Απ’ του Λαζάρου ως την Ανάσταση έθιμα Μικράς Ασίας

Κοινοποίηση:
ΕΘΙΜΑ

Οι γιορτές του Πάσχα, έχουν αναμφισβήτητα το πιο έντονο θρησκευτικό χρώμα από όλες τις ελληνικές γιορτές. Προηγείται η λιτή περίοδος προετοιμασίας, η Σαρακοστή με τη νηστεία, τους Χαιρετισμούς, τον ψυχικό, ηθικό και σωματικό εξαγνισμό των ανθρώπων.  Ουσιαστικά, οι Πασχαλινές γιορτές αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου και κορυφώνονται το Νιότριτο (Τρίτη της Διακαινησίμου) ή ακόμη και την παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής.

Στη Μικρά Ασία, η Λαμπρή γιορταζόταν με ευλάβεια, κατάνυξη και μεγαλοπρέπεια. Τα έθιμα είναι πολλά και διάφορα. Πολλά από αυτά διατηρούνται μέχρι σήμερα στους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, επειδή συνδέονται άμεσα με τη θρησκεία.

Σήμερα θα παρακολουθήσουμε διάφορα από τα έθιμα αυτά, όπως μας τα περιγράφει στο βιβλίο του “Θεμέλια του πολιτισμου μας” ο συμπολίτης μας, απόγονος Μικρασιατών Παρασκευάς Συριανόγλου.

***

“Η κυρία Αγγέλα, νοιάζεται για αύριο που΄ναι του Λαζάρου και για την Κυριακή. Βάζει τις δουλειές στην αράδα, μα το μυαλό σταματά στη Μεγάλη Πέμπτη. Γιο, εγγόνια και νύφη θα τους γεμίσει αγκαλιές και φιλιά κι ας λένε πως τέτοιες μέρες δεν κάνει να φιλιούνται.

Μάνα και κόρη τελείωσαν από χτές τ΄ασπρίσματα και τα συμμαζέματα. Έκαναν ασβεστώματα που ξεχωρίζουν όπως πάντα σε χρώματα και σχέδια. Ξεχείλισε ο τόπος από άσπρο και λουλακί. Άσπρα ντουβάρια με κορδέλες θαλασσιές, τα παρτέρια, τα μπεντένια ένα γύρω, ακόμα κι οι πέτρες που’ ναι στημένες στην άκρη του κήπου κι αυτές θαμπώνουν τα μάτια και στις άσκαφτες άκρες των διπλανών χωραφιών, δίχρωμα λαλεδάκια 1 – άσπρα και ρόζ – καμαρώνουν στον ήλιο σαν κομψοτεχνήματα από προσερλάνη και φίλντισι.

Τώρα είναι και οι δυο πίσω στο πεντακάθαρο χαρούμι 2 . Φουρνίζουν τα λαζαράκια, θέλουν να ‘ναι έτοιμα πριν νυχτώσει και ο Κωνσταντής που σήμερα γύρισε νωρίς απ΄τη δουλειά, ξεκουράζεται, ρουφά  τον καφέ του κάτω από τη μεγάλη πιπεριά έχοντας μπροστά και γύρω του άλικα χρώματα.

Σαν οι γυναίκες απόκαμαν τις δουλειές, κάθισαν και ‘κείνες να ξαποστάσουν. Η φωνή της Βαγγελίας της γειτόνισσας ακούγεται γλυκιά, λυπητερή. Λέει το μοιρολόι της Παναγιάς -την Αγία Σαρακοστή-  αφού τέτοιες μέρες δεν χωράνε τραγούδια και χάχανα. Η κόρη φέρνει το ούζο στον πατέρα με νηστίσιμα μεζεδάκια και η μάνα σιγομουρμουρίζει το λυπητερό σκοπό της γειτόνισσας και συλλογάται. Παίρνει με την αράδα τις μέρες. Από αύριο το πρωί, Κυριακή των Βαίων, μετά τη λειτουργία θα ξεχυθεί το παιδομάνι της φασαρίας στα σοκάκια της πόλης και με τις πλουμιστές ροκάνες στα χέρια, όπως κάθε χρονιά θα τραγουδήσουν τα κάλαντα.

Βάγια Βάγια τω Βαγιώ τρώνε ψάρι και κολιό

και την άλλη Κυριακή τρώμε το ψητό τ’ αρνί.

