Όσοι τον γνώριζαν προσωπικά, έκαναν λόγο για έναν πάρα πολύ μοναχικό, δύσκολο, σκληρό και σταθερό στις απόψεις του άνθρωπο, ο οποίος είχε να αντιμετωπίσει το πάθος του για το ποτό και τον τζόγο.
Η μεγάλη του αγάπη υπήρξε ανέκαθεν η οικογένειά του η οποία δημιουργήθηκε όχι με τον πρώτο του μεγάλο έρωτα, τη Δήμητρα, μα με τη δεύτερή του σύντροφο ζωής, την Άννα, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Την Ελευθερία, τον Στέφανο και του δίδυμους Αθανάσιο – Δημήτριο και Ευάγγελο.
Ο συνθέτης και στιχουργός που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του σε μια ολόκληρη εποχή του παλιού, καλού ελληνικού τραγουδιού υπήρξε από τους λίγους τόσο παραδοσιακούς οικογενειάρχες.
Η οικογένεια μοιάζει να ήταν γραμμένη στο DNA του, αφού για χάρη της επέλεξε να χωρίσει με τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής του –την πρώτη του σύζυγο την οποία παντρεύτηκε το 1954, έχοντας μάθει πρώτα πως οι συγγενείς της την είχαν εν αγνοία του αναγκάσει να «ρίξει» το πεντέμισι μηνών παιδί που κυοφορούσε, καθώς οι δυο τους δεν ήταν παντρεμένοι-, διότι εκείνη λόγω της έκτρωσης που είχε στο ενεργητικό της δεν μπορούσε πια να του χαρίσει εκείνο που ο ίδιος λαχταρούσε περισσότερο από όλα. Τι ήταν αυτό; Παιδιά.
Η πρώτη του κόρη έρχεται στον κόσμο το 1978 από τη σύντροφό του, Άννα Μπακιρτζή, την οποία δεν είχε παντρευτεί ακόμα. Η Ελευθερία, ως πρωτότοκη και μοναδικό κορίτσι της οικογενείας Πάνου, πήρε την περισσότερη αγάπη από τον πατέρα της.
Η κόρη και ο «παντρεμένος μπράβος»
Η αδυναμία που είχε ο ένας για τον άλλο ήταν τεράστια, μέχρι τη στιγμή που εκείνη μπήκε στην εφηβεία και ξεκίνησε να «χτίζει» τη δική της ζωή, μακριά από πατρικές εντολές και συμβουλές που είχαν την τάση να μετατρέπονται σε απαιτήσεις. Ο αυστηρός πατέρας είχε πάψει να ασκεί επιρροή στα «θέλω» της με την ίδια να φτάνει 19 ετών για να δηλώσει ερωτευμένη. Σύντροφός της, ο 29χρονος Σωτήρης Γιαλαμάς, ένας παντρεμένος σε διάσταση με τη σύζυγό του και πατέρας ενός παιδιού.
Το πάντα παραδοσιακό λαϊκό είδωλο αρνείται να δεχτεί πως η κόρη του ερωτεύτηκε και έγινε ζευγάρι με έναν άνθρωπο που ο ίδιος όχι μόνο δεν ενέκρινε, μα επιπλέον θεωρούσε άτομο το οποίο κανείς από την οικογένειά του δεν θα έπρεπε καν να συναναστραφεί. Σύμφωνα με τον Πάνου, ο άντρας που είχε πλησιάσει την κόρη του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας «παντρεμένος άνθρωπος της νύχτας» που με τη συμπεριφορά του προσέβαλλε την οικογένειά τους με τον πιο προκλητικό τρόπο.
Είχε, βλέπετε, ό,τι ο Άκης Πάνου μισούσε. Πλησίαζε τα 30, ενώ η κόρη του είχε μόλις ενηλικιωθεί. Ήταν παντρεμένος και είχε ένα παιδί, την ώρα που η Ελευθερία δεν είχε καν εγκαταλείψει καν το πατρικό της σπίτι. Στα μάτια του, ο Γιαλαμάς ήταν ο λόγος που οι σχέσεις του με την κόρη του είχαν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα.
Η θέση του; Ξεκαθαρισμένη. Όπως και της μητέρας της. Αν εξακολουθούσε να βλέπει τον Σωτήρη, θα έπρεπε να ξεγράψει τους γονείς της…
Η επαναστατική φύση της Ελευθερίας την αναγκάζει να εγκαταλείψει ξαφνικά το πατρικό της ένα βράδυ του Μαΐου του 1997. Ο Άκης Πάνου, ο άνθρωπος που απέφευγε όσο ελάχιστοι του είδους του τη δημοσιότητα, δέχεται να «τσαλακώσει» την εικόνα του βαρύ αρσενικού που απέχει από οποιασδήποτε μορφής προβολή, έχοντας δεχτεί τα τηλεοπτικά συνεργεία στο σπίτι του στην Ξάνθη –όπου είχε μετακομίσει μόνιμα από το 1986- προκειμένου να μιλήσει για την «απαγωγή» της κόρης του.
Μέχρι σήμερα, κανείς δε μπορεί να ξεχάσει την εικόνα του καλλιτέχνη όταν καθόταν σε μία πολυθρόνα φορώντας τις πράσινες πιτζάμες του, αναζητώντας το παιδί του και ξεκαθαρίζοντας πως υποπτεύεται συγκεκριμένο πρόσωπο για την εξαφάνισή του.
Μόνο που η Ελευθερία δεν είχε εξαφανιστεί. Όλοι γνώριζαν πού βρισκόταν, κανείς όμως δεν σήκωσε το τηλέφωνο να ειδοποιήσει την οικογένειά της. Το 19χρονο κορίτσι είχε εγκαταλείψει το σπίτι του και φιλοξενούνταν στο διαμέρισμα του Γιαλαμά, κάτι που υποψιαζόταν η οικογένειά της και γνώριζαν οι δικοί του συγγενείς και οι γείτονές του. Αυτό ήταν και εκείνο που εξόργισε περισσότερο από όλα τον Άκη.
Η αντίστροφη μέτρηση για το φονικό ξεκινά
Μετά τη δημόσια έκκλησή του για την ανεύρεση την κόρης του, εκείνη τηλεφωνεί αμέσως στην αστυνομία για να ενημερώσει πως δεν επρόκειτο για απαγωγή, μα για συνειδητή απόφαση να μείνει με τον άνθρωπό της. Τηλεφώνησε, μάλιστα, και στον πατέρα της.
«Με πήρε να με ρωτήσει αν εγώ συναινώ στο να έχει σχέση με κάποιον άνθρωπο που εγώ κατά την κρίση μου πίστευα πως δεν είναι για εκείνη», δήλωσε αργότερα στις κάμερες ο Πάνου, με τον Γιαλαμά να εμφανίζεται κι αυτός τηλεοπτικά απαντώντας στις κατηγορίες του πατέρα της αγαπημένης του. Υποστήριξε πως ο Πάνου τον κατηγορούσε «για μπράβο της νύχτας» και πως δε μπορούσε να δεχτεί ότι δεν έχει εκδοθεί ακόμα το διαζύγιό του από την πρώην γυναίκα του.
Οι δηλώσεις του εξαγρίωσαν τον Άκη Πάνου. Η νεαρή δέχεται να επιστρέψει τελικά στο σπίτι της, όταν η μητέρα της στέλνει τον μικρό της αδερφό να τη φέρει πίσω, αρνείται όμως να διακόψει τον δεσμό της. Με το πατέρα της δεν τα πήγαινε πλέον καθόλου καλά.
Η μητέρα της, ενώ ήταν η πρώτη που έμαθε για τη σχέση της κόρης της με τον 29χρονο και αρχικά δεν είχε σταθεί εμπόδιο, πλέον είχε πάρει ξεκάθαρα το μέρος του συζύγου της. Η Ελευθερία ήταν μόνη.
«Κώδικας τιμής»
Ο Σωτήρης Γιαλαμάς αποφασίζει την 1η Αυγούστου του 1997 να επισκεφτεί μαζί με την αγαπημένη του την οικογένεια Πάνου στο σπίτι της για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Μια κατάσταση που «ξεκαθάρισε» με τρεις σφαίρες εναντίον του προερχόμενες από το 45άρι όπλο που ο γνωστός μουσικός κρατούσε ενθύμιο από το Ναυτικό.
Ο Άκης Πάνου κοιμόταν. Ξύπνησε από τις φωνές της γυναίκας του, όταν εκείνη διαπίστωσε πως μαζί με την κόρη τους είχε περάσει το κατώφλι του σπιτιού τους και ο «αγαπητικός» της – όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί ο πατέρας της Ελευθερίας.
Η μητέρα της θα δήλωνε λίγο αργότερα:
«Ο Άκης ήρθε μέσα και με άκουσε να φωνάζω: ‘’Έξω από το σπίτι μου αλήτη’’. Τότε έριξε μια με το πιστόλι στον τοίχο. Ψηλά. Ο Σωτήρης σηκώθηκε. Ο Άκης πήγε να καθίσει δίπλα στην Ελευθερία με το πιστόλι στο χέρι. Ο Σωτήρης πήγε προς τα έξω και ο Άκης τον ακολούθησε: ‘’Σου είπα να φύγεις. Φύγε’’.
