Στις θεωρίες των κλασικών πολιτικών οικονομολόγων για την οικονομική ανάπτυξη, ο κίνδυνος μιας (γενικευμένης) επισιτιστικής κρίσης παρουσιάζεται ως ένα «σκοτεινό» αλλά πιθανό ενδεχόμενο. Σύμφωνα με την πολιτική οικονομία των Adam Smith, David Ricardo, Thomas Robert Malthus αλλά και του Karl Marx, οι οικονομικές διακυμάνσεις ενδέχεται να μετατραπούν σε διατροφικές κρίσεις, ειδικά όταν πολλαπλασιαστούν τα προβλήματα στον πρωτογενή τομέα. Πιο συγκεκριμένα, στον Malthus, η χαμηλή κατά κεφαλήν προσφορά αγροτικών προϊόντων, λόγω και της δημογραφικής μεγέθυνσης, ενδέχεται να εξωθήσει ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού στον υποσιτισμό. Η λεγόμενη «μαλθουσιανή παγίδα» μας υπενθυμίζει τη σημασία της διατροφικής επάρκειας για την αποφυγή «γενικευμένων λιμών». Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, με ρυθμούς αύξησης 250.000 ατόμων την ημέρα, σκιαγραφεί την συμπίεση που ασκεί η δημογραφική μεγέθυνση στην διαθεσιμότητα των τροφίμων.
Στο επίπεδο αυτό, η ενεργειακή κρίση (2022), που ακολούθησε την κρίση της πανδημίας (2020), φαίνεται πως δημιουργεί σημαντικές ασυνέχειες στην αγροτική παραγωγή λόγω του αυξημένου κόστους και της έλλειψης σημαντικών εισροών στον πρωτογενή τομέα. Πλέον και ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, πέρα από τις δραματικές συνέπειες του, αναμένεται να υπονομεύσει ακόμη περισσότερο τη διατροφική επάρκεια. Επόμενα, τα ερωτήματα που προκύπτουν από τη συγκυρία είναι «ανοικτά». Πώς συνδέεται η διατροφική ασφάλεια με τις τάσεις από-παγκοσμιοποίησης της διεθνούς οικονομίας; Λειτουργεί ο πόλεμος ως ο καταλύτης ενός «αναπόφευκτου λιμού» και τέλος, πόσο σημαντική, και επίκαιρη, είναι η διαμόρφωση ενός παραγωγικού υποδείγματος που να εγγυάται τη διατροφική ασφάλεια;
Από την «τέλεια καταιγίδα» στην από-παγκοσμιοποίηση
Η «τέλεια καταιγίδα», που ξέσπασε στην διεθνή οικονομία μετά το αποκορύφωμα της πανδημικής κρίσης, βρίσκεται πλέον σε πλήρη εξέλιξη και προκαλεί σειρά πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων καθώς ξεδιπλώνεται. Αναμφίβολα, βρισκόμαστε, στο μεταίχμιο μιας νέας φάσης της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και στη διαμόρφωση ενός μάλλον «θολού» τοπίου. Κύριο γνώρισμα της φάσης αυτής είναι η αβεβαιότητα, η οποία φαίνεται πως μεταστρέφεται σε δομική ιδιότητα της «οικονομίας της αγοράς». H εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εντείνει ακόμα περισσότερο την αβεβαιότητα, λόγω και του ρόλου των συγκεκριμένων οικονομιών στην διεθνή οικονομική αλυσίδα. Έτσι, οι φωνές που μιλούν για μια νέα φάση από-παγκοσμιοποίησης (de-globalisation) πληθαίνουν. Σημαντικοί οικονομολόγοι, όπως ο Paul Krugman, κάνουν λόγο για ένα δεύτερο, μετά το 1914, κύμα από-παγκοσμιοποίησης της διεθνούς οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, μια εντεινόμενη αποπαγκοσμιοποίηση, η οποία επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενδέχεται να αποδιαρθρώσει το διεθνές εμπόριο και να οξύνει τις ανισότητες μεταξύ των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών. Επόμενα, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί πως δύναται να τεθεί σε κίνδυνο, σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη, η