Το περιστατικό διαδραματίζεται μέσα στη σπηλιά του Δίστομου στη Βοιωτία, κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, από μια ερευνητική ομάδα Γερμανών, με αρχηγό τον Georg Müller. Ο Georg Müller, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, συμμετείχε σε ερευνητικές αποστολές που επιχειρούσε ο Γερμανικός στρατός μέσω της «Εταιρείας Θούλη» για την ανακάλυψη της υποχθόνιας ενέργειας Βριλ. Σε κάποιες μάλιστα από αυτές τις αποστολές έρευνας, είχε συμμετάσχει και ο γνωστός Curt Waldheim.
«…Τα όργανα έδειχναν ότι βρισκόντουσαν σε βάθος 1.000 μέτρων περίπου και είχαν διανύσει πάνω από 20 χιλιόμετρα.
«…Η σπηλιά στο Δίστομο φαίνεται ότι είχε όλα τα προσόντα μιας σπηλιάς με μεγάλο ενδιαφέρον, σπανιότητα, μυστήριο και με απρόσμενα ερευνητικά αποτελέσματα..
«…Η ομάδα, όταν επρόκειτο να προχωρήσει σε κάποιο καινούριο τμήμα της σπηλιάς, όπως τώρα, ακολουθούσε πάντα την ίδια τακτική: ο επικεφαλής έστελνε έναν ‘πρόσκοπο’, συνήθως τον δεύτερο, αυτόν δηλαδή που ήταν και ιεραρχικά μετά από εκείνον (τον Müller).
«…Στην προκειμένη περίπτωση και ομάδα, αυτός που συνήθως έκανε αυτές τις αναγνωρίσεις ήταν ο Χάνς, Αυστριακός κι αυτός, από το Τιρόλο, αθλητής ορειβάτης από πριν τον πόλεμο.
«Αντάλλαξε μια-δυο προτάσεις με τον Georg, στερέωσε το φανάρι του και έχοντας το σακίδιό του και μια κουλούρα ορειβατικό σκοινί, προχώρησε προς την αρχή της διόδου.«…Ο Χανς δρασκελίζει άνετα το άνοιγμα και προχωράει στο μικρό διάδρομο. Μόλις που είχε προλάβει να διανύσει γύρω στο ενάμισι
έτρο, όταν συμβαίνει κάτι που κάνει τον Georg Müller αρχικά και μετά τους άλλους να μείνουν άναυδοι από έκπληξη.
«Ταυτόχρονα με το βάδισμα του Χάνς αντιλαμβάνονται όλοι κάποιον ευδιάκριτο φωτισμό να έρχεται ή μάλλον να ‘ανάβει’ ακριβώς στην έξοδο του διαδρόμου, ακριβώς στο σημείο στο οποίο πλησιάζει ο Χάνς.«Ένας φωτισμός θαμπού πράσινου φωτός που δημιουργεί μια ‘οθόνη’, ένα ‘παραπέτασμα’ που γεμίζει την έξοδο στο τέλος του διαδρόμου.
«Ο Georg Müller και οι άλλοι έχουν εν τω μεταξύ πεταχτεί όρθιοι, βλέποντας τον Χάνς να διασχίζει αυτήν την πράσινη οθόνη χωρίς δυσκολία, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα ‒ίσως δηλαδή δεν προλαβαίνει να σταματήσει παρά την έκπληξή του‒ και να χάνεται από τα μάτια τους!«Υποθέτουν ότι ήδη έχει περάσει στο χώρο μετά το διάδρομο και περιμένουν κάποια κίνηση ή κάποια λόγια εκ μέρους του. Ταυτοχρόνως η πράσινη οθόνη εξακολουθεί να λάμπει και να σκεπάζει την πλευρά μέσα στην οποία βρίσκεται τώρα –λογικά– ο Χάνς.
«Την επόμενη στιγμή, η οθόνη εξαφανίζεται, ‘σβήνει’ εντελώς! Στα μάτια τους εμφανίζεται και πάλι το σκοτεινό άνοιγμα στο τέλος του διαδρόμου, στο οποίο ορμούν μεμιάς! Οι φακοί όλων των μελών της ομάδας προσπαθούν να διαπεράσουν το σκοτάδι της άλλης πλευράς. Το όνομα του Χάνς είναι στα στόματα όλων. Τον φωνάζουν συνεχώς. Τίποτε!
