οποίος είχε ξεχωρίσει το προηγούμενο καλοκαίρι ως νέο ταλέντο. Ήταν ο Κώστας Βουτσάς. Η γνωριμία τους εξελίχτηκε σε μια θυελλώδη σχέση. Μεγάλος έρωτας, ζήλιες, καβγάδες, ξύλο, αρραβώνας, ετοιμασίες για γάμο, χωρισμοί και όλα αυτά παράλληλα με μια λαμπρή καριέρα και για τους δύο.
Η Σπεράντζα Βρανά έγραψε στο βιβλίο της Τολμώ: «Ο Κώστας ήταν τρομερά φιλόδοξος, μεγαλομανής, αριβίστας. Ήξερε να ελίσσεται. Χρησιμοποιούσε όλα τα κόλπα για να πετύχει τους σκοπούς του. Καλοπερασάκιας. Στην αρχή μού έκανε τον πολύ ερωτευμένο, έκανε ό,τι μπορούσε για να με ευχαριστήσει. Μου αγόραζε δίσκους με λατινοαμερικανικούς ρυθμούς, μου έκανε τον Danny Kaye για να γελάσω, ήταν πολύ κωμικός και ξεκαρδιζόμουν. Αν μ’ αγάπησε ο Κώστας (γιατί μ’ αγάπησε), αυτό συνέβη αργότερα. Μου φερόταν πολύ ωραία, ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου, ζούσαμε πολύ αρμονικά.
Όσο η σχέση μας έδενε και πιο γερά, άρχισε τις ζήλιες. “Γιατί κάθεσαι στο καμαρίνι με τη ρόμπα ανοιχτή;”. Καβγάς! “Γιατί σου μίλησε ο τάδε συνάδελφος;”.
Καβγάς! Όλα αυτά τα μικροκαβγαδάκια είχαν σαν αποτέλεσμα να τη βρίσκουμε πιο ωραία ερωτικά. Ο Κώστας ήταν τέλειος σαν εραστής, τρυφερός και γλυκός. Στο κεφάλαιο δουλειά, όμως, ήταν φοβερός. Ήταν φιλόδοξος και βιαζόταν να φτάσει. Πάνω σ’ αυτό το θέμα είχαμε διαφορετικές αντιλήψεις. Η σχέση μας πέρασε από πολλά στάδια. Μέχρι ξύλο έπεσε στον πρώτο μας μεγάλο καβγά». Τελικά αποφασίζουν να παντρευτούν. Η Σπεράντζα παραγγέλνει το νυφικό και ο Κώστας, παραμονές Χριστουγέννων, της κάνει δώρο ένα χρυσό ρολόι. Ο γάμος είχε οριστεί για την άνοιξη και ο μήνας του μέλιτος θα ήταν ένα ταξίδι στην Ευρώπη.
Όταν ο Βουτσάς είπε στη Σπεράντζα ότι μετά το γάμο θα άφηνε το θέατρο για να αφοσιωθεί στο σπίτι, η Βρανά δεν το δέχτηκε. Σκέφτηκε τον εαυτό της νοικοκυρά, μακριά από τη σκηνή και τα φώτα κι, έπειτα από τεσσεράμισι χρόνια, χώρισαν οριστικά.