διατροφική επάρκεια αλλά και να υποχωρήσει η τάση άμβλυνσης των διατροφικών ανισοτήτων. Άλλωστε, την ίδια ώρα που ένα σημαντικό τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού έχει εξωθηθεί στον υποσιτισμό, το 17% περίπου των τροφίμων που καταναλώνεται παγκοσμίως καταλήγει στα απορρίμματα. Σύμφωνα με την έκθεση Food Waste Index 2021, το 2019, περίπου 931 εκατομμύρια τόνοι τροφίμων δεν καταναλώθηκαν. Σύμφωνα με τους σχετικούς υπολογισμούς του ΟΗΕ, το 8-10% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (greenhouse gas emissions) παράγεται από τρόφιμα τα οποία δεν καταναλώνονται. Την ίδια ώρα, το 2019 το 19.3% από τα 3.8 δισ. ανθρώπων σε 76 χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (low-and-middle income countries) παρέμεινε διατροφικά ανασφαλές, δηλαδή χωρίς πρόσβαση σε επαρκή τροφή για μια ενεργή και υγιή ζωή. Ουσιαστικά, το 2019, πριν από την διττή (πανδημική και ενεργειακή) κρίση, το 9% του παγκόσμιου πληθυσμού υποσιτιζόταν. Άλλωστε, ήδη από το 2014 το ποσοστό του πληθυσμού που υποσιτίζεται είχε αρχίσει να αυξάνεται επιτείνοντας την διατροφική ευθραυστότητα.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως καταλύτης μιας επισιτιστικής κρίσης;
Στο επίπεδο αυτό, ο πόλεμος μπορεί να αποτελέσει την πλημμυρίδα μιας διατροφικής κρίσης. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν, δήλωσε τον Μάρτιο ότι «μπαίνουμε σε μια άνευ προηγουμένου επισιτιστική κρίση» σημειώνοντας ότι ο πόλεμος «δημιουργεί προβλήματα στις χώρες να προμηθεύονται σιτάρι και γενικότερα δημητριακά». Πράγματι, η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου και λιπασμάτων στον κόσμο και ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου. Από κοινού με την Ουκρανία, αντιπροσωπεύουν περίπου το 1/3 των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, το 1/5 των εξαγωγών αραβόσιτου και τα 4/5 των εξαγωγών ηλιέλαιου. Έτσι, το ενδεχόμενο ενός παρατεταμένου πολέμου (αλλά και επιπρόσθετων κυρώσεων στη Ρωσία) ενδέχεται να οξύνει ακόμα περισσότερο την πλευρά της προσφοράς (supply side) και να εκτροχιάσει τις τιμές της ενέργειας και των αγροτικών εμπορευμάτων. Πιο συγκεκριμένα, η μείωση της παραγωγής/προσφοράς αζωτούχων λιπασμάτων, που βασίζονται στο φυσικό αέριο μπορεί να αποτελέσει πλήγμα στην αγροτική παραγωγή. Η αύξηση των τιμών σε ζωοτροφές, λιπάσματα αλλά και στις εισροές ενέργειας αναμένεται να αυξήσει το κόστος παραγωγής, μειώνοντας την προσφορά και αυξάνοντας τις τιμές των τελικών εμπορευμάτων. Ήδη, η αύξηση του κόστους προμήθειας των ζωοτροφών έχει μεταφραστεί σε πολύ υψηλές τιμές κρέατος (βλ. Πίνακα 1). Από την άλλη, μια ενδεχόμενη μη σπορά στην Ουκρανία ενδέχεται να επιφέρει κίνδυνο έλλειψης σιτηρών, επηρεάζοντας τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, την ευρύτερη περιοχή της Αφρικής. Παράλληλα, η ξηρασία στην Ινδία, και ο ενδεχόμενος περιορισμός της εξαγωγής σιτηρών, μπορεί να επιτείνει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα της διαθεσιμότητας σιτηρών. Πρόδηλα, η μείωση της προσφοράς τροφίμων αναμένεται να επηρεάσει, σε ένα αρχικό επίπεδο, εκείνες τις περιοχές του πλανήτη που καταγράφουν μια διατροφική ευθραυστότητα.