Απόφαση από το ΣτΕ: Αφαίρεσε από τον καθηγητή Ιστορίας Χάινς Ρίχτερ τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα

Κοινοποίηση:
ΣτΕ

Ανακαλείται οριστικά η αναγόρευση του γνωστού καθηγητή ιστορίας Χάινς Ρίχτερ ως επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Ο Γερμανός ιστορικός Χάινς Ρίχτερ είχε ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, ωστόσο τόσο το ίδιο το τμήμα όσο και η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου το 2018 είχαν προχωρήσει στην ανάκληση του τίτλου λόγω δηλώσεων του καθηγητή που προσέβαλαν το κύρος του ΑΕΙ.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, η σοβαρή προσβολή του κύρους των ελληνικών ΑΕΙ και κατ’ επέκταση των καθηγητών τους, από πανεπιστημιακό δάσκαλο, αποτελεί λόγο αφαίρεσης του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα, χωρίς αυτό να παραβιάζει τα άρθρα 14 και 16 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Έτσι, η επταμελής σύνθεσης του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ με την υπ’ αριθμ. 2571/2021 απόφασή της απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως του Χάινς Ρίχτερ που είχε προσφύγει κατά της απόφασης της Συγκλήτου του Πανεπιστήμιου Κρήτης μετά την ανάκληση του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα.

Όπως αναφέρει σε ανακοίνωση του το ΣτΕ, «επίτιμος διδάκτορας Πανεπιστημίου δήλωσε σε συνέντευξη σε εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας ότι: 1) Αν ο καθηγητής ελληνικού πανεπιστημίου Φ πει κάτι που δεν αρέσει θα τον απολύσουν και 2) Αν του αφαιρεθεί ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα θα είναι ο δεύτερος Γερμανός στον οποίο θα συμβεί αυτό -από τον πρώτο αφαίρεσαν τον τίτλο οι ναζί και στη συνέχεια του αφαιρέθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα».

Το ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία πως «η απονομή και κατοχή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα ερείδονται στην εκδήλωση αμοιβαίας τιμής μεταξύ του απονέμοντος Πανεπιστημίου και του αναγορευομένου.

Συνεπώς, «σοβαροί λόγοι» που δικαιολογούν την αφαίρεση του τίτλου περιλαμβάνουν και πράξεις όπως είναι η σοβαρή προσβολή του κύρους των ελληνικών ΑΕΙ γενικώς και κατ’ επέκταση των καθηγητών τους, επικουρούμενη και από προσβολή ειδικά του ΑΕΙ που απένειμε τον τίτλο. Είναι δε αδιάφορο το ότι οι ως άνω λόγοι δεν ανάγονται στο επιστημονικό υπόβαθρο επί του οποίου ερείδεται η ανακήρυξη.»

Ο πρώην καθηγητής γερμανικού πανεπιστημίου και γνώστης επί δεκαετίες της ελληνικής πραγματικότητας και του αυτοδιοίκητου και της ελεύθερης λειτουργίας των ελληνικών πανεπιστημίων από το 1975, γνώριζε ότι μετά το έτος αυτό δεν έχει απολυθεί κανένας καθηγητής ελληνικού πανεπιστημίου για τις απόψεις του και το έχει παραδεχθεί.

Συνεπώς, ήταν σε θέση να προβλέψει ότι οι ανωτέρω δηλώσεις που αφορούν το κύρος των πανεπιστημίων, συνιστούν σοβαρούς λόγους που μπορεί να δικαιολογήσουν την αφαίρεση του τίτλου.

Περαιτέρω, οι δηλώσεις του αιτούντος δίδουν σαφώς την εντύπωση ότι το πανεπιστήμιο είναι δυνατόν να προβεί στην ανάκληση του τίτλου λόγω των πορισμάτων και απόψεων του ιδίου σε βιβλίο του, εφαρμόζοντας έτσι εθνικοσοσιαλιστικές πρακτικές.

Ενόψει δε της βαρύτητας της σύνδεσης του πανεπιστημίου με τον εθνικοσοσιαλισμό, η σύγκριση με τον οποίο, λόγω της φύσης αυτού, προσδίδει τη μεγαλύτερη δυνατή απαξία στον συγκρινόμενο, η δήλωση αυτή είναι προσβλητική για το πανεπιστήμιο και τους καθηγητές του -και τούτο, χωρίς να έχει πραγματική βάση ούτε να αναφέρεται σε υπαρκτό ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος».

Ακόμη, κρίθηκε από το ΣτΕ ότι η επέμβαση στα δικαιώματα των άρθρων 14 και 16 Συντάγματος και 10 ΕΣΔΑ θάλπει τον θεμιτό σκοπό της προστασίας του κύρους των ελληνικών Πανεπιστημίων και των καθηγητών τους, όπως και ότι δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: