«Έχει γεμίσει η θάλασσα ανθρώπους.» Η γεμάτη αγωνία κραυγή των ψαράδων προς το Λιμεναρχείο της Ραφήνας ξεχυνόταν από τον ασύρματο στη γέφυρα του ταχύπλοου επιβατηγού-οχηματαγωγού «Super Runner» το βράδυ της περασμένης Δευτέρας. Ώρες μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς που εγκλώβισε εκατοντάδες ανθρώπους στις παραλίες της περιοχής και τους ανάγκασε να πέσουν στη θάλασσα.
Tρεις Έλληνες καπετάνιοι της ελληνικής ακτοπλοίας ήταν από τους πρώτους που έδωσαν τον δικό τους αγώνα γεμάτοι αυταπάρνηση αλλά και επαγγελματισμό για τη διάσωση από τη θάλασσα συνανθρώπων όπου είχαν βρει καταφύγιο για να γλιτώσουν από τον πύρινο εφιάλτη που κατέκαιγε την ευρύτερη περιοχή στο Μάτι.
«‘Εχουν περάσει οι μέρες και ακόμη τον ύπνο μας στοιχειώνει η εικόνα με τα φοβισμένα μάτια των τριών παιδιών που διασώσαμε μαζί με τους γονείς τους από τη θάλασσα. Ζήσαμε ένα δράμα. Ένα δράμα. Είμαι πατέρας τριών παιδιών και δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου αυτά που έζησα εκείνο το βράδυ» είναι τα λόγια του πλοιάρχου, του «Super Runner», Γιώργου Δήμου που ήταν ο πρώτος που έκανε έρευνα και διάσωση στην περιοχή ερχόμενος από την Τήνο. Ένα δεύτερο πλοίο της ίδιας εταιρείας, της Golden Star Ferries, το «Super Ferry» έκανε και αυτό λίγο αργότερα έρευνα και διάσωση στην ίδια περιοχή.
«Ενημερωθήκαμε από το Olympia Radio από τον Θάλαμο Επιχειρήσεων του υπουργείου Ναυτιλίας ότι αναζητούνται 10 άτομα στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή. Πλησιάζοντας όμως προς το λιμάνι της Ραφήνας ακούγαμε μέσω ασυρμάτου συνομιλίες μεταξύ των καπετάνιων των ψαράδικων ότι υπάρχουν πολλά άτομα στη θάλασσα. «Έχει γεμίσει η θάλασσα ανθρώπους» φώναζαν. Μιλούσαν με το Λιμεναρχείο. Μειώσαμε ταχύτητα, βάλαμε «οπτήρες» δηλαδή παρατηρητές-μέλη του πληρώματος στην πλώρη, στη γέφυρα, δεξιά και αριστερά του πλοίου, ανάψαμε τους φακούς και αναζητούσαμε ανθρώπους στη θάλασσα. Ο λοστρόμος άκουσε μία γυναικεία φωνή να καλεί σε βοήθεια. Έκανα κράττει τις μηχανές και γύρισα την πλώρη στον καιρό. Μέσα σε ένα λεπτό είχαμε κατεβάσει στη θάλασσα τη λέμβο ταχείας διάσωσης. Σε δύο λεπτά τους είχαμε εντοπίσει. Έσβησα τη μηχανή του πλοίου και το κρατούσα με το «προπελάκι». Λόγω του κυματισμού τους ανεβάσαμε από τον καταπέλτη. Ρωτήσαμε το ζευγάρι αν είχε ακούσει άλλους να καλούν σε βοήθεια και μας είπαν όχι. Δώσαμε τα στοιχεία τους στο Λιμεναρχείο της Ραφήνας και ξεκινήσαμε για το λιμάνι. Δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε τα καϊκια γιατί το πλοίο κινείται με τζετ- κινητήρα αεριώθησης και υπήρχε ο κίνδυνος να «ρουφήξει» τον κόσμο που βρισκόταν στη θάλασσα και να κάνει ζημιά στα ψαροκάικα. Έχουν περάσει μέρες και εμείς κάθε φορά που πλέουμε στην ευρύτερη περιοχή της Ραφήνας αναζητάμε ναυαγούς. Ζήσαμε ένα δράμα.»
Ο Γιώργος Δήμου, καπετάνιος του «Super Runner»
Το επιβατηγό-οχηματαγωγό «Tera Jet» βρισκόταν δεμένο στο λιμάνι της Ραφήνας τις ώρες που εκτυλισσόταν η τραγωδία. Ο πλοίαρχος Γιάννης Βουτσελάκος δεν ενημερώθηκε από επίσημες αρχές αλλά από τον διευθυντή της πλοιοκτήτριας εταιρείας SeaJets, υποναύαρχο εν αποστρατεία Νίκο Καβαλλιέρο, για να κάνει έρευνα και διάσωση.
