Αύξηση του άσθματος και συχνότερες παροξύνσεις σε άτομα με πνευμονολογικά προβλήματα, παρατηρείται σε βάθος χρόνου, ακόμη και μετά από μία πενταετία, σε περιοχές που έχουν εκδηλωθεί μεγάλες πυρκαγιές.
Αυτό σύμφωνα με μελέτες, δηλώνει στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» ο καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Kωνσταντίνος Γουργουλιάνης.
Πρόβλημα και σε υγιή άτομα
Όπως αναφέρει, η έκθεση σε πυρκαγιά προκαλεί σοβαρά προβλήματα στον ανθρώπινο οργανισμό, όχι μόνο σε χρονίως πάσχοντες, αλλά και σε υγιή άτομα.
Τα άτομα που βρίσκονται στο χώρο της πυρκαγιάς έχουν άμεσες συνέπειες, καθώς εισπνέουν τοξικές ουσίες απο τον καπνό και τα σωματίδια που απελευθερώνονται, τονίζει ο καθηγητής.
«Επίσης υπάρχει και ο κίνδυνος εγκαυμάτων από την υπερθέρμανση. Ωστόσο και τα άτομα που βρίσκονται σε πιο μακρινή απόσταση, κινδυνεύουν από ερεθισμό των αεροφόρων οδών, λόγω των αερίων που εκλύονται. Και αν έχουν κάποιο καρδιολογικό ή αναπνευστικό πρόβλημα, αυτό μπορεί να επιδεινωθεί».
Ο βήχας, αμυντικός μηχανισμός
Το πρώτο σύμπτωμα που αποτελεί και αμυντικό μηχανισμό είναι ο βήχας, αναφέρει ο κ. Γουργουλιάνης και εξηγεί:
«Οι πνεύμονες προσπαθούν να διώξουν τον αέρα κι αυτό γίνεται με τον βήχα. Επομένως κάποιος βήχει για να αποβάλλει τον καπνό και τις ουσίες που είναι ρυπογόνες και από κει και πέρα αν δεν το καταφέρει, τότε δυσπνοεί, έχει πόνο και βάρος στο στήθος και αν αυτό παραταθεί και συνοδεύεται με εγκαύματα, οδηγείται κάποιος στο να χάσει τις αισθήσεις του και δυστυχώς σε κάποιες περιπτώσεις επέρχεται το μοιραίο». Επίσης τα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου κάνουν υποξαιμία, δεν αιματώνεται ο εγκέφαλος, δεν αιματώνονται ζωτικά όργανα κι αυτό οδηγεί σε διαταραχή της διανοητικής λειτουργίας, σύμφωνα με τον καθηγητή. «Από την άλλη μεριά τα αυξημένα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα προκαλούν μία κατάσταση σαν μέθη. Αυτό δυσχεραίνει τις κινήσεις, τα άτομα δεν μπορούν να αντιδράσουν και να τρέξουν για να σωθούν, με αποτέλεσμα τις τραγικές συνέπειες».
Καρδιοπαθείς και πνευμονοπαθείς δεν μπορούν να αποβάλλουν τον καπνό
Καρδιοπαθείς και πνευμονοπαθείς ανήκουν στις πιο ευάλωτες ομάδες, γιατί όπως μας εξηγεί ο καθηγητής έχουν μειωμένους αμυντικούς μηχανισμούς.
Δηλαδή οι αεραγωγοί τους είναι μειωμένοι, έχουν μειωμένο εύρος αναπνοής και δεν μπορούν να αποβάλλουν τον καπνό.
«Από την άλλη μεριά οι τοξικές ουσίες περνάνε τους αεραγωγούς, φτάνουν τις κυψελίδες και από κει μπαίνουν πολύ εύκολα στο αίμα, με αποτέλεσμα στους πνευμονοπαθείς να προκαλείται παρόξυνση και να χρειάζεται νοσηλεία στο νοσοκομείο».
Όσον αφορά τους καρδιοπαθείς, σύμφωνα με τον κ. Γουργουλιάνη χάνεται το ισοζύγιο μεταξύ οξειδωτικών και αντιοξειδωτικών, επειδή οι τοξικές ουσίες ταξιδεύουν στο αίμα. «Δηλαδή ουσιαστικά η πυρκαγιά μετακινείται στους αεραγωγούς προς την καρδιά και τα ζωτικά όργανα. Αυτό έχει σαν συνέπεια να έχουν συχνότερα στεφανιαία σύνδρομα, προβλήματα με την καρδιά και αιφνιδίους θανάτους».
Αν τα άτομα αυτά διαμένουν κοντά στην περιοχή της πυρκαγιάς, τις επόμενες μέρες θα πρέπει να περιορίσουν τη φυσική δραστηριότητα και να παραμένουν σε χώρους ερμητικά κλεισμένους, που μπορούν να κλιματιστούν. Και το ερώτημα για το πόσα 24ωρα πρέπει κανείς να παραμείνει κλεισμένος στο σπίτι του εύλογο.
«Ξέρουμε ότι υπάρχει αθροιστική δράση, όταν κάποιος εκτίθεται σε μία τέτοια ατμόσφαιρα. Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ακούσει το μετεωρολογικό δελτίο και σε περίπτωση που υπάρχει καπνός και ρύπανση στην περιοχή του, να μη βγει έξω για τα επόμενα δύο, τρία 24ωρα».
Επίσης αυτές οι δύο ομάδες (καρδιοπαθείς και πνευμονοπαθείς) θα πρέπει να είναι συνεπείς με την φαρμακευτική τους αγωγή και αν παρατηρήσουν συμπτώματα να επικοινωνήσουν αμέσως με το γιατρό τους, είτε για τροποποίηση της αγωγής, είτε για να δοθεί οδηγία να πάνε στο νοσοκομείο.
Τα παιδιά η πιο ευάλωτη ομάδα
«Θα έλεγα όμως ότι η πιο ευάλωτη ομάδα είναι τα παιδιά, καθώς τα πνευμόνια μεγαλώνουν μέχρι την ηλικία των 8 ετών. Όταν μάλιστα αυτά τα παιδιά ζουν σε ένα σπίτι που οι γονείς καπνίζουν, ή κινούνται σε δημόσιους χώρους που επιτρέπεται το κάπνισμα, τότε η επιβάρυνση είναι αθροιστική και οι συνέπειες δεν είναι άμεσες. Ως εκ τούτου θα πρέπει να πάρουμε μέτρα και για να σταματήσουμε τον κίνδυνο των πυρκαγιών, αλλά και να εφαρμόσουμε τα μέτρα ως προς το κάπνισμα».
Ο Κ. Γουργουλιάνης είναι Διευθυντής Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.