Μια απ’ τις πιο ελκυστικές μορφές που, παρά τις αντινομίες της, πάντα κεντρίζει το ενδιαφέρον μας και ερεθίζει τη φαντασία μας, που με την απίστευτη τύχη της (ή μήπως ικανότητα;) συνέπαιρνε τους συγκαιρινούς της αλλά και τους συγχρόνους μας, είναι η αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Αν τα μισά αληθεύουν απ’ τη Μυστική Ιστορία του Προκοπίου, που σημειωτέον δεν τόλμησε να δημοσιοποιήσει όσο ζούσε ο σπουδαίος ιστορικός, θα μας έκαναν να κοκκινίσουμε από ντροπή. Προσωπικά της βγάζω το καπέλο όχι τόσο για τις δεξιότητες, που αναμφίβολα είχε, όσο γι’ αυτήν τη φλόγα της προσωπικότητάς της που κράτησε αναμμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της και για το γεγονός πως κατόρθωσε από μια ασημαντότητα να κυβερνήσει de facto τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία της εποχής της.
Η Θεοδώρα από μωσαϊκό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα
Γεννήθηκε το 500 κατά πάσα πιθανότητα στην Κύπρο, ενώ άλλοι μιλούν για τη Συρία και, ακόμα μικρό παιδί, ήρθε με τους δικούς της στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με μια κατασκευασμένη απ’ το παλάτι γενεαλογία, ο πατέρας της παρουσιαζόταν ως ένας σεβάσμιος και σοφός συγκλητικός, αλλά μάλλον, που είναι και το πιο πιθανό, ήταν ο Ακάκιος, ένας φτωχός, με επάγγελμα να φυλάει και να τρέφει τις αρκούδες στο αμφιθέατρο για τα θεάματα. Η μητέρα της, ίσως συνονόματη της κόρης, δεν χαρακτηριζόταν από αυστηρότητα των ηθών, όπως και όλες οι γυναίκες στον χώρο του θεάματος, των παρασκηνίων και του τσίρκο. Η Θεοδώρα ήταν η μεσαία από τρεις αδελφές, τηνΚομιτώ και την Αναστασία και στην αρχή συνόδευε τη μεγαλύτερη στη σκηνή του θεάτρου παίζοντας μικρούς ρόλους.
Ήταν πανέμορφη, μια νεαρή με ασύγκριτη χάρη, ένα θελκτικό κάπως χλομό και θαμπό πρόσωπο, με δυο μεγάλα φλογερά εκφραστικά μάτια γεμάτα ζωή και ένα “θανατηφόρο” κορμί. Επιπλέον, ήταν έξυπνη, πνευματώδης και διασκεδαστική. Διέθετε μια εύθυμη, αστεία πονηράδα που τύλιγε τους ελαφρόμυαλους θαυμαστές της. Ακαταμάχητη, γοητευτική, δραστήρια, αυθάδης και τολμηρή, δεν περίμενε τις τιμές και τις φιλοφρονήσεις να έρθουν, αλλά τις προκαλούσε και τις ενθάρρυνε με μια πανέξυπνη, κεφάτη θρασύτητα χωρίς πολλές ηθικές προκαταλήψεις. Έτσι, με τη σπάνια και ακούραστη ερωτοπαθή ιδιοσυγκρασία της πέτυχε, όχι μόνο στο θέατρο.
Με τη κωμική της φλέβα και περισσότερο γυμνή παρά ντυμένη πάνω στη σκηνή προσέλκυσε τα βλέμματα της πρωτεύουσας. Με λίγα λόγια, έγινε γνωστή με τις τρέλες των συμποσίων της, τη θρασύτητα των λόγων της και το πλήθος των εραστών και κάπου εκεί, δεκαεφτάχρονη, έμεινε έγκυος! Ωστόσο, θεωρώντας πως το παιδί θα ήταν εμπόδιο στη θεατρική της καριέρα, το άφησε στα χέρια του πατέρα του, ενός κρατικού υπαλλήλου, που, όταν μετατέθηκε στην Αραβία, το πήρε μαζί του, απαλλάσσοντας τη Θεοδώρα απ’ αυτό το “βάρος”.
Μια άλλη ενασχόλησή της, σ’ εκείνη την εποχή που, κάτω απ’ τον χριστιανικό μανδύα, βασίλευε η χλιδή, η ακολασία, η δολοπλοκία και η διαφθορά, ήταν η παρασκευή ερωτικών φίλτρων με τη βοήθεια των φιλενάδων της Ινδαρούς και της Χρυσομαλλούς, που θα εξασφάλιζαν αιώνια και διαβολική εξουσία στους θαυμαστές τους. Εξάλλου, ως γνήσιο τέκνο της εποχής της πίστευε στους δαίμονες, στους μάγους, στις μάντισσες και στους ονειροκρίτες. Έχοντας λοιπόν εμπιστοσύνη στο μέλλον, καρτερούσε τη μοίρα της.
Τότε, ερωτεύτηκε τον αξιωματούχο Εκήβολο, ο οποίος ορίστηκε κυβερνήτης της Πεντάπολης της Αφρικής. Τον ακολούθησε, αλλά γρήγορα η σχέση τους διαλύθηκε. Έμεινε ολομόναχη και για να ζήσει εξάσκησε το επάγγελμα της πόρνης στην Αντιόχεια και στην Αλεξάνδρεια. Έμεινε στη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο σχεδόν τέσσερα χρόνια ως το 521. Εκεί έζησε από κοντά τους διωγμούς της κυβέρνησης εναντίον των αιρετικών, ιδιαίτερα των μονοφυσιτών, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί και να τους συμπαθήσει. Στην Αντιόχεια γνώρισε τη Μακεδονία, μια γυναίκα που είχε γνωριμίες στην πρωτεύουσα και θα τη βοηθούσε για την επιστροφή της. Κάπως πιο ώριμη πια, συνετισμένη και αηδιασμένη απ’ την περιπλανητική ζωή της, θέλησε να αφοσιωθεί σε μια ζωή αποτραβηγμένη και αγνή.