Ο Αριστοτέλης Ωνάσης γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1906 στη Σμύρνη, σε σχετικά εύπορη για την περιοχή και την εποχή εκείνη, οικογένεια.
Ήταν το δεύτερο παιδί των γονιών του. Είχε προηγηθεί η Άρτεμις, δυο χρόνια πριν.
Ο πατέρας του Σωκράτης Ωνάσης ήταν ένας από τους πλουσιότερους καπνέμπορους και επιχειρηματίες της Σμύρνης. Η μητέρα του Πηνελόπη Δολόγλου παντρεύτηκε στα 17 της χρόνια, αλλά πέθανε νέα στα 33 της.
Έξι μήνες μετά, ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε την Ελένη, από την οποία ο Αριστοτέλης απέκτησε δύο αδελφές, τη Μερόπη και την Καλλιρρόη.
Η γιαγιά του, Γεσθημανή, ήταν πολύ θρήσκα και ονειρευόταν για τον εγγονό της να γίνει παπάς. Από μικρός ήταν παπαδάκι και του άρεσε να μαθαίνει απ’ έξω τους βυζαντινούς ψαλμούς. Ξεστράτισε, όμως, ως μαθητής, παρότι φοίτησε στα καλύτερα σχολεία.
Μεγαλώνοντας έκανε ένα ελκυστικό κορμί, που το επεδείκνυε με καμάρι στα κορίτσια. Είχε δύναμη, τόλμη, διασυνδέσεις και λεφτά… Δωροδοκούσε τους υπαλλήλους των σχολείων του, αγόραζε τσιγάρα που τα κάπνιζαν με τους φίλους του, καβγάδιζε συχνά κι έλεγε ψέματα για πλάκα. Όμως, ήταν αγαπητός για τα ελαττώματα και τις απερισκεψίες του, το πνεύμα του και φυσικά τα χρήματά του.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή, ο πατέρας του βρέθηκε στη φυλακή. Η επιχείρησή τους περιήλθε στα χέρια των Τούρκων και η αποθήκη τους κάηκε. Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Αριστοτέλης αποφάσισε να ξενιτευτεί για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη για εκείνον και την οικογένειά του.
Τα πρώτα του βήματα
Ήταν 16 ετών όταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Ελλάδα. Αρχικώς έμεινε σε μία υπαίθρια κατασκήνωση και μετά σε δωμάτιο κοντά στην αποβάθρα. Λίγο αργότερα επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και τον Αύγουστο του 1923 ξεκίνησε με 250 δολάρια για την Αργεντινή.
Στο Μπουένος Άιρες έκανε διάφορες δουλειές: Λαντζιέρης, υπάλληλος σε πλυντήριο, νυχτοφύλακας. Όταν η Βρετανική Τηλεφωνική Εταιρία προσέλαβε ανειδίκευτο προσωπικό πήγε κι αυτός ως νυκτερινός τηλεφωνητής. Κρυφακούγοντας τις συνομιλίες, αποσπούσε χρήσιμες πληροφορίες και τις αξιοποιούσε καταλλήλως. Έτσι, ίδρυσε μια μικρή επιχείρηση εισαγωγής καπνού και κατασκευής σιγαρέτων, την οποία διαφήμιζε πετώντας άδεια πακέτα στους πολυσύχναστους σταθμούς της πόλης.
Όταν ήρθε ξανά στην Ελλάδα, γνωρίστηκε με τον υπουργό Ανδρέα Μιχαλακόπουλο και χάρη σ’ αυτόν επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες με καινούργιο ελληνικό διαβατήριο και τον τίτλο του ειδικού Ακολούθου. Είχε, όμως, και την αργεντινή υπηκοότητα.
Το 1931 έγινε αναπληρωματικός πρόξενος και το 1932 άρχισε ν’ ασχολείται με τη ναυτιλία. Αρχικά αγόρασε ένα εμπορικό πλοίο 7.000 τόνων, που ήταν διαλυμένο και βυθίστηκε αγκυροβολημένο στο Μοντεβίδεο από φουρτούνα. Στη συνέχεια αγόρασε 6 καναδέζικα πλοία. Τα δυο πρώτα του στόλου του τα ονόμασε «Πηνελόπη Ωνάση» και «Σωκράτης Ωνάσης» προς τιμήν των γονιών του.