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι οικονομικές προκλήσεις της πανδημίας είναι ακόμα «ανοικτές». Τα εξαιρετικά σκληρά lockdowns στην Κίνα (βλ. Σαγκάη) αναμένεται να εντείνουν την πίεση στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα οξύνοντας το μεταφορικό/αποθηκευτικό κόστος των επιχειρήσεων που εδρεύουν στη χώρα. Άλλωστε, ήδη καταγράφονται ανησυχίες για καθυστερήσεις και ελλείψεις στις εισαγωγές κινέζικων ηλεκτρονικών ειδών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι μια ενδεχόμενη όξυνση της διατροφικής κρίσης δεν θα κατανεμηθεί ισόρροπα μεταξύ των διαφόρων περιοχών του πλανήτη. Άλλωστε, τα 728 εκ. άνθρωποι που θεωρήθηκαν ως διατροφικά ανασφαλείς το 2019 παρουσιάζουν μια άνιση χωρική κατανομή με το υψηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στην υποσαχάρια Αφρική, όπου το 22.5% του πληθυσμού ταυτοποιήθηκε ως διατροφικά ανασφαλές. Στο πλαίσιο αυτό, ο δεύτερος από τους 17 στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, που αναφέρεται στην εξάλειψη της παγκόσμιας πείνας μέχρι το 2030 φαίνεται πως αποτελεί μια μάλλον μακροπρόθεσμη πρόκληση.
Διατροφική αυτάρκεια και Ελλάδα
H ελληνική οικονομία διήλθε/διέρχεται από μια «τριπλή κρίση»: τη δημοσιονομική κρίση του 2008, την πανδημική κρίση του 2020 και την ενεργειακή κρίση του 2022. Στο επίπεδο αυτό η ανθεκτικότητα της έχει δεχτεί σημαντικά πλήγματα στον βηματισμό της προς την ανάκαμψη. Η «πληθωριστική κρίση» είναι εξαιρετικά ισχυρή και δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τον βηματισμό αυτό καθώς ο πληθωρισμός έχει ξεπεράσει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες (Απρίλιος 2022, ετήσιος πληθωρισμός 10.2%). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. oι ομάδες εμπορευμάτων που καταγράφουν τη σημαντικότερη αύξηση είναι της στέγασης (35.2%) -λόγω της αύξησης των τιμών σε ενοίκια κατοικιών, είδη επισκευής και συντήρησης κατοικίας, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης– των μεταφορών (15.4%) και της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (10.9%). Ειδικότερα, στην ομάδα των ειδών διατροφής τα αγαθά που παρουσιάζουν την σημαντικότερη αύξηση είναι αυτά που καταγράφονται στον Πίνακα 1:
Πίνακας 1 Μεταβολές τιμών σε βασικά είδη διατροφής από τη σύγκριση δεικτών Απρίλιος 2021- Απρίλιος 2022 (Πηγή ΕΛ.ΣΤΑΤ.) |
|
Έλαια και λίπη |
22% |
Λαχανικά |
13.8% |
Γαλακτοκομικά και αυγά |
11.7% |
Φρούτα νωπά |
8.6% |
Ψωμί και δημητριακά |
10% |
Κρέατα (γενικά) |
14.1% |
Ακόμα και στα φρούτα/λαχανικά, που η ελληνική οικονομία παρουσιάζει υψηλή αυτάρκεια, η αύξηση του κόστους των εισροών καταλήγει σε εξαιρετικά υψηλές τιμές ράφι. Αναμφίβολα, η σημαντική αύξηση των τιμών στις τιμές τις ενέργειας και στα βασικά είδη διατροφής συρρικνώνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Αναμφίβολα η συρρίκνωση αυτή ενδέχεται να μεταφραστεί σε αυξημένη υλική στέρηση οξύνοντας τον κίνδυνο φτώχειας. Ήδη από το 2020, το βάθος (χάσμα) του κινδύνου φτώχειας αυξήθηκε από το 27% (2019) στο 27.3% (2020). Άλλωστε, ήδη από το 2020, δηλαδή πριν από την εντυπωσιακή αύξηση του πληθωρισμού, η μέση ετήσια δαπάνη μειώθηκε κατά 10% προσεγγίζοντας τα 15.982 ευρώ.
