Αν θέλετε να συναντήσετε από κοντά τον «Παρθενώνα της Πελοποννήσου», όπως λέγεται ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα, τότε δεν έχετε παρά να κρατήσετε σημειώσεις για ένα μοναδικό ταξίδι στη φύση και την Ιστορία μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας. Μόλις 80 χλμ. από την Τρίπολη στέκει η ηρωική λιθόκτιστη Ανδρίτσαινα περικυκλωμένη από πολυθρύλητα φαράγγια, ορμητικά ποτάμια και καταπράσινα δάση. Στη σκιά του Λύκαιου Ορους, κοντά στα όρια Ηλείας και Αρκαδίας και σε υψόμετρο 750 μέτρα, η Ανδρίτσαινα, ένα από τα πιο γραφικά μέρη της Πελοποννήσου, αφηγείται τη μακραίωνη Ιστορία της αλλά και εντυπωσιάζει για την αρχιτεκτονική της, τα αρχοντικά της και τα λιθόστρωτα δρομάκια.
Μπορεί ο οικισμός να μην έχει ανεπτυγμένη τουριστική υποδομή, ωστόσο αποτελεί ιδανικό προορισμό για μια μονοήμερη εκδρομή, γεμάτη γνώση και ομορφιά. Από τα σημεία ενδιαφέροντος εντός του οικισμού ξεχωρίζουν η ιστορική Βιβλιοθήκη, που διαθέτει σπάνιες εκδόσεις, και το Λαογραφικό Μουσείο, που στεγάζεται στο Αρχοντικό του Γεωργίου Κανελλοπούλου και περιλαμβάνει πάνω από 4.000 εκθέματα. Μην παραλείψετε να απολαύσατε την ηρεμία κάτω από τον γερο-πλάτανο της κεντρικής πλατείας, προτού πάρετε το δρόμο για τις Βάσσες, όπου βρίσκεται ο σημαντικότερος και ο πιο μεγαλοπρεπής αρχαίος ναός της Πελοποννήσου.
Σημειώνουμε ότι η περιοχή της Ανδρίτσαινας «κοσμείται» επίσης με δύο πανέμορφα μυθικά ποτάμια, τον Αλφειό και τη Νέδα, του μόνου ποταμού με θηλυκό όνομα. Ακολουθώντας τον ρου του ποταμού Νέδα, μια μαγευτική διαδρομή 14 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Ανδρίτσαινας, στην τοποθεσία Βάσσες, βρίσκεται ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα, ο οποίος είναι αφιερωμένος στο θεό του ήλιου.
Ο επονομαζόμενος και «Παρθενώνας της Πελοποννήσου» ναός χτίστηκε προς τιμήν του θεού Απόλλωνα που έσωσε τους κατοίκους της Αρχαίας Φιγαλείας από την επιδημία πανούκλας που μάστιζε την περιοχή, την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Εδώ, σε υψόμετρο 1.131 μέτρων, στη Φιγαλεία βρίσκεται ο μεγαλοπρεπής αρχαίος ναός, έργο του Ικτίνου, του μεγάλου αρχιτέκτονα της αρχαιότητας, που μαζί με τον Καλλικράτη σχεδίασαν τον Παρθενώνα. Το πανανθρώπινο αυτό στολίδι της αρχιτεκτονικής ήταν το πρώτο από τα θαυμαστά μνημεία της Ελλάδας, το πρώτο ελληνικό μνημείο που συμπεριελήφθη στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO το 1986.
«Οι κολόνες του ναού εκφράζουν την ουσία όλης ετούτης της βουνίσιας αυστηρότητας κι ερημιάς». Τα λόγια του Καζαντζάκη συμπυκνώνουν το δέος και την ομορφιά του Ναού του Επικούριου Απόλλωνα.
Η πλαγιά όπου ο ναός είναι χτισμένος έχει διαμορφωθεί τεχνητά σε οριζόντιο επίπεδο. Ο ναός, στη σημερινή του μορφή, οικοδομήθηκε ανάμεσα στο 420 και το 400 π.Χ. και δεν ακολουθεί το συνήθη προσανατολισμό του άξονα Ανατολής-Δύσης αλλά Βορρά-Νότου. Με αρχαϊκά στοιχεία, αλλά και μεγάλες καινοτομίες αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού όλων των περιηγητών ανά τους αιώνες. Ο Παυσανίας, ο οποίος έφτασε το 2ο αιώνα μ.Χ. στις Βάσσες, έμεινε έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο και τη δύναμή του. Εικάζεται πως η κεντρική στήλη του ναού αντανακλούσε την πρώτη ακτίνα του θερινού ηλιοστασίου, αντιπροσωπεύοντας το αιώνιο απολλώνιο φως.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο Ικτίνος για την κατασκευή του προτίμησε να χρησιμοποιήσει υλικό από την περιοχή, τον τεφρό ασβεστόλιθο. Αυτή η επιλογή λέγεται πως είχε ως αποτέλεσμα ο ναός να μοιάζει με φυσικό στοιχείο του χώρου. Το ίδιο το φως χρησιμοποιείται από το μεγάλο καλλιτέχνη ως δομικό στοιχείο του ναού. Οι αναλογίες του μήκους και του πλάτους είναι έτσι υπολογισμένες, ώστε το τεράστιο μέγεθος του ναού να εξισορροπείται από τη χάρη που αποπνέει. Τα εξωτερικά στοιχεία του ναού είναι αυστηρά δωρικά, ενώ στο εσωτερικό του οι γλυπτικές συνθέσεις και ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος είναι απαράμιλλης τέχνης και κάλλους. Η σημαντικότατη ζωφόρος του ναού, με παραστάσεις του Ηρακλή, των Κενταύρων και των Αμαζόνων, βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1812 από ομάδα διαπρεπών Ευρωπαίων αρχαιολόγων και συνεχίστηκαν το 1902 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό τους αρχαιολόγους Κ. Κουρουνιώτη, Κ. Ρωμαίο και Π. Καββαδία. Από το 1987 ο ναός και το ασβεστολιθικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος προστατεύονται από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες με ειδικό στέγαστρο, που θα απομακρυνθεί, σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού, μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων εργασιών.