 

Μια φορά το χρόνο ακούγονται τα κροταλίσματα απ΄τις ροκάνες τις ξομπλιαστές που με περίσσεια χάρη έχουν φτιαχτεί. Μικρές, μεγάλες, ξύλινες, τενεκεδένιες ή και κοκάλινες, ανάλογα με την παραδοσακούλα καθενός . και απάνω έχουν σκαλισμένους δικέφαλους και σημαίες ελληνικές, καράβια και σταυρούς κι ένα σωρό άλλα σχέδια, σύμβολα νίκης και λευτεριάς. Παρέες-παρέες τα παιδιά θα μπουν στα σπίτια χωρίς να ρωτούν, τραγουδώντας, παίζοντας τις ροκάνες και τινάζοντας κλαδί βάγιας μέσα σεκάθε σπιτικό λέγοντας:

 

Όξω ψύλλοι και κοριοί. Ήρθε η Άνοιξη η καλή.

 

Σαν θα τελειώσουν, οι ροκάνες θα μπουν στο εικονοστάσι. Εκεί είναι η θέση τους. Είναι ευλογημένες, αφού αυτές κάθε χρόνο δίνουν το μήνυμα του ερχομού της Άνοιξης μα και της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.

 

Στο μεσημεριανό τραπέζι όλες οι νοικοκυρές θα σερβίρουν ψάρι. Με χίλιους τρόπους θα μαγειρευτεί, κάθε μέγεθος και από κάθε μιλέτι.

 

Θα γεμίσουν οι νταβάδες τσιπούρες και καλκάνια πλακί. Στα τηγάνια θα σπαρταρίσει η χοντρή – σαν στηλιάρι – γόπα και μέσα στους τενζερέδες τα φρέσκα χταπόδια και τα καλαμαράκια θα γίνουν μεζέδες φανταστικοί και δύο φορές νόστιμοι αφού μετά από την αυστηρή νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής είναι μια πρόκληση στις πιότερες αισθήσεις.

Συλλογάται η κυρά Αγγέλα μα ο νους της δεν ξεφεύγει απ’ το φούρνο.

-Άντε κόρη μ’ τα Λαζαράκια θα ‘ ναι έτοιμα, μην ξεχαστούμε και τα κάψουμε.

Η κόρη πήρε το καλπούρι 3 , έστρωσε μέσα ένα υφαντό πεσκίρι και πήγε με τη μάνα πίσω στο χαρούμι. Άνοιξε εκείνη τη μπούκα του φούρνου, ξεχύθηκε μοσχοβολιά που έσπαγε τη μύτη. Με καμάρι ξεφούρνιζε η μάνα και η κόρη θαύμαζε τα ψημιθευτά λαζαράκια με το τσεμπέρι και τα σαβανα. Μετακίνησε προσεχτικά τα ψωμιά μεσα στο φούρνο -ήθελαν περίπου μια ώρα ακόμα να ψηθούν -κι ύστερα τον έκλεισε και τον σταύρωσε με το φτυάρι τρεις φορές.

-Έλα τώρα Μαγδάλη, βάλε στην πιατέλα τέσσερα πέντε λαζαράκια και πάγαινέ τα δίπλα που έχουν παιδιά και άλλα τόσα στη θεία τη Μαριγώ, ‘κείνο που πάθαμε την πρώτ’ Τετράδ’ τση Σαρακοστής δε θα το ξαναπάθουμε.

-Τι πάθαμε βρε μάνα; Ρώτησε με μια παράξενη απορία η κόρη.

-Ούλο το βράδ΄ έβλεπα πεθαμέν’ στον ύπνο μ’ και ήταν που δεν μοιράσαμε πίτες. Να τα προσέχεις τούτα κόρη μ’ και να κρατάς τ’ αντέτια μας.

Το ‘χε βάρος η κυρά που δεν ζύμωσε πίτες την πρώτη Τετάρτη της Σαρακοστής. Κάθε χρόνο τις φτιάχνει από ζύμη συνηθισμένη, σφραγίζει με το δικέφαλο και τις πασπαλίζει με σουσάμι καβουρντισμένο, μετά τις κόβει κομμάτια, τις περιλούζει με γκιουμ-μπαλί 4 ή πετιμέζι και τις μοιράζει στα γνωστά σπίτια για να συγχωρεθούν οι ψυχές των νεκρών.

Θυμάται η κυρά Αγγέλα. Και τι δε θυμάται.

Το πιο όμορφο Λαζαράκι το ‘χε κάνει τότε που ήταν αρραβωνιασμένη. Ήταν εκείνο που έστειλε στην πεθερά της. Τι ξόμπλια και τι στολίδια, ούτε ο καλύτερος ταλιαδόρος 5 της Σμύρνης δεν την έφτανε.