Η άνοδος
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, εκτός των άλλων ικανοτήτων και χαρισμάτων που είχε, ήταν ικανός για κάτι που πολύ λίγοι στον πλανήτη μπορούν να πουν πως το έχουν: διέθετε ένα σχεδόν αλάθητο ένστικτο, το οποίο τον καθοδηγούσε κατευθείαν στο σημείο όπου υπήρχε μια καινούρια ευκαιρία για εκείνον.
Έτσι, διέβλεψε τη βιομηχανική επανάσταση και το ρόλο του πετρελαίου.
Παρήγγειλε το πρώτο τάνκερ στον κόσμο, 15.000 τόνων, και το ονόμασε «ΑΡΙΣΤΟΝ». Η άνοδος της ναυτιλίας ήταν αλματώδης και ο Ωνάσης αγόραζε διαρκώς νέα μεγαλύτερα τάνκερ.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταλείπει το Λονδίνο και εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη. Εκεί γνώρισε την άνοιξη του 1943 τη 16χρονη κόρη του μεγάλου έλληνα εφοπλιστή Σταύρου Λιβανού, Αθηνά, και την ερωτεύτηκε.
Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, Στις 30 Απριλίου 1948 απέκτησαν τον γιο τους Αλέξανδρο και στις 11 Δεκεμβρίου 1950 το δεύτερο παιδί τους, τη Χριστίνα, η οποία γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη.
Στη δουλειά του συνέχεια επινοούσε νέα κόλπα. Υπέγραφε μεταφορές κάρβουνου με πλοία που δεν είχε, μεταφορές πετρελαίου με πλοία που ακόμα δεν είχαν ναυπηγηθεί.
Παρ’ όλα αυτά, μεγάλες εταιρίες πετρελαίου, όπως η Μόμπιλ, η Σοκόνι και η Τεξάκο, προτιμούσαν να υπογράφουν μακροπρόθεσμα σταθερά συμβόλαια μαζί του, παρά να πονοκεφαλιάζουν με άλλους.
Πριν από τον καθένα συνειδητοποίησε το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας μετά τον πόλεμο. Παρ’ ότι η συμφωνία του Πότσδαμ του 1945 απαγόρευε στους Γερμανούς να ναυπηγούν πλοία πάνω από 15.000 τόνους, ο Ωνάσης σκέφθηκε τα φαλαινοθηρικά. Καμιά συμφωνία δεν απαγόρευε τις μετατροπές. Αυτή την εποχή διάλεξε και το Μόντε Κάρλο για έδρα των επιχειρήσεών του.
Το 1953 σχεδόν όλο το Μονακό ήταν δικό του. Την ίδια χρονιά βάφτισε στο Αμβούργο το μεγαλύτερο τάνκερ του κόσμου με το όνομα Τίνα Ωνάση. Ωστόσο, οι σχέσεις με τη σύζυγό του δεν ήταν ιδανικές…
Το 1956 γνωρίστηκε με τον βρετανό πρωθυπουργό Ουίστον Τσόρτσιλ. Ένθερμος υποστηρικτής των Ελληνοκυπρίων και του Μακάριου, δεν δίστασε να τους υπερασπισθεί ανοιχτά, ενώ η Κύπρος βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή.
Το 1957 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον ενθάρρυνε να αναλάβει τη μικρή επιζήμια αεροπορική εταιρία Τ.Α.Ε. Την απέκτησε για 2.000.000 δολάρια, τη μετέτρεψε σε «Ολυμπιακή Αεροπορία» και την ανέπτυξε σε αεροπορική εταιρεία των πέντε Ηπείρων.