Ο Σωτήρης μας χλεύαζε: ‘’Θα έχω και την κόρη σου και τη γυναίκα μου’’, έλεγε στον Άκη και ενώ προχωρούσε προς τα έξω, όλο γύριζε πίσω. ‘’Σωτήρη φύγε’’, του φώναζε η Ελευθερία. Κι ενώ ο Σωτήρης έφευγε, ο Άκης Πάνου πυροβολούσε στον αέρα. Γύρισε όμως ο Σωτήρης πίσω και ήρθε αντιμέτωπος με τον Άκη Πάνου. Η τελευταία σφαίρα τον βρήκε στο πρόσωπο. Είδαμε τον Σωτήρη να πέφτει κάτω».
Στο σπίτι βρισκόταν και ο μικρός γιος της οικογενείας.
Επρόκειτο για έγκλημα που «απαιτούσε» ο κώδικας τιμής του Άκη Πάνου.
«Κυκλοφορώ και με κοιτάζει λοξά ο κόσμος. Και ξέρω τι σκέφτεται. Σκέφτεται ότι αυτός ο κύριος μου πήρε την κόρη μου, τη σπίτωσε, τη γκάστρωσε και εγώ τι κάνω;», είχε εξομολογηθεί στον συνήγορο υπεράσπισής του, Αλέξανδρο Κατσαντώνη. Η μαρτυρία της συζύγου του θύματος, Βασιλικής Γιαλαμά, «δικαίωσε» τον εξαγριωμένο πατέρα:
«Με τον άνδρα μου διατηρούσαμε σχέσεις έως ένα δεκαήμερο πριν από τον φόνο, ενώ ήμασταν σε διάσταση. Όταν τον ρώτησα τι συνέβαινε με την Ελευθερία αφού είχα φύγει λόγω του δεσμού αυτού από το σπίτι μου απάντησε: Άστο. Δηλαδή, μη δίνεις σημασία. Γι’ αυτό δεν ξεκινήσαμε και το διαζύγιο, ενώ είχαμε πάει στην αρχή μια φορά στον δικηγόρο».
Έναν χρόνο αργότερα, στις 23 Μαρτίου του 1998 ο Άκης Πάνου κρίνεται ένοχος χωρίς κανένα ελαφρυντικό και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
«Ο κατηγορούμενος δεν πρόσφερε και ιδιαίτερα στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου, μόνο στα καλλιτεχνικά», ακούστηκε στο Δικαστήριο όσον αφορά στο ελαφρυντικό της προσφοράς του Άκη Πάνου στην πολιτισμική ζωή του τόπου, που πολλοί περίμεναν, ποτέ όμως δεν ήρθε. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε ο πρότερος έντιμος βίος.
«Πριν από δαύτους εγώ τον Άκη τον Πάνου τον έχω δικάσει. Και τον έχω καταδικάσει ισόβια, μην κουράζεσαι», είπε στον συνήγορο υπεράσπισής του πλήρως συνειδητοποιημένος.
«Τίναξα τη ζωή μου στον αέρα τσάμπα και βερεσέ»
Μιλώντας στις κάμερες μετά το έγκλημα που στιγμάτισε για πάντα την καλλιτεχνική –και όχι μόνο- πορεία του, εξομολογήθηκε:«Τίναξα τη ζωή μου στον αέρα τσάμπα και βερεσέ. Καταστράφηκα. Και σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης και σαν οικογενειάρχης». Αρνήθηκε ωστόσο να δηλώσει μετανιωμένος. Η φράση του «Δεν μετανόησα γιατί δεν εννόησα» έγραψε ιστορία και λέγεται μέχρι σήμερα.
Ο ίδιος είχε τη δική του εξήγηση για τη «συγγνώμη» που δεν ζήτησε ποτέ ούτε από την οικογένεια του θύματος ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου: «Λένε ‘’μετανοώ’’ αυτοί που εννοήσανε. Εγώ δεν εννόησα ότι σκότωσα τον Γιαλαμά. Εγώ πυροβόλησα να σηκωθεί να φύγει. Ανέβηκε τη σκάλα και την έφαγε. Πώς θα το καταλάβετε αυτό; Μπορείτε; Θέλετε να το καταλάβετε ή δε θέλετε;». Όπως υποστήριξε, η σφαίρα είχε εξοστρακιστεί, καθώς ο ίδιος ουδέποτε σημάδεψε το θύμα.
Ο δικηγόρος της οικογενείας Γιαλαμά, Βασίλης Καπερνάρος, σχολίασε από τη μεριά του στην κάμερα της «Μηχανής του Χρόνου»: «Δεν τον πυροβόλησε για να σκοτώσει εξαρχής. Ο Άκης Πάνου του έδωσε το πιστόλι και του λέει ‘’Κοίταξε να δεις, πρέπει να τελειώνουμε σήμερα. Κάποιος πρέπει να πυροβολήσει κάποιον’’.
