Μια νέα μελέτη σε άνδρες και γυναίκες που πάσχουν από υπερσεξουαλικότητα αποκαλύπτει έναν νέο πιθανό ρόλο της ορμόνης ωκυτοκίνη στη διαταραχή, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στο Epigenetics.
Πρόκειται για ένα εύρημα που έχει τις προοπτικές να ανοίξει το δρόμο για τη θεραπεία της διαταραχής μέσω καταστολής της δραστηριότητας της πρωτεΐνης.
Η διαταραχή της υπερσεξουαλικότητας, δηλαδή οι υπερβολικές σεξουαλικές ορμές, θεωρείται ψυχαναγκαστική διαταραχή της σεξουαλικής συμπεριφοράς και συγκαταλέγεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στις διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων.
Χαρακτηρίζεται από εμμονική σκέψη του σεξ, ψυχαναγκασμό σχετικά με τη σεξουαλική απόδοση, απώλεια ελέγχου, ή σεξουαλικές συνήθειες που πιθανόν να δημιουργήσουν προβλήματα ή κινδύνους. Και ενώ οι εκτιμήσεις σχετικά με την επικράτηση της διαταραχής ποικίλλουν, η βιβλιογραφία αναφέρει ότι επηρεάζει το 3-6% του πληθυσμού.
Η διάγνωση της διαταραχής εγείρει μέχρι σήμερα διχογνωμίες, επειδή πρόκειται για μια κατάσταση που συνήθως κάνει την εμφάνισή της μαζί με άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας, πράγμα που υποδεικνύει ότι θα μπορούσε να αποτελεί μια προέκταση ή εκδήλωση μιας προϋπάρχουσας ψυχικής διαταραχής. Πάντως από νευροβιολογικής άποψης, λίγα έχουν γίνει γνωστά.
«Ξεκινήσαμε να διερευνούμε τους επιγενετικούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς πίσω από τη διαταραχή της υπερσεξουαλικότητας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε αν υπάρχουν χαρακτηριστικά που να τη διαχωρίζουν από άλλα προβλήματα υγείας.
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που αναδεικνύει την ύπαρξη απορρυθμισμένων επιγενετικών μηχανισμών τόσο στη μεθυλίωση του DNA όσο και στη δραστηριότητα του μικρο-RNA και την εμπλοκή της ωκυτοκίνης στον εγκέφαλο στην περίπτωση ύπαρξης της διαταραχής της υπερσεξουαλικότητας», αναφέρει η βασική συγγραφέας της μελέτης, Adrian Boström από το Τμήμα Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου της Uppsala στη Σουηδία.
Οι ερευνητές κατέγραψαν τα μοτίβα μεθυλίωσης του DNA στο αίμα 60 ασθενών με διαταραχή της υπερσεξουαλικότητας και τα συνέκριναν με δείγματα από 33 υγιείς εθελοντές. Συγκεκριμένα, διερεύνησαν 8.852 τμήματα της μεθυλίωσης του DNA που σχετίζονται με τα κοντινά μικρο-RNA για να βρουν ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ των δειγμάτων.
Εκεί που όντως βρέθηκαν αλλαγές στη μεθυλίωση του DNA, οι ερευνητές εξέτασαν τα επίπεδα της γονιδιακής έκφρασης στα σχετικά μικρο-RNA. Επίσης, συνέκριναν τα ευρήματά τους με δείγματα από 107 συμμετέχοντες στη μελέτη, οι 24 από τους οποίους ήταν εξαρτημένοι από το αλκοόλ, για να διερευνήσουν τον συσχετισμό με την εθιστική συμπεριφορά.
Τα αποτελέσματα εντόπισαν δύο τμήματα του DNA που είχαν αλλάξει στους ασθενείς με διαταραχή της υπερσεξουαλικότητας. Η φυσιολογική λειτουργία της μεθυλίωσης του DNA είχε διαταραχθεί και ένα σχετικό μικρο-RNA, που συμμετέχει στη σίγαση των γονιδίων, αποδείχθηκε ότι δεν εκφραζόταν αρκετά.
Η ανάλυση αποκάλυψε ότι το μικρο-RNA που εντοπίστηκε, το μικρο-RNA-4456, στοχεύει γονίδια που συνήθως εκφράζονται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα στον εγκέφαλο και εμπλέκονται στη διαδικασία ρύθμισης της ωκυτοκίνης. Με τον περιορισμό της σίγασης του γονιδίου, η ωκυτοκίνη αναμένεται να βρίσκεται σε αυξημένα επίπεδα, αν και η παρούσα μελέτη δεν επιβεβαιώνει κάτι σχετικό.
Προηγούμενες μελέτες έχουν αποδείξει ότι η ωκυτοκίνη σχετίζεται με τη ρύθμιση των κοινωνικών και ερωτικών δεσμών, της σεξουαλικής αναπαραγωγής και της επιθετικής συμπεριφοράς τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.
Η σύγκριση με τους ανθρώπους που είναι εξαρτημένοι από το αλκοόλ αποκάλυψε την ίδια περιοχή του DNA που είναι σημαντικά υπο-μεθυλιωμένη, υποδεικνύοντας ότι μπορεί να σχετίζεται σε βασικό στάδιο με τα εθιστικά στοιχεία της διαταραχής της υπερσεξουαλικότητας, όπως ο εθισμός στο σεξ, η απορρυθμισμένη σεξουαλική επιθυμία, ο ψυχαναγκασμός και η παρορμητικότητα.
Οι συγγραφείς σημειώνουν, τέλος, ότι η μελέτη αυτή περιορίζεται από το γεγονός ότι η ουσιαστική διαφορά στη μεθυλίωση του DNA μεταξύ των πασχόντων από διαταραχή της υπερσεξουαλικότητας και των υγιών εθελοντών ήταν μόλις 2,6%, επομένως οι επιπτώσεις στις σωματικές αλλαγές μπορεί να θεωρηθούν αμφισβητήσιμες.
Ωστόσο, ο ολοένα αυξανόμενος όγκος ενδείξεων υποδεικνύει ότι έστω και οι ελάχιστες αλλαγές στη μεθυλίωση μπορεί να έχει ποικίλες συνέπειες σε πολύπλοκες καταστάσεις, όπως η κατάθλιψη ή η σχιζοφρένεια.