Ο «τρόμος του πληθωρισμού» έχει ανοίξει εκ νέου τη συζήτηση για την αυτάρκεια σε τρόφιμα που έχει (ή θα πρέπει να έχει) η ελληνική οικονομία. Επιχειρώντας μια πρωτόλεια εκτίμηση της αυτάρκειας του αγροδιατροφικού τομέα θα αξιοποιήσουμε τα διαθέσιμα δεδομένα του Food and Agriculture Organisation of the United Nations (FAO) και θα χρησιμοποιήσουμε έναν απλό δείκτη αυτάρκειας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς προκύπτουν τα παρακάτω δεδομένα, τα οποία βέβαια θα πρέπει να ληφθούν ως ενδεικτικές τάσεις:
Πίνακας 2 Κατανομή βασικών ειδών τροφίμων σύμφωνα με τον δείκτη αυτάρκειας 2010-2011| 2018-2019 (Πηγή: FAO, ίδια επεξεργασία) |
|||
Κατηγορία |
Προϊόντα |
2010-2011 |
2018-2019* |
Σιτηρά |
Σιτάρι και προϊόντα |
79.4% |
62,2% |
Κριθάρι και προϊόντα |
56.6% |
77,9% |
|
Αραβόσιτος και προϊόντα |
83.4% |
60,8% |
|
Βρώμη |
89.8% |
87,1% |
|
Άλλα δημητριακά |
40% |
41,7% |
|
Λαχανικά & Όσπρια |
Πατάτες και προϊόντα |
78.1% |
59,7% |
Όσπρια |
56.7% |
90,8% |
|
Ξηροί καρποί |
73.5% |
77,8% |
|
Τομάτες και προϊόντα |
115.7% |
118,3% |
|
Λαχανικά |
106.9% |
117,3% |
|
Κρέας, αυγά & Γάλα |
Αρνίσιο και κατσικίσιο κρέας |
95.4% |
100,6% |
Χοιρινό |
28.3% |
25.9% |
|
Πουλερικά |
72.8% |
84% |
|
Αυγά |
92.8% |
81,1% |
|
Γάλα |
66.2% |
74,9% |
* Τα διαθέσιμα δεδομένα φθάνουν μέχρι το 2019 και μπορούν να θεωρηθούν προσωρινά
Σύμφωνα με τον Πίνακα 2, στο διάστημα 2010-2011 και 2018-2019 η αυτάρκεια της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων και βελτιώθηκε σε άλλες. Σημαντική επιδείνωση καταγράφεται στα σιτηρά, με εξαίρεση το κριθάρι. Στην κατηγορία των λαχανικών-οσπρίων καταγράφεται από σχετική (Όσπρια 90.8%) μέχρι υψηλή αυτάρκεια (Τομάτες 118.3% και Λαχανικά 117.3%). Βέβαια, στις πατάτες (59.7%) η αυτάρκεια είναι χαμηλή και μάλιστα επιδεινώθηκε στο διάστημα 2010-2011 και 2018-2019. Στην κατηγορία των προϊόντων της κτηνοτροφίας η αυτάρκεια σε χοιρινό είναι εξαιρετικά χαμηλή (25.9%), στα αυγά είναι χαμηλή (81.1%) όπως και στο γάλα (74.9%) παρά τη βελτίωση που καταγράφηκε στο διάστημα 2010-2011 και 2018-2019.