Και όταν εκείνος του είπε ‘’Μα τι είναι αυτά, εγώ ήρθα εδώ να μιλήσουμε για άλλα πράγματα’’, τότε κατάλαβε ότι ο Σωτήρης Γιαλαμάς είχε άλλες προθέσεις για την κόρη του. Και πήρε το πιστόλι και το πέταξε στον καναπέ. Και το πήρε η σύζυγός του και προσπάθησε να σκοτώσει τον Γιαλαμά. Δύο φορές προσπάθησε να του ρίξει αλλά δεν ήξερε να απασφαλίσει.
Δε σας κρύβω ότι είχα κάνει αίτηση για το επεκτατικόν της κατηγορίας και στη σύζυγό του. Αλλά μου το αρνήθηκαν αυτό και είναι εύλογο διότι έπρεπε κάποιος να μείνει με τα τέσσερα παιδιά».
Με την κόρη του δεν αντάλλαξαν λέξη καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης. Εκείνη, έστρεψε το βλέμμα την προς τον πατέρα της, μόνο όταν το απαίτησαν οι δικαστές. Εκείνος, κόντεψε να καταρρεύσει όσο κι αν προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του.
«Είδα δυο ανθρώπους που λάτρευα να σκοτώνουν ό ένας τον άλλο», είπε στις κάμερες η 19χρονη η οποία τότε διένυε τον 8ο μήνα της εγκυμοσύνης της. Ήθελε να στραφεί νομικά εναντίον και των δύο γονιών της για το κακό που της είχαν κάνει. Όταν, όμως, το παιδί της είχε έρθει στον κόσμο, θα δήλωνε ξανά στα τηλεοπτικά συνεργεία: «Νιώθω άσχημα απέναντι στον πατέρα μου που είχε δίκιο και δεν τον άκουσα».
Ωστόσο, άνθρωποι που γνώριζαν τον Γιαλαμά είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για εκείνον. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση γειτόνισσάς του στα «Νέα»:
«Ήταν το καλύτερο παιδί. Τελευταία δούλευε οδηγός και παράλληλα έκανε και άλλες δουλειές. Μέχρι και καρπούζια πουλούσε για να βγάζει τα προς το ζην. Πρέπει να ήταν τρελός αυτός που τον σκότωσε. Ζούσε ήσυχα τους τελευταίους μήνες, με την Ελευθερία στο σπίτι του. Την αγαπούσε πολύ. Κρίμα για αυτό που έγινε».
Το «λαχείο»
Η φυλακή έμοιαζε μονόδρομος για τον δημιουργό των επιτυχιών. Η μοίρα του Άκη Πάνου, όμως, δεν τον ήθελε πίσω από τα κάγκελα.
Ο μεγάλος Έλληνας μουσικός βρέθηκε από τις φυλακές της Κομοτηνής σε αυτές του Κορυδαλλού και από εκεί στο νοσοκομείο «Τζάνειο», όπου του ανακοινώθηκε πως είχε χτυπηθεί από τον καρκίνο. Η χειρουργική επέμβαση κρίνεται απαραίτητη, δεν του εξασφαλίζει όμως την ίαση στην οποία όλοι ήλπιζαν. Όλοι εκτός από τον ίδιο, ο οποίος χαρακτήρισε την ασθένειά του ως «λαχείο».
Πριν την άνοιξη του 1998 μπαίνει στο χειρουργείο και αφήνεται ελεύθερος, λόγω της μη αναστρέψιμης κατάστασης της υγείας του.
Ο Άκης Πάνου έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, έχοντας συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με τον «κώδικα τιμής» των ανδρών μιας άλλης εποχής. Τρεις μέρες αργότερα, κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο Καλλιθέας.
Μέχρι σήμερα, τον «κυνηγά» ο φόνος του Σωτήρη Γιαλαμά, για τον οποίο κανείς δεν βρέθηκε να πει κακή κουβέντα πέρα από την οικογένεια της Ελευθερίας…
απιαστος ο πανου σαν συνθετης. και μην ξεχναμε οτι και αυτος την ηξερε την νυχτα και μπορουσε να καταλαβει τι ρολο παιζει ο καθενας και οι ανθρωποι της νυχτας την ημερα ειναι σαν τους καθημερινους πολιτες χωρις υποψιες το βραδυ ομως αλλαζουν
Tιμη και δόξα στον κορυφαίο στιχουργό και συνθέτη του λαϊκού μας τραγουδιού.