«…Ο Χάνς πέρασε μια ‘πύλη’ που τον οδήγησε κάπου αλλού. Στο άγνωστο! Σ’ αυτό ακριβώς που ερευνούν. Μα πώς είναι δυνατόν; Και όμως! Η εξαφάνισή του είναι πραγματική και οριστική.
«…Αργότερα, ένας από τους βιολόγους της ομάδας, σε συνεννόηση με τον Georg Müller δοκιμάζει κάτι άλλο: παίρνει ένα αδιάβροχο, το τυλίγει γύρω–γύρω σαν μπάλα, μπαίνει πολύ προσεκτικά στο άνοιγμα και αρχίζει να προχωρά πραγματικά με βήμα σημειωτόν. «Έχει σχεδόν διασχίσει όλο το διάδρομο, όταν ξαφνικά η φωτεινή ‘οθόνη’ εμφανίζεται ξανά. Στηριζόμενος στον πλαϊνό τοίχο του διαδρόμου, πετά με μια απότομη κίνηση, το αδιάβροχο στο κέντρο της ‘οθόνης’.
«Το αδιάβροχο ‒μπάλα‒ βρίσκει την ‘οθόνη’ στο κέντρο και τη διαπερνά. Σε λίγο, όπως και την πρώτη φορά, η οθόνη εξαφανίζεται, αλλά το ίδιο και το αδιάβροχο. Σίγουρα ακολούθησε το δρόμο του Χάνς, γιατί δεν βρίσκεται στην άλλη πλευρά.»
Κάπου αλλού… ένα παρόμοιο περιστατικό.
«…Η σπηλιά που ήταν στους λόφους που περιστοιχίζουν την κωμόποληShigatze του Θιβέτ, κάτω από την οποία ‒σύμφωνα με τους μύθους της περιοχής‒ βρίσκεται η θρυλική πόλη Shamballah (Σαμπάλα). Εκτός των κινδύνων που ανέφερα πιο πάνω, ήταν γεμάτη γαλαρίες που βρίσκονταν σε διαφορετικά επίπεδα, η διαφορά μεταξύ των οποίων, πολλές φορές, ήταν πάνω από 15 μέτρα.«…Προχωρούσαν για όλους αυτούς τους λόγους με βήμα σημειωτόν.«…Συνέχισαν να προχωρούν, πάντοτε ανεβοκατεβαίνοντας, μέχρι που έφτασαν σε ένα επίπεδο που όλα ήταν διαφορετικά. Το σκοτάδι αρχίζει να μην είναι τόσο πυκνό· στο βάθος φαίνεται μια ανταύγεια που σε λίγο αποδεικνύεται αρκετά έντονη ώστε να φωτίσει μια όμορφη υπόγεια λίμνη.
«Δεν είναι προετοιμασμένοι να την περάσουν, αλλά προχωρώντας γύρω της, βρίσκουν ένα πλεούμενο που θυμίζει βάρκα.
«…Όταν φθάνουν απέναντι, αντικρίζουν ένα είδος χλωρίδας, που δεν έχει όμως το συνηθισμένο πράσινο χρώμα, αλλά ένα λαμπερό ανοιχτό καφέ. Ακολουθούν το μονοπάτι ‒το μοναδικό που μπόρεσαν να εντοπίσουν– που τους οδηγεί σε μια πέτρινη πύλη.
«Στο πλάι της υπάρχει μια κορνίζα με ένα περίεργο αντικείμενο που μοιάζει με τον δίσκο που ρίχνουν οι αθλητές.
«…Επιχειρούν να περάσουν την πύλη η οποία δεν έχει τίποτε να την κλείνει, είναι συνεχώς ανοιχτή. Παρόλο όμως που προσπαθούν –όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά– δεν τα καταφέρνουν. Είναι σαν να έχει το άνοιγμα μια αόρατη ή διάφανη πόρτα, την οποία δεν μπορούν να διακρίνουν, αλλά παρ’ όλα αυτά, η προσπέλαση είναι αδύνατη».