Ο αυτισμός, μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει την κοινωνική αλληλεπίδραση και την επικοινωνία, μπορεί να διαγνωστεί νωρίς, από την ηλικία του ενός έως δυόμισι ετών. Δύο πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι η παρακολούθηση της οπτικής προσοχής των παιδιών κατά τη διάρκεια κοινωνικών αλληλεπιδράσεων μπορεί να προσφέρει σημαντικές ενδείξεις για τις κοινωνικές και γλωσσικές τους ικανότητες.
Στην πρώτη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, οι ερευνητές εξέτασαν 1.089 παιδιά ηλικίας από ένα έως 2,5 ετών στο Κέντρο Περίθαλψης Children’s Healthcare στην Ατλάντα. Αυτά τα παιδιά παρουσίαζαν συμπτώματα που σχετίζονται με διαταραχές του φάσματος του αυτισμού ή είχαν γενετικούς παράγοντες που τα προδιαθέτουν για αυτή τη διαταραχή. Από αυτά, τα 519 είχαν ήδη λάβει διάγνωση αυτισμού.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στη διαδικασία παρατήρησης των παιδιών καθώς παρακολουθούσαν κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ άλλων ατόμων. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τεχνολογία παρακολούθησης ματιών για να καταγράψουν πού εστιάζει το βλέμμα των παιδιών και πώς αυτό σχετίζεται με τις κοινωνικές τους δεξιότητες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά που παρουσίαζαν λιγότερη οπτική επαφή ή δεν αντιδρούσαν στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να διαγνωστούν με αυτισμό.
Η δεύτερη μελέτη επιβεβαίωσε τα ευρήματα της πρώτης, αναλύοντας περαιτέρω τη σύνδεση μεταξύ της οπτικής συμπεριφοράς και των γλωσσικών ικανοτήτων των παιδιών. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ικανότητα των παιδιών να συμμετέχουν σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μέσω της οπτικής επαφής συσχετίζεται άμεσα με την ανάπτυξη των γλωσσικών τους δεξιοτήτων.
Αυτές οι έρευνες δείχνουν ότι η πρώιμη διάγνωση του αυτισμού είναι δυνατή μέσω της ανάλυσης της οπτικής προσοχής και της συμπεριφοράς των παιδιών σε κοινωνικά περιβάλλοντα. Η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα στην ανάπτυξη των παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού.
Το πείραμα περιλάμβανε την προβολή 14 βίντεο διάρκειας περίπου ενός λεπτού με διάφορες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ νηπίων. Ειδικές κάμερες παρακολουθούσαν τους βολβούς των ματιών στα παιδιά του πειράματος με ρυθμό 120 φορές ανά δευτερόλεπτο για να καταγράψουν μικροκινήσεις ενόσω παρακολουθούσαν τις ταινίες. Στη συνέχεια, τα δεδομένα μεταφορτώθηκαν σε υπολογιστή για να ελεγχθούν από ένα πρόγραμμα ειδικά διαμορφωμένο ώστε να εντοπίζει τις διαταραχές αυτισμού.
Σε σύγκριση με τις τυπικές διαγνώσεις από κλινικό γιατρό, η μέθοδος παρακολούθησης της οφθαλμικής κίνησης είχε 86% ακρίβεια στον εντοπισμό της διαταραχής.
Ο καθηγητής Warren Jones, επικεφαλής συγγραφέας και παιδίατρος στο Πανεπιστήμιο Emory της Τζόρτζια, δήλωσε: «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο τα μικρά παιδιά προσλαμβάνουν τις οπτικές κοινωνικές πληροφορίες μπορεί να χρησιμεύσει ως αποτελεσματικός και αντικειμενικός βιοδείκτης για τον εντοπισμό πρώιμων σημείων αυτισμού».
Η δεύτερη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο JAMA, ήταν κοινής λογικής και ακολούθησε την ίδια ερευνητική διαδικασία, διαπιστώνοντας 78% ακρίβεια συγκριτικά με την τυπική διαγνωστική διαδικασία. Ο Καθηγητής Ami Klin από το Emory που συνέγραψε τη μελέτη, επεσήμανε ότι τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι πολλά παιδιά περιμένουν δύο ή περισσότερα χρόνια για διαγνωστούν -μετά από κουραστικές παραπομπές σε νοσοκομεία και κέντρα- όταν πια έχουν φτάσει στην ηλικία των 4 ή 5 ετών, ενώ θα μπορούσε να έχει διαγνωστεί η διαταραχή πολύ νωρίτερα.
Η δυσκολία διάγνωσης του αυτισμού έχει αναδειχθεί από μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες μια οικογένεια στις ΗΠΑ περιμένει κατά μέσο όρο δύο χρόνια και τρεις μήνες, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο το αντίστοιχο διάστημα υπερβαίνει το ένα έτος, με μέση ηλικία διάγνωσης πάνω από τα πέντε έτη.
Οι επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει με βεβαιότητα στα αίτια του αυτισμού, με την επικρατέστερη υπόθεση να τον αποδίδει σε έναν συνδυασμό γενετικών παραγόντων, όπως το οικογενειακό ιστορικό και η ηλικία των γονέων, και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η σοβαρότητα της διαταραχής ποικίλλει έντονα επίσης σε όλο το αυτιστικό φάσμα, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανότατα δεν υπάρχει κάποια θεραπευτική επιλογή.