Απόψε όλοι θα ‘ναι παρόντες στον εσπερινό κι όλοι πολύ πρωί στη λειτουργία για να πάρουν απ’ το χέρι του παπά τα βάγια και να ευχηθούν. Ατμόσφαιρα κατανυκτική σαν όλους τους εσπερινούς. Ο παπα Σιμιτζής δεν πατά στη γη. Όλοι ζουν στιγμές θρησκευτικού μεγαλείου. Μονάχα η κυρά Αγγέλα είναι και δεν είναι εδώ. Για πρώτη φορά δεν τις ζει τούτες τις στιγμές. Στο άλμπουμ του μυαλού της τοποθετεί φωτογραφίες που δεν έχουν τελειωμό.

Κυριακή των Βαίων αύριο. Μεγάλη γιορτή. Δοξάζεται ο γιος  του Θεού. Θα τον δοξάσουν όλοι οι πιστοί στην εκκλησία κι ύστερα θα ξεχυθούν στα σοκάκια και στους μαχαλάδες της πολιτείας όλα τα παιδιά, Γαβριάδες όμορφοι που θα φέρουν και ‘κείνοι με το δικό τους τρόπο το μήνυμα της επίγειας δόξας του Θεανθρώπου.  Βλέπει το μεσημεριανό τραπέζι στρωμένο με τον πλούτο της θάλασσας, αλλάζει σελίδα και μονολογεί. “Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα. Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφθη. Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη. Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη. Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί. Μεγάλο Σάββατο, ο Χριστός στον τάφο. Μεγάλη Κυριακή, Χριστός Ανέστη χριστιανοί.”

Πιάνει τον εαυτό της να μην  μπορέι να παρακολουθήσει και να νιώσει τίποτα από την όμορφη ψαλμωδία. Για μια στιγμή νιώθει να την κοιτά ο Αη Γιώργης αγριεμένος. Σταυροκοπιέται. “Ήμαρτον  Θεέ μου, κολάστηκα”. Προσπαθεί μα όμως πάλι τα ίδια. Το πρωί της Μεγάλης Τρίτης μόλις που θα βγαίνει ο ήλιος θα περάσουν τ’ αρνιά, ολάκερο κοπάδι. Η ίδια θα βγει στο δρόμο να διαλέξει το πιο όμορφο κουργιούκι 6. Θα το δέσει στο ντάμι 7,θα του βάψει τη ράχη κόκκινη, θα του βάλει και κόκκινη κορδέλα στο λαιμό, θα το περιποιείται μέχρι το μεγάλο Σάββατο. Χασίλι, διαλεχτά αγριόχορτα μα και λίγο κριθάρι χοντροαλεσμένο. Θα το ταίζει κάθε μέρα και θα το ποτίζει γαλατιά.

Μεγάλη Τετάρτη. Σταυροκοπιέται ξανά. Τούτη τη μέρα θα νηστέψουν όλοι . και τα μωρά παιδιά το γνωρίζουν πως μονάχα νερό θα πιούν. Μονάχα οι άρρωστοι δεν κρατάνε τούτη τη νηστεία, αν και τα τελευταία χρόνια αρχισε να χαλά ο κόσμος, ξεφεύγει απ΄τον δρόμο του Θεού. Τα δείχνει Εκείνος τα σημάδια του μα αδιαφόρετα. Φυσικά φαινόμενα λένε οι γραματιζούμενοι. Πέρυσι πέρασε ‘κείνο τ’αστέρι της συμφοράς, το Ακάθαρτο διαμόνιο. Γέμισαν οι εκκλησιές και τα τζαμιά κόσμο. Χριστιανοί και άπιστοι γονατιστοί παρακαλούσαν να μη φτάσει συμφορά. Λιτανείες σ΄όλες τις εκκλησίες, όλοι κοντά στο Θεό.  Ένας χρόνος πέρασε από τότε και το κακό δεν έπεσε. Φυσικό φαινόμενο έλεγε και ο δάσκαλος. Πέρασε λέει ο κομήτης του Χάλευ! Περνά κάθε 75 χρόνια, μα οι πολλοί ακόμα φοβούνται.

Στην κουζίνα μάνα και κόρη βάλθηκαν να ετοιμάσουν το μεσημεριανό φαγητό. Μεγάλη Πέμπτη σήμερα – Μυστικός Δείπνος – δεν νηστεύουν το λάδι γι΄αυτό τα τενζερέδια θα λαδωθούν αλλά μονάχα μια φορά, ύστερα από το Πάσχα.

-Μαγδάλη, καθάρισε κόρη μ΄τα χταπόδιια εσύ κι εγώ θα πάγω να βγάλω κάμποσα γιαπρακόφυλλα απ’ την άρμη, λωλαίνεται η Βασίλης μας για γιαπράκια.

-Το χταπόδ΄μάνα θα το κάνουμε με το ρύζ’ ;

-Όχι κόρη μ’, ούλο ρύζια θα τρώμε; Γιαχνί θα το κάνουμ’ να πιούν οι άντρες κάνα κρασί.