«Πήρα εντολή από τον κο Καβαλλιέρο να ρίξουμε στη θάλασσα τη λέμβο ταχείας διάσωσης και να κινηθούμε προς το Κόκκινο Λιμανάκι που είχε παγιδευτεί κόσμος. Έξω ήταν σκοτάδι- πίσσα ενώ η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή από τους καπνούς και τις στάχτες. Έτσι όπως φυσούσε νόμιζες ότι ο αέρας θα σου κάψει το δέρμα. Ο κυματισμός ήταν 1,5 μέτρο και δυσκόλευε τις προσπάθειές μας αφού το βαρκάκι είναι πεντάμετρο. Οι ψαράδες με το δυνατά φώτα που είχαν στα καΐκια μας βοήθησαν. Το περίεργο είναι ότι ενώ ακούγαμε να πετάνε ελικόπτερα κανένα δεν έριξε φωτιστικές φωτοβολίδες, αυτές που κάνουν τη νύχτα –μέρα. Αν είχαν κάνει θα μας είχαν βοηθήσει πολύ.
Από ένα καΐκι μας είπαν να πάμε προς τα βαθιά όπου υπήρχε πολύς κόσμος. Εκεί εντοπίσαμε 13 άτομα. Όλοι τους εξαντλημένοι. Με το ζόρι καταφέραμε να τους ανεβάσουμε στη λέμβο. Εκεί εντοπίσαμε νεκρή τη 14χρονη Εβίτα.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς το Μάτι όπου αντικρίσαμε περί τα 300 άτομα εγκλωβισμένα στην παραλία. Επικρατούσε πανικός. Θέλανε όλοι να επιβιβαστούν στο βαρκάκι. Υπήρχαν στην παραλία αστυνομικοί και λιμενικοί που τους συγκρατούσαν και προσπαθούσαν να τους ηρεμήσουν. Συγκεντρωθήκαμε 6-7 μικρά σκάφη που μπορούσαν να πλησιάσουν στην παραλία και σιγά-σιγά κάνοντας πολλά δρομολόγια καταφέραμε να τους μετ επιβιβάσουμε σε πλωτά του Λιμενικού που βρισκόντουσαν στα ανοιχτά. Ούτε εγώ ούτε τα μέλη του πληρώματος έχουμε ξαναζήσει τέτοιες καταστάσεις. Ήταν κάτι το συγκλονιστικό».
Ο Γιάννης Βουτσελάκος, καπετάνιος του «Tera Jet»
Ο τρίτος καπετάνιος που έκανε έρευνα και διάσωση κάτω από δύσκολες καταστάσεις ήταν ο Αθανάσιος Χαλάς του «Super Ferry». Μόλις με τρία χρόνια προϋπηρεσία κατέδειξε την υψηλή κατάρτιση, το αίσθημα ευθύνης και τη ναυτοσύνη των νεότερων Ελλήνων αξιωματικών που αποδεικνύονται άξιοι συνεχιστές όλων όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία, διατήρηση και εξέλιξη μίας μοναδικής, παγκοσμίως, ναυτικής κληρονομιάς. Της ελληνικής.
«Φύγαμε από την Άνδρο με προορισμό τη Ραφήνα. Ώρα 20.50’ σύμφωνα με το ημερολόγιο γέφυρας λάβαμε σήμα από το Olympia Radio ότι υπάρχουν αγνοούμενοι. Είχαμε ήδη μία εικόνα από την τηλεόραση. Κατά τις 22.00 φθάσαμε στη θαλάσσια περιοχή. Ελαττώσαμε ταχύτητα και θέσαμε σε εφαρμογή το σχέδιο έρευνας και διάσωσης. Μετά από 20 λεπτά εντοπίσαμε ανθρώπους στη θάλασσα. Επτά δεξιά του πλοίου και δύο αριστερά. Οι δύο φαινόντουσαν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Αποφασίσαμε να διασώσουμε πρώτα αυτούς με τη λέμβο ταχείας διάσωσης. Η ώρα είχε πάει 22.45’.
Όλη αυτή την ώρα μεγάλη μου έννοια ήταν να μην πέσουμε με το πλοίο, που είναι μεγάλο, πάνω σε ναυαγούς που μπορεί να βρίσκονταν στην περιοχή και να μην τους είχαμε ακόμη εντοπίσει αφού είχε σκοτάδι. Στο μεταξύ, τα ρεύματα είχαν μετακινήσει από την αρχική θέση τόσο το πλοίο όσο και τους επτά ναυαγούς με αποτέλεσμα να έχουμε χάσει την οπτική επαφή. Είχα κρατήσει όμως το αρχικό στίγμα τους. Έκανα τους υπολογισμούς και κατευθύνθηκα προς το σημείο που εκτίμησα ότι θα βρισκόντουσαν. Όντως τους εντοπίσαμε. Ήρθε ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού το οποίο κατεύθυνα επιχειρησιακά. Του υπέδειξα που να φωτίσει και διευκόλυνε το έργο μας. Βάσει του ημερολογίου γέφυρας οι επτά συνάνθρωποι μας ήταν σώοι πάνω στο πλοίο μας στις 23.40’. Στη θαλάσσια περιοχή είχε καταπλεύσει και η Φρεγάτα «ΕΛΛΗ» η οποία λίγο αργότερα περισυνέλλεξε σώα, βελγίδα υπήκοο που ήταν σύζυγος ενός εκ των επτά που είχαμε διασώσει. Αντιμετωπίσαμε τη δύσκολη αυτή κατάσταση όπως έπρεπε γιατί είμαστε, όλο το πλήρωμα, πολύ καλά εκπαιδευμένοι. Κάθε εβδομάδα κάνουμε γυμνάσια ώστε να είμαστε πανέτοιμοι, αν χρειαστεί, να αντιμετωπίσουμε διάφορους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν.»