Ήδη είχε περί τις 70 εταιρίες σ’ όλο τον κόσμο, όλοι τον πρόσεχαν, τον θαύμαζαν και τον ζήλευαν. Όταν πίστεψε ότι κατόρθωσε όσα ήθελε, αγόρασε τον Σκορπιό, ένα νησάκι στο Ιόνιο, το οποίο μετέβαλε σε θερινή διαμονή του.Το 1958 συνάντησε τη διάσημη Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας. Η γνωριμία τους αυτή εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια σ’ ένα φλογερό ειδύλλιο, που ποτέ όμως δεν κατέληξε σε γάμο.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης παντρεύτηκε για δεύτερη φορά στις 20 Οκτωβρίου του 1968 με την Ζακλίν (Τζάκυ) Μπουβιέ, μετά τη δολοφονία του συζύγου της Τζον Κένεντι.
Είχαν γνωριστεί αρκετά χρόνια πριν, όταν ο Ωνάσης είχε συστήσει τον τότε γερουσιαστή της Μασαχουσέτης στον Τσόρτσιλ ως έναν ικανό πολιτικό που είχε τα προσόντα να εξελιχθεί σε πρόεδρο των ΗΠΑ.
Από τη ζωή του έλληνα μεγιστάνα πέρασαν κατά καιρούς πολλές ακόμα διάσημες γυναίκες, όπως η Τζεραλίν Σπερκλς -βαθύπλουτη κληρονόμος περιουσίας ζάχαρης που εθεωρείτο η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, η Εύα Περόν, η Μέριλιν Μονρόε, η Γκλόρια Σουανσόν και η Γκρέτα Γκάρμπο.
Η πτώση
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αριστοτέλη Ωνάση άρχισε στις 22 Ιανουαρίου του 1973, όταν ο γιος του Αλέξανδρος τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη συντριβή του αεροσκάφους του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Τα τραύματα στον εγκέφαλο ήταν σοβαρότατα κι έπειτα από ιατρική σύσκεψη και με τη συγκατάθεση του πατέρα του οι γιατροί αφαίρεσαν τη μηχανική υποστήριξη.
Ο ίδιος δεν πίστεψε ποτέ ότι ο μοναχογιός του σκοτώθηκε σε ατύχημα και πρόσφερε 1 εκατομμύριο δολάρια σε όποιον έδινε πληροφορία ότι επρόκειτο για σαμποτάζ.
Το Δεκέμβριο του 1973, με την πτώση της παγκόσμιας αγοράς τάνκερ, οι ζημίες για τον Αριστοτέλη Ωνάση ανέρχονταν σε 12,5 εκατομμύρια δολάρια.
Το διυλιστήριο στο Νιου Χαμσάιρ έκλεισε και στις 15 Ιανουαρίου του 1975 επέστρεψε την «Ολυμπιακή Αεροπορία» στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος την εθνικοποίησε.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε ήδη χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Προσβλήθηκε από μυασθένεια, μία νόσο που σιγά – σιγά εξασθενεί το μυϊκό σύστημα, κι αποσύρθηκε στο ιδιωτικό του νησί, τον Σκορπιό. Οι καλύτεροι γιατροί του κόσμου δυστυχώς δε μπόρεσαν να κάνουν τίποτε για τον άλλοτε παντοδύναμο Σμυρνιό, που τελικά έσβησε στις 15 Μαρτίου του 1975, στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Παρισιού.
Μοναδική κληρονόμος της αμύθητης περιουσίας του σήμερα είναι η εγγονή του Αθηνά, γόνος της Χριστίνας Ωνάση και του Τιερί Ρουσέλ.
Η μοναχοκόρη του Αριστοτέλη Ωνάση βρέθηκε νεκρή το 1988 στο μπάνιο της, με αδιευκρίνιστα τα αίτια του θανάτου της. Η μητέρα των παιδιών του Τίνα βρέθηκε επίσης νεκρή στο κρεβάτι της, λόγω υπερβολικής χρήσης βαρβιτουρικών, ενώ η δεύτερη σύζυγός του Τζάκι πέθανε το 1994 από καρκίνο.