Οι κουβέντες έδιναν κι έπαιρναν κι έπαιρναν. Στρώθηκε το τραπέζι για μεσημεριανό, μύρισε ο ντουνιάς. Ανάμεσα στα δυο εγγόνια η νενέ. Δεν είχε ανάγκη να γεμίσει το στομάχι. Τα μάτια κι η ψυχή της ήθελε να χορτάσουν από τούτη την ευτυχία.

-Άντε γιαβρουδάκια 9 μ΄ να φάτε ούλο το φαί σας κι ύστερα θα βάψουμε τ΄αυγά. Εσάς περίμενα να τα βάψουμε ματζί. Τώρα μόλις θα τελειώσουμ’  θα τα βάλουμε μπρος, γιατί το βράδυ θα ν’ αργά για τέτοιες δουλειές.

Η νενέ κρατά μια μεγάλη τσανάκα γεμάτη αυγά. Έφερε κι ένα μικρό τσανακάκι που ‘χει μέσα καμιά δεκαριά. Τα παιδιά θαυμάζουν το κάθε τι κι όλο ρωτάνε.

-Τα πολλά κόρη μ’ θα τα βάψουμε κόκκινα με συριανή μπογιά, πιο παλιά τα ‘βαφα με μπαμπάκι, μα τώρα ένα-δυο χρόνια τα βάφω με τούτη τη μπογιά, γένονται πιο όμορφα. Καμιά εικοσαριά θα τα βάψουμ’ κίτρινα.

-Καλέ μητέρα πώς θα τα βάψεις κίτρινα; Δε βλέπω να ‘χεις μπογια, μονάχα κόκκινη βλέπω.

-Μη νοιάζεσαι κόρη μ’, γλέπεις τούτα τ’ αμύγδαλόφυλλα; μαξούς 10 τα μάτζεψα. Θα τα βράσουμε, θα ρίξουμε και λίγη στίψη μέσα και θα κάνουμε το χρώμα του λεμονιού. Τούτα εδωνά τα δέκα αυγά μη με τ’ ανακατέψεις με τ’ άλλα. Σήμερα τα ‘καναν οι κότες, τση Μεγάλης Παρασκευής τ’ αυγά τα βάφουμε χωριστά. Θα τα πάρουμε στην εκκλησά να λειτουργηθούν και το πρώτο αυγό που θα φάμε θα’ ναι τούτα, όσα μείνουν θα τα φυλάξουμε στο ‘κονοστασ’ για το καλό. Θα σας δώκω κι εσάς ένα να το βάλετε στα ‘κονίσματα. Ούλα τούτα κόρη μ’ εσείς οι γραμματιζούμενες πρέπε’ να τα μαθαίνετε, να τα λέτε και στα παιδιά. Ένα – ένα τ’ αφήνουμε τ’ αντέτια μας και μας φέρνουν τα φράγκικα για πιο όμορφα και πιο πολιτισμένα.

Άρχισε να πέφτει το γιατσί 11, οι καμπάνες δε θ’ αργούσαν να καλέσουν τον κόσμο στην εκκλησιά. Μύριζε ξύδι σαν μπήκαν στο σπίτι. Η Μαγδάλη, τα παιδιά κι η μάνα τους κάθονται ένα γύρω στο τραπέζι, κρατάνε στο χέρι τους από ένα κόκκινο αυγό, ένα ξυλάκι με τυλιγμένο στην άκρη βαμβάκι και με τη βοήθεια του ξυδιού σχεδιάζουν πάνω στο κόκκινο αυγό το “Χριστός Ανέστη” κι ένα σωρό πλουμίδια.

Η νενέ 12 μπορεί να μην έχει να κάνει μαγειρέματα απόψε μα πρέπει να γίνουν άλλες δουλειές που μονάχα το χρόνο μια φορά γίνονται. Σήμερα για μια ακόμη φορά ο Αγιασμός των Φώτων θα δείξει τη δυναμή του. Η κυρά Αγγέλα στέκεται στο εικονοστάσι, σταυροκοπιέται και παίρνει το μπουκάλι με το αγιασμένο νερό. Δε θα χρειαστεί πολύ, μονάχα λίγες σταγόνες, τις ρίχνει στην τσανάκα με τ’ αλεύρι, ρίχνει κι όσο νερό σηκώνει και πίανει προζύμι. Σταυροκοπιέται ξανά, το ζυμώνει καλά, σταυρώνει το ζυμάρι τρεις φορές και το σκεπάζει. Μονάχα σήμερα γίνεται τούτο το θάμα και το ξέρουν όλοι. Θα φουσκώσει μονάχο του, πρέπει, γιατί αλλιώς θα ‘ ναι κακό σημάδι. Κι ένα χρόνο να κρατήσει τούτο το προζύμι είναι σίγουρη πως δε θα ξινίσει.