Κατά την ίδια περίοδο αναφοράς παρουσιάζεται χαμηλή αυτάρκεια στο σιτάρι, και στα προϊόντα που σχετίζονται με αυτό (62.2%), αλλά και στο καλαμπόκι (60.8%). Με βάση τα δεδομένα αυτά η ελληνική οικονομία μοιάζει εκτεθειμένη στις εξωγενείς κρίσεις. Η ουκρανική κρίση αναμένεται να προκαλέσει ασυνέχειες στη διαθεσιμότητα σιτηρών στη χώρα μιας, καθώς μόνο τον Φλεβάρη 2022, οι εισαγωγές σιτηρών και σμιγαδιών από την Ουκρανία ανήλθαν στα 10.172.170 κιλά ενώ τον Γενάρη οι εισαγωγές ηλιέλαιου προσέγγισαν τα 2.145.000 κιλά. Πρόδηλα λοιπόν, οι ασυνέχειες αυτές, ενδέχεται να μεταφραστούν σε ακόμα υψηλότερες τιμές σε συναφή προϊόντα (π.χ. άλευρα, ψωμί κ.α.). Το στοιχείο αυτό τεκμηριώνει την ανάγκη ανασυγκρότησης του αγροδιατροφικού συστήματος με κύριο στόχο τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και έναν γενικότερο ανασχεδιασμό της γεωργικής πολιτικής, παρότι, ειδικά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ευρωπαϊκή γεωργία αποτέλεσε τον «μεγάλο ηττημένο» του Ταμείου Ανάκαμψης. Όπως είχε επισημάνει και ο Χ. Κασίμης (2020), σημαντική συνθήκη για την βιωσιμότητα της αγροτικής παραγωγής είναι η αύξηση της ρευστότητας και των κεφαλαίων κίνησης για την χρηματοδότηση εκείνων των επενδυτικών σχεδίων που θα επιταχύνουν την προσαρμογή της αγροτικής παραγωγής τόσο στην ψηφιακή όσο και στην πράσινη μετάβαση.
Προς έναν ανοικτό επίλογο
Αναμφίβολα, όπως και η πανδημία, η ουκρανική κρίση αποτελεί ένα εξωγενές σοκ στη λειτουργία του εγχώριου οικονομικού συστήματος, αποτελώντας έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα της «τέλειας καταιγίδας». Τα προβλήματα στην πλευρά της προσφοράς (περιορισμοί βασικών ειδών διατροφής, αύξηση των τιμών των τροφίμων, αναταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες) αναμένεται να επιταχύνουν την ενεργοποίηση εστιών ύφεσης, ιδιαίτερα εκεί όπου οι ανισότητες είναι ιδιαίτερα οξυμένες. Αναμφίβολα, η πολλαπλότητα των ανισοτήτων μπορεί να αποτελέσει την αιτία για μια δυσμενή/ετεροβαρή κατανομή των συνεπειών της κρίσης την οποία επιταχύνει ο πόλεμος. Για την αποφυγή μιας «διατροφικής κρίσης» και στην Ελλάδα απαιτείται μια αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία να έχει στον πυρήνα της ένα βιώσιμο και διατηρήσιμο παραγωγικό υπόδειγμα. Μέχρι τότε, τα ερωτήματα που τέθηκαν στην εισαγωγή του παρόντος σημειώματος θα παραμένουν (βασανιστικά) «ανοικτά». Σε κάθε περίπτωση, ειδικά για την Ελλάδα, θα πρέπει να αναγνωριστεί ο κρίσιμος ρόλος της γεωργίας για την ανασυγκρότηση της χώρας αλλά και για την αποτελεσματική λήψη μέτρων που σχετίζονται με την βελτίωση της αποδοτικότητας των παραγωγικών πόρων, πάντα υπό τον περιορισμό της άμβλυνσης των συνεπειών της περιβαλλοντικής κρίσης.