-Μαγδάλη! Άντε κόρη μ’, άμα θα τελειώσεις με τ’ αυγά, βάλε σ’ ένα ποτήρι νερό και μια χούφτα αλάτ’ να γένει σαλαμούρα.

-Τι είναι πάλι ετούτο μητέρα; Τι θα την κάνεις τη σαλαμούρα τέτοια ώρα; Ρωτά η νύφη ευγενικά.

-Α, κόρη μ’, κάθε πράμα έχει την ώρα τ’ και την έννοια τ’.  Τούτ’ τη σαλαμούρα τη θέμε για το τουλουμίσιο τυρί που θα κάνουμε. Λίγη να βάλουμε στο τουλούμ’  μη φοβηθείς πως θα χαλάσ’.

Μεγάλη βραδιά απόψε, κανείς δεν θα λείψει κι οι άρρωστοι που μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, εκεί πρέπει να βρεθούν. Θ’ ακούσουν τα δώδεκα ευαγγέλια και στο άκουσμα κάθε ευαγγελίου θα δένουν κι έναν κόμπο σε κόκκινη κλωστή. Με συγκίνηση και δέος θ’ ακούσουν τη φωνή που κάθε χρόνο τους συγκλονίζει, να ψάλει το ” Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”.

Όλοι μέσα στην εκκλησία ζουν σ’ ένα άλλο κόσμο, έξω από τούτο τον πλανήτη. Διωγμένη κάθε έγνοια, νους και ψυχή συμπάσχουν μ’ Εκείνον που μαρτύρησε πάνω στο σταυρό για τις δικές τους ανομίες.

Στα σοκάκια, όλα τα λαδοφάναρα αναμμένα κι όλοι μικροί, μεγάλοι, γέροι και νέοι, ήρεμοι γυρνούν στα σπίτια τους και σκέφτονται την επόμενη μέρα. Πιο μεγάλη, φορτωμένη με πένθος βαρύ.

Όσοι έφαγαν το μεσημέρι λαδερό, τώρα το βράδυ θα νηστέψουν,  αφού η πίστη μας θέλει μονάχα μια φορά τούτη τη μέρα να γεύονται το λάδι.

Την επόμενη μέρα, θολός φαίνεται ο ουρανός απ’ το παράθυρο μα δεν τους παραξενεύει, Μεγάλη Παρασκευή είναι!

Δε θα μαγειρέψει σήμερα, μονάχα για τα παιδιά θα φτιάξει τραχανά νηστίσιμο ή καμιά ταχινόσουπα, ότι πεθυμήσουν απ΄τα δυο.

Το πένθιμο λάλημα της καμπάνας άρχισε να ξεχύνεται σ’ ένα βαρύ, μουντό ουρανό. Η κίνηση στους δρόμους πυκνή μα βαριά, μονάχα παρέες-παρεές κοριτσόπουλα δίνουν ζωντάνια. Κρατούν πανέρια μεγάλα, μπαίνουν στους μπαχτέδες χωρίς να ρωτήσουν και κόβουν λουλούδια για το στόλισμα του επιταφίου. Μια παρέα παλικαρόπουλα καβάλα σε γαϊδούρια και μουλάρια πηγαίνουν έξω από την πολιτεία, στα χωράφια, για να μαζέψουν αγριολούλουδα, μυρτιές και δάφνες. Το ίδιο νοιάζονται και ‘κείνα για τον επιτάφιο που θα στολιστεί σήμερα το πρωί μα και για αυριο, Μεγάλο Σάββατο που θα πρέπει να γεμίσει η εκκλησία μυρσίνες και δάφνες. Μεγάλη λαχτάρα, ποιος επιτάφιος θα ‘ναι πιο όμορφος γι΄αυτό προσπαθούν να μαζέψουν πολλά και διαλεχτά λουλούδια. Μέχρι να ψαλλεί η λειτουργία των Ωρών πρέπει να ‘χουν μαζευτεί όλα τα λουλούδια, βιολέτες, γαρύφαλλα, πασχαλιές απ’ τους μπαχτσέδες, κρινάκια κι άγριες τουλίπες απ΄τα χωράφια.

***

Όλοι μαζεύτηκαν στο σπίτι κι είναι έτοιμοι. Η ακολουθία των Ωρών θα γίνει τώρα το πρωί, τ΄απόγευμα ο Εσπερινός που θα γίνει η Αποκαθήλωση κι ο Ενταφιασμός, το βράδυ η ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου με τον Επιτάφιο και την περιφορά του. Μαυροφορεμένες κοπέλες θα ψάλουν τα Εγκώμια και θα ράνουν με ροδοπέταλα τον Επιτάφιο, οι ίδιες κοπέλες θα κρατήσουν τις εικόνες κατά τη περιφορά. Τον Σταυρό και τον Επιτάφιο θα τον κρατησουν άνδρες κι όχι όποιοι λάχει. Εκείνος που θα δώσει τα περισσότερα χρήματα – που θα πάνε στο λογαριασμό του σχολείου – θα κρατήσει τον Επιτάφιο κι όποιος απ’ όλους έδινε τα πιότερα θα ‘μπαινε μπροστά με το Σταυρό στα χέρια, οδηγός για τούτη την κατανυκτική περιφορά.

Χόρτασαν τ΄αυτιά σήμερα από όμορφες ψαλμουδιές. Γέμισαν οι ψυχές Θεό.

Από νωρίς για ύπνο πήγαν όλοι. Μετά την αυστηρή νηστεία και τις αυριανές υποχρεώσεις απαγορεύονται τα ξεχύχτια. Η νενέ μονάχα νερό ήπιε. Η Κλειώ με την Μαγδάλη έφαγαν λίγες νερόβραστες φακές με ξύδι, όχι για χόρταση, μα για το καλό. Οι φακές είναι τα δάκρια της Παναγίας και το ξύδι είναι εκείνο που έδωσαν αντί για νερό στο Λυτρωτή του κόσμου. Οι άντρες κι εκείνοι νηστικοί ίσως να ήπιαν κανένα ρακί ή καφέ απ΄τους καφενέδες που πέρασαν και να ‘ φαγαν καμιά λεμπλεμπούδα 13. Τα μικρά κάθε τόσο πεινούσαν μα δεν σκανδαλίστηκαν με τίποτα. Από κοντά η νενέ τα μπούκωνε τη μια με ταχινόσουπα, την άλλη με κανά ξερό σύκο ή δαμάσκηνο.

Προσευχή λοιπόν και ύπνο. Αύριο θα γευτούν όλοι το σώμα και το αίμα του Χριστού.

Μόλις που χάραζε κι ο παππούς με τη γιαγιά είναι στο πόδι, περιμένουν κάποιον από το χασαπιό του Πολύζου. Ήρθε η ώρα για το σφάξιμο του αρνιού, προτιμούν τούτη την ώρα όχι μονάχα επειδή η μέρα είναι παραφορτωμένη με δουλειές μα πιο πολύ δεν θέλουν να πάρουν χαμπάρι τα μωρά το τέλος του αρνιού. Ωσπου να ξυπνήσουν και να ετοιμαστούν ο χασάπης θα ‘ χει πάρει την προβιά, κανένα γλυκάδι και το μπαξίσι του και θα ‘ ναι σ’ άλλη γειτονιά. Το αρνί κρέμεται τώρα στο κατώι για να στραγγίξει, τ’ αντεράκια έχουν γίνει κάτασπρα απ΄το πλύσιμο κι αναμεσά τους κομμένες φέτες λεμονιού. Σαν έρθει η ώρα θα γίνουν γαρδουμπάκια για το τραπέζι της Ανάστασης.

Νηστεία και σήμερα, όλος ο κόσμος στην εκκλησιά, δε χωράει. Έχει φύγει το κατσούφικο ύφος από τα πρόσωπα, αν οι εικόνες δεν ήταν ακόμα ντυμένες στα πένθιμα θα νόμιζε κανείς ότι ο παπάς είναι έτοιμος να ψάλλει το ” Χριστός Ανέστη”.  Αντί γι΄αυτό όμως, ραίνει ολόκληρο το εκκλησίασμα με ‘πιταφιολούλουδα και φύλλα βάγιας ψάλλοντας “Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην…”. Όλοι απλώνουν τα χέρια για ν΄αρπάξουν από τούτα τα μαδημένα θαυματουργά λουλούδια. Μέσα στο θυμιατήρι θα γίνουν το καλύτερο γιατρικό για το ματοφάγωμα. Σχεδόν όλοι είναι έτοιμοι ψυχικά και σωματικά για να κοινωνήσουν κι ύστερα θα γυρίσουν στα σπίτια τους να ετοιμάζονται και να περιμένουν τη μεγάλη στιγμή, την ώρα της Ανάστασης.

Οι γυναίκες έχουν βάλει ‘μπρος να ετοιμάσουν τις περίφημες κουτσούνες, τις αυγοκουλούρες όπως λένε σ΄άλλα μέρη. Το ζύμωμα το ανέλαβε η Μαγδάλη, είναι καλό μια κι είναι ανύπαντρη. Το πλάσιμο θα το κάνει η μάνα, τούτο θέλει μαστοριά και πιτηδειοσύνη και τα’ χει και τα δυο. Η Κλειώ θα τ΄αλείψει με χτυπημένο κρόκο αυγού και θα τα μπήξει απάνω ένα κόκκινο. θα πλάσει η κυρά Αγγέλα καλαθάκια, μεγάλα κουλούρια και μικρά. Σε τούτα θα βάλουν κόκκινα περδικαύγουλα. Βλέπει η Κλειώ τ΄αυγά της πέρδικας κι ένα χαμόγελο απλώνεται στ΄όμορφο προσωπό της.

-Γιατί γελάς κόρη μ’; Τι παράξενο είδες; Μπας κι έκανα τίποτα στραβό;

-Όχι καλέ μητέρα. Θυμήθηκα πριν οχτώ χρόνια που τάισες το μωρό από τούτα τ΄αυγά για να μιλήσει γρήγορα. Εκείνο δεν ήθελε. Μια ώρα πέρασ΄για ν΄ανοίξ’ το στόμα τ’.

-Ξέρω τώρα τι θες να πεις, μα άντε ας αλλάξουμε κουβέντα, εσείς οι καινούριες ούλο με την επιστήμ’ πάτε.

Τη νύχτα μετά το “Χριστός Ανέστη” που θα γυρίσουν όλοι από την εκκλησιά, το τραπέζι θα’ναι στρωμένο, έτοιμο, φορτωμένο μ΄όλα τα καλά. Κύριο πιάτο όπως και κάθε χρόνο θα χει σούπα από κρέας άπαχο. Το στομάχι δεν πρέπει να βαρύνει μονομιάς ύστερα από τόσες μέρες αυστηρής νηστείας. Βέβαια δε θα λείψουν κι οι διάφοροι μεζέδες. Λίγο ψητό καστικάκι, τζιεράκια τηγανιτά, γαρδουμπάκια, αρμόγαλο, φρέσκια μυζήθρα, κόκκινο κρασί και στη μέση του τραπεζιού μια μεγάλη πιατέλα γεμάτη κόκκινα αυγά. Το αυριανό τραπέζι δεν το σκιάζεται, όλα τα κρέατα θα γίνουν ψητά στο φούρνο. Μέσα στους νταβάδες θα στρώσει κληματόβεργες, μικρά κλαδάκια θυμάρι και θα΄ναι μπουκιά και συγχώριο.

Λίγες ώρες έμεινε κοιμισμένη η πολιτεία. Την ξύπνησαν οι καμπάνες των εκκλησιών που δε λένε να σταματήσουν. Οι δρόμοι γέμισαν κόσμο κι αμέτρητα χιλιόχρωμα φαναράκια έφτιαχναν μια πανέμορφη εικόνα. Όλος ετούτος  ο κόσμος τραβούσε τα σοκάκια που πήγαιναν για την Αγία Ειρήνη και την Παναγιά. Πήγαιναν να ακούσουν το πιο χαρμόσυνο μήνυμα της Χριστιανοσύνης, να γιορτάσουν το λυτρωμό της ψυχής. Ποιος ξέρει πόσο θα κρατήσει πάλι τούτο το προνόμιο; αν κάνει η Ελλάδα πως σηκώνει κεφάλι ενάντια στον κατακτητή, πάλι θα κλεισουν οι εκκλησιές, θα σταματήσουν κι οι καμπάνες.

Άσπρα άμφια χρυσοκεντημένα φορούν οι παπάδες, απ΄την εικόνα της Παναγιάς έβγαλαν τις μαύρες κορδέλες, ο παιδόκοσμος ντυμένος στα άσπρα και τα μπλε, ό,τι καλύτερο είχε φόρεσε ο καθένας. Μ΄ένα κερί στο χέρι χαίρονται κι αγάλλονται με τις ψαλμοδιές και τα μυνήματα που τους στέλνει τούτη η μεγάλη γιορτή.

Γαλήνη! Πρόσωπα ζωγραφισμένα με ευτυχία, χείλη που στάζουν σερμπέτι κι όταν ακούγεται το Χριστός Ανέστη χτυπούν οι καρδιές στον παράξενο ρυθμό που’ χει κάθε καρδιά που θέλει να λευτερωθεί.

Γέροι, νιοι και παιδόκοσμος αγκαλιάζονται και φιλιούντια μέσα σε καπνούς, λάμψεις και κρότους που δημιουργούνται από τις κροτίδες, τα βαρελότα, τα κολλόρια κι από τους γκράδες και τα μαρτίνια 14 που’ ναι σκορπισμένα πάνω στα δώματα κρατώντας διακριτικές αποστάσεις από τους αδιάφορους τζανταρμάδες 15.

Τα βεγγαλικά δεν έχουν τελειωμό, όλα τ΄άλλα κατασκευάσματα με τους διαμονισμένους κρότους σώπασαν. Σώπασαν δεν τελείωσαν, τα κρατάνε παρακαταθήκη για αύριο το μεσημέρι στον Αϊ Γιώργη πουθα γίνει η δεύτερη Ανάσταση, η καλή. Απ΄το μεγάλο πατιρντί θα σηκωθούν  κι οι πεθαμένοι.

Πολλές φορές απόψε ο Κωνσταντής έκανε την ευχή “Ο Θεός να δώκει να κάνουμε τέτοια Ανάσταση και του χρόνου”. Αυτή την ευχή έκανε κι όταν σηκώθηκε απ΄το τραπέζι.

Όλων οι ψυχές φορτώθηκαν από ευτυχία.

***

Τελευταία δουλειά γι΄απόψε έμεινε το σκούπισμα.

Η Μαγδάλη έκανε το πάτωμα ν΄αστράφτει. Ξέρει πολύ καλά πως όσα φρόκαλα κι ανα πέσουν αύριο, η φροκαλιά 16 στο σπίτι δε θα μπει, γιατί, αλίμονό τους, χιλιάδες μυρμήγκια θα παρουσιαστούν μονομιάς κι είναι κακός μπελάς.

***

Ξημέρωσε η πιο μεγάλη μέρα της Χριστιανοσύνης. Λαμπρή! Όλα γιρτινά, ουρανός, θάλασσα, κάμπος και βουνό, ζωντανά κι άψυχα, κάτω από ένα χαμογελαστό ήλιο παίρνουν μια όψη που θα τη ζήλευε κι ο παράδεισος. Μονάχα τα μεγάλα δέντρα που΄ναι ριζωμένα στις πλατείες και στις αλάνες της πολιτείας βογκούν. Βογκούν από το βάρος που΄χουν δεχτεί σήμερα, όπως καμαρώνουν και χαίρονται μ΄αυτά που βλέπουν να γίνονται κάτω απ΄τα κλαδιά τους.

Αμέτρητες λεμπές 17 δεμένες στα πιο χοντρά κλαδιά. Μέχρι πέντε νοματέους χωρά η πιο μεγάλη και πάνω κάθονται νιοι και νιες. Γίνεται ένας αγώνας σε τούτες τις καλοφτιαμένες αιώρες. Ποια παρέα θα πει το πιο όμορφο τραγούδι, ποια λεμπή θα’ ναι πιο αεράτη με ίσια και μεγάλα τινάγματα. Ώρες ατελείωτες η κούραση δεν μπορεί να νικήσει όχι τα νιάτα που πετάνε στα ύψη, μα και τους γέρους με τις γριές που θέλουν να πάρουν μέρος σε τούτο το γιορτινό πανηγύρι.

Με το Χριστός Ανέστη αρχίζουν οι όμορφες φωνές και συνεχίζουν χωρίς τελειωμό με τα γεμάτα πάθος τραγουδια της Ανατολής και τα πατριωτικά του Μοριά και της Ρούμελης. Κάθε τόσο αυτοί που περιμένουν ν΄ανέβουν στις κούνιες τραγουδάνε δυνατά.

Το γυαλί το λεν΄ κρουστάλλι,

βγειτε σεις να μπούνε κι άλλοι.

 

Κουμάντο σε κάθε λεμπή κάνουν δυο παλικάρια που δίνουν το ρυθμό και την ένταση.

Τις ώρες του μεσημεριού ξαλαφρώνουν κάπως τα κλαδιά των δέντρων, καιρός πια το βάρος να το δεχτούν τα τραπέζια τα φορτωμένα με τα φουρνιστά τ΄αρνιά και τα κατσίκια, με τις κουργιουκόπιτες 18, τα κατημέρια 19 κι ένα σωρό άλλους μερακλήδικους μεζέδες κι ύστερα όλοι θα πάρουν το δρόμο για τον Άη Γιώργη. Τους πεθαμένους δεν τους ξεχνάνε. Εκεί θα γίνει η Μεγάλη Ανάσταση, η Καλή.

Μπροστά η εικόνα της Ανάστασης στολισμένη με λεμονανθούς, ξωπίσω ο Σταυρός, τα εξαπτέρυγα, ο παπάς, οι ψαλτάδες κι όλος ο κόσμος. Τελευταίοι ακολουθούν οι κανονιέρηδες, αυτοί που σήμερα θα προσπαθήσουν να ξυπνήσουν τους πεθαμένους με τις κροτίδες τους.

-Όμορφο το Πάσχα στη Σμύρνη, λέει η Κλειώ, η νύφη τους, όμως εδώ είναι  πιο ζωντανό, το νιώθεις καλύτερα, το ζεις από κοντά….

Σας ευχόμαστε Καλό  Πάσχα!!!!

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: