Όταν η Βίκυ Βανίτα έγραφε μια ιστορία αγάπης για τον γάτο της
Η μελαγχολική και παράξενη ηθοποιός του παλιού ελληνικού σινεμά, που έζησε και πέθανε μόνη, είχε γράψει στο περιοδικό symbol ένα σπάνιας ευαισθησίας άρθρο για τη γνωριμία, τον έρωτα και την απώλεια ενός γάτου, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του.. μελοδράματος –για τους μοναχικούς ανθρώπους.
Γνωριστήκαμε στις 22 Ιουλίου του 1982. Η Μαρινέλλα γιόρταζε μια δισκογραφική της επέτειο και στο σπίτι του Αντύπα της Polygram στην Aνάβυσσο ήμασταν παρόντες άπαντες. Alegria στην ατμόσφαιρα. Η χαρά της γιορτής. Εδέσματα. Τούρτες. Σαμπάνια. Δεν θυμάμαι αν ήταν Kυριακή ή Tετάρτη, αλλά δεν ξεχνώ ότι κατά τη διάρκεια του πάρτι είχα την απροσδιόριστη αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί… Γύριζα χαρούμενη και γελαστή από παρέα σε παρέα. Λέγαμε όλες αυτές τις χαριτωμένες ανοησίες που ανταλλάσσει κανείς σε κοσμικοκοινωνικές συγκεντρώσεις. Κοιτούσα δεξιά, αριστερά, πίσω μου. Αλλά τίποτα. Το συναίσθημα, εκεί. Και ο μυστηριώδης «κάποιος» αόρατος. Ώσπου κάθισα. Και τότε ήρθε…
Μια χνουδωτή μπάλα ήρθε και κούρνιασε στο αριστερό μου πόδι. Ένα γατί μαύρο-άσπρο με ροζ μύτη. Το σήκωσα. Ένα χέρι έφτανε. Αγκαλιές, φιλιά. Το πήγα στην κυρία του σπιτιού. Μου είπε ότι η γάτα τους γέννησε πριν από έναν μήνα και αν ήθελα, να μου το χάριζε. Ήθελα. Κάτι η ταύτιση των ζωδίων μας (είμαστε Δίδυμοι και οι δύο), κάτι το σημαδιακό της ημερομηνίας (κάθε 22 Ιουλίου ο Μέγας Αλέξανδρος «γιορτάζει» εδώ και αιώνες τα γενέθλιά του), κάτι γιατί μ’ αρέσει που επέλεξα ανάμεσα στο πλήθος των καλεσμένων, βρέθηκα αργότερα, χωρίς να το συνειδητοποιήσω καλά-καλά, σε ένα αυτοκίνητο γνωστών μου, που προθυμοποιήθηκαν να με πάνε σπίτι μου στο Κουκάκι, με ένα γατί κολλημένο πάνω μου σαν χαλκομανία και μία σακούλα με άμμο, μπισκότα, κροκέτες και ένα κουτί γάλα. Άπλωσα την πραμάτεια στην κουζίνα. Και πήγα για ύπνο.
Το πρωί κατάλαβα τη διαφορά… Με τον πρώτο βήχα είδα ένα τόσο δα πλασματάκι, που το είχα ξεχάσει στο μεταξύ, να τρέχει σαν τρελό. Στην αρχική διαδικασία της μέρας (μία λίμνη καφέ-μισό πακέτο τσιγάρα) ένας τρομαγμένος γάτος έκανε φούρλες και ζούρλες ανεξέλεγκτες. Στα διαλείμματα κοιταζόμασταν. Έτσι άρχισε η κοινή μας ζωή.
Τον πρώτο καιρό ήμασταν όλο βόλτες. Τον έβαζα σε μια ψάθινη κρεμαστή τσάντα που είχα φέρει απ’ τη Μομπάσα της Κένυας και κάναμε εκδρομές στο σπίτι της αδελφής μου στη Γλυφάδα και επισκέψεις σε σπίτια φίλων. Τακτικότατα πηγαίναμε και στο διπλανό μου σπίτι. Το σπίτι της μαμάς μου. Εκεί, μαζί με τη γιαγιά μου, κάναμε χάζι τον «μικρό» που σαλτάριζε πάνω στα τραπέζια και όπου αλλού ήθελε. Έπαιζε. Το γλεντούσαμε. Στο μεταξύ, με την ευχέρεια επιλογής που είχε διάλεξε και το όνομά του. Του έλεγα διάφορα ονόματα. Με κοίταζε με το γνωστό, αλλά άγνωστο σ’ μένα τότε, αυτισμό των γάτων. Μόλις όμως άκουγε το όνομα «Ντέμιαν», κούναγε αυτί. Δεξί ή αριστερό, εναλλάξ. Μάλιστα. Το βρήκαμε. Κι έτσι, ο Έρμαν Έσε, ο αγαπημένος συγγραφέας της φυλής των καλλιτεχνών, έγινε ο νονός του γάτου.
Και ο Ντέμιαν μεγάλωνε και γινόταν όμορφος σαν ζωγραφιά. Ούτε μία πινελιά παραπανίσια. Και είχε και αυτήν τη φοβερή ροζ μύτη. Και μάτια σαν πιατάκια του καφέ που με κοιτούσαν με αγάπη τρισδιάστατη. Και ο καιρός περνούσε. Ο Ντέμιαν είχε γίνει πια μέρος της καθημερινότητάς μου, μέλος της οικογένειάς μου. Και ο καθένας τους είχε και από ένα κωδικό όνομα. «Πιτσιρίκι» τον έλεγε ο μπαμπάς μου. Η μαμά επέμενε στην ελληνική εκδοχή του ονόματός του. Τον αποκαλούσε «Δαμιανό». Μια μέρα, μία από τις αδελφές μου με ρώτησε: «Τι κάνει αυτό το χνουδωτό θρίλερ που έχεις στο σπίτι σου;» «Το μωρό της Ρόζμαρι κάνει» της απάντησα. Του ‘μεινε κι αυτό… Όσο για τους φίλους, ο κωδικός του ήταν «ο γάτος αγάπης» και «ο επιθεωρητής Γαβέρης».
Και η ζωή κυλούσε με τους συνήθεις επαγγελματικούς ρυθμούς. Πήγαινα στη Μυτιλήνη για να γυρίσουμε το «γυμνό κορίτσι». Έφευγα για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να δούμε το «Ρεμπέτικο», μια ταινία ζωής για όλους μας. Είχα τα θεατρικά μου. Έγραφα τις συνεντεύξεις μου στο «Τηλέραμα». Αγύρτευα κιόλας, σαν κοπέλα που ήμουν κι εγώ τότε.
«Έμενα πιο πολλές ώρες στο σπίτι. Για διασκέδαση ούτε λόγος πια. Άφησα χωρίς λύπη πίσω μου “τις μέρες του κρασιού και των λουλουδιών”. Μεγάλωσα. Αυτό ήταν όλο»… Φωτογραφημένη με τον Νίκο Γαλανό στο Φαντάζιο.
Όλα τα έκανα. Και το βράδυ, επιστροφή στο σπίτι. Και ο Ντέμιαν πάντα εκεί. Εξομολόγος μου. Να του τα λέω όλα. Για πρώτη φορά ανακάλυπτα πόσο σημαντικό είναι να σε ακούει κάποιος, ακόμα και όταν έχεις ζόρικες ιστορίες να τους πεις για ζορισμένες καταστάσεις. Συνήθως –και αυτό το έμαθα καλά,– όταν ο απέναντί σου οσφραίνεται «πρόβλημα», πρώτα σε κοιτάζει μ’ εκείνη τη ματιά που υποδηλώνει «ατενίζω τον ορίζοντα της αδιαφορίας» και ύστερα λέει «λοιπόν, Βικάκι μου, τα λέμε. Να τηλεφωνηθούμε από Δευτέρα». Ο Ντέμιαν, ωστόσο, με άκουγε πάντα. Κουνούσε αυτί. Κουνούσε ουρά. Είχαμε τα δικά μας νεύματα. Τον δικό μας μυστικό κώδικα επικοινωνίας. Τα λέγαμε. Κι ύστερα, εξαντλημένοι, πηγαίναμε για ύπνο. Στο ίδιο κρεβάτι, εννοείται. Και αυτό το είχε διαλέξει. Κοιμόταν στα πόδια μου. Το πρωί ξυπνούσαμε σαν φιγούρα τράπουλας. «Καλημέρα, γιαβρί μου» έλεγα. «Πάμε για ζωή. Πάμε για δουλειά».
Στις 9 Μαΐου 1984 πέθανε η γιαγιά μου. Σπάραξα. Για χρόνο αόριστης διάρκειας με φώναζε «μαμά». Καμία ψευδαίσθηση. Ο ήχος ήταν καθαρός. Αναπαραγωγή, υποθέτω, του ήχου που άκουγε. Δεν ξέρω. Πάντως, γεγονός είναι ότι μέρα με την ημέρα γινόμασταν απαραίτητοι ο ένας στον άλλο. Αλλά και πάλι έφευγα. Το Παρίσι και το Λονδίνο ήταν το κάτι σε πρόχειρο. Και με την πρώτη ευκαιρία πήγαινα εκεί που αγαπούσα, στον Ινδικό Ωκεανό. Και από τον Ισημερινό γύριζα πάλι στο Κουκάκι. Στο σπίτι μας. «Εκείνος» με αντιμετώπιζε επιτιμητικά στην αρχή και με την αγάπη των τριών διαστάσεων στη συνέχεια. Και το πολύ γνωστό πια σάλτο στην αγκαλιά μου. Γραπωνόταν με όλη του τη δύναμη στον αριστερό μου ώμο. Ένιωθα τα νύχια του. Κι εγώ χάιδευα το «μωρό της Ρόζμαρι» σαν να ήθελα να περάσω μέσα από τη γυαλιστερή μαύρη γούνα του το χέρι μου, να φτάσω στην καρδούλα του, που χτυπούσε σε ρυθμούς ροκ εν ρολ.
Και ο χρόνος έτρεχε με ξέφρενους ρυθμούς. Κι εμείς γινόμασταν όλο και πιο «ένα». Μοιραζόμασταν τα πάντα. Επαγγελματικές επιτυχίες. Κεσάτια στη δουλειά. Λεφτά και οδυνηρές αφραγκίες. Καθόλου δεν με ένοιαζε που ανάμεσα σε ένα πακέτο τσιγάρα και μια κονσέρβα εγώ, η φλογερή καπνίστρια, διάλεγα το δεύτερο. Ο Ντέμιαν έπρεπε να φάει καλά, να έχει και τις λατρεμένες κροκέτες του και ό,τι τραβούσε η ψυχούλα του. Δεν είχε άλλον από μένα να τον νοιάζεται έτσι. Σιγά-σιγά, όμως «κολλούσα» όλο και πιο πολύ απάνω του. Έμενα πιο πολλές ώρες στο σπίτι. Για διασκέδαση ούτε λόγος πια. Ο τυφώνας «μοντελοκατάσταση» που είχε ενσκήψει, σε συνδυασμό με τα πάρτι δημοσίων σχέσεων, με έκαναν να βαριέμαι αφάνταστα. Κάθε «μουρλοκακομοίρης» έκανε πάρτι γενεθλίων δύο-τρεις φορές τον χρόνο για να έχει να λέει μετά: «Οι παπαράτσι λεηλατούν την προσωπική μου ζωή». Σπίτι. Με τον Ντέμιαν, την τηλεόραση και τα γραφτά μου. Άφηνα χωρίς λύπη πίσω μου «τις μέρες του κρασιού και των λουλουδιών». Μεγάλωνα. Αυτό ήταν όλο. Και το ‘ξερα. Και το ‘λεγα και στον Ντέμιαν. «Βρε, εγώ γερνάω κι εσύ μπουμπουκιάζεις. Πες μου το μυστικό σου». Κι εκείνος δεν απαντούσε. Έδινε και έπαιρνε αγάπη. Τι άλλο ήξερε;
Έμαθα εγώ. Στις 18 Αυγούστου του 1995 πέθανε ο πατέρας μου. Ρήμαξα. Μια σελίδα της παιδικής μου ηλικίας έκλεισε με πολύ βίαιο τρόπο. «Πρόσεξε κακομοίρη μου», δήλωσα στον Ντέμιαν, «αν με πεις μπαμπά, θα φας όλο το ξύλο που δεν έφαγες στα τόσα χρόνια της γνωριμίας μας».
Δεν με είπε μπαμπά…
Κατόπιν κοινής συμφωνίας –της δικής μας μυστικής επικοινωνίας– αρχίσαμε να οργανώνουμε τη ζωή μας από την αρχή. Τώρα αφιέρωνε πολλές ώρες στον ύπνο του. Έτσι έγινε και ο περίφημος «λόφος ντέμιαν». Χωνόταν κάτω από τα σκεπάσματα όταν κρύωνε κι έκανε ένα βουναλάκι με το σώμα του. Εγώ, για να ξεχάσω, το ‘ριξα στην κηπουρική. Από κοντά αυτός, ό,τι κι αν έκανα. Κι έτσι περνούσαν καλοκαίρια και χειμώνες, Χριστούγεννα και Πάσχα. Οι προσωπικές μας επέτειοι και οι γιορτούλες που κάναμε σπίτι με τους λιγοστούς πια φίλους μας. Τους πολλούς δεν τους επέτρεπε ούτε ο χώρος μου ούτε η επιλογή του «αφέντη» μου. Απεχθανόταν οποιαδήποτε υποψία φλερτ στην ατμόσφαιρα. Αλλιώς, πήγαινε ήρεμα στον «υποψήφιο», τον μύριζε και ύστερα του έδινε μια «ουριά», που υποθέτω θα θυμάται ακόμα ο άνθρωπος. Λοιπόν, αδελφοποιτοί ή τίποτα. Ας είναι…
Ώσπου ήρθε κι αυτό. Μας έμελλε να ζήσουμε αντάμα τον πιο καυτό Ιούλιο από το 1878, τότε που άρχισαν οι επίσημες μετρήσεις θερμοκρασίας. Λοιπόν: 1998. Και γυναίκα και γάτος – αυτοί οι δύο που κάνουν μια μεγάλη διαδήλωση σε ένα μικρό σπίτι παίζουν τον ρόλο και των 40 παίδων στο καμίνι. Εγώ στη γνωστή θέση. Γράφω στο γραφείο μου. Ο Ντέμιαν στον καναπέ δίπλα μου κοιμάται. Ξυπνάει και βγάζει φωνή μεγάλη: «Αααχ». Φεύγει σφαίρα στον «κήπο» και επιστρέφει κουτσαίνοντας! Μου ρίχνει μια περίλυπη ματιά και κουρνιάζει στα πόδια μου. «Μαμά, πονάω, μαμά».
Τότε ήταν που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Ο Ντέμιαν δεν τρώει. Μόνο νερό πίνει. Αυτός που σαλτάριζε κάθε πρωί στον πάγκο της κουζίνας, μπας και χάσει καμιά λεπτομέρεια από το φτιάξιμο του πρωινού καφέ, τώρα κινείται ελάχιστα. Και κοιμάται μόνο στα θερινά ανάκτορα. Έτσι λέγαμε το κάτω μέρος του κρεβατιού μου, όπου κοιμόταν τα καλοκαίρια για δροσιά. Τώρα πάω εκεί μαζί του κι εγώ. Του λέω ιστορίες για τη Μομπάσα, το καλοκαιρινό παλάτι του Φαρούκ που είχα επισκεφθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Χαμπάρι. Και μια θλίψη… Παναγιά μου.
Κι εμένα να με κυνηγούν πάλι οι οιωνοί και να τρέχω να τους ερμηνεύσω. Πάλι 22 Ιουλίου, έρχεται σπίτι ο Πέτρος, ο γιατρός μικρών ζώων. Τον βρήκε σε απόλυτη εξάντληση. Κάτι για τα δόντια του μου είπε. Μια πληγή στο στοματάκι του. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να φάει. Είναι και 16 χρονών.
Είναι και η ζέστη. Μου άφησε κάτι τροφοτονωτικές κρέμες, μία συνταγή για αντιβίωση. Έφυγε αυτός. Έτρεχα στα φαρμακεία εγώ. Και στο pet shop. Για κονσέρβες ιατρικού τύπου αυτήν τη φορά. Εγώ που σιχαινόμουνα (και πάντα τις σιχαίνομαι) τις ενέσεις προσπαθούσα «με ενέσιμο τρόπο» να του δώσω μια στάλα τροφής. Αρνείται. Αυτός που σιχαινόταν από μια σταλιά το γάλα, τώρα το πίνει. Και είναι τόσο μεγάλη η ζέστη, που το γάλα γίνεται αμέσως γιαούρτι. Ήταν η πρώτη φορά που σιχάθηκα το σπίτι μου, έτσι έκθετο στον καιρό που είναι. Φωτιά…
Σε κατάσταση πυρκαγιάς μπαινόβγαινα. Κυριακή. Με την ίδια κυριακάτικη συνέπεια τρία χρόνια τώρα πάω με τη μαμά μου στο κοιμητήριο, στον μπαμπά μου. «Μάνα», της λέω, «το παιδί τη βγάζει-δεν τη βγάζει. Κατάλαβες τώρα γιατί δεν θα τρελαθώ ποτέ; Θάνατος, ρε, είναι παντού». «Παιδί μου, παιδιά μου» ψέλλισε και μου έσφιξε το χέρι έτσι που μόνο εκείνη ξέρει να το κάνει.
Πάω σπίτι με την ψυχή στο στόμα. Ο Ντέμιαν με περίμενε, όπως πάντα. «Σαν σβησμένα» πόδια πια ο λιπόσαρκος. Στέκεται. Τρέμει. Πέφτει. Σηκώνεται. Πώς έγινε έτσι ο τετράπαχος γάτος μου; Βάζω να ποτίσω. Μ’ ακολουθεί. Από κοντά μου πάντα αυτός. Μα, πώς το κάνει; Της φύσης τα μυστήρια…
Αυτός που το νερό δεν ήταν το καλύτερό του δέχεται τώρα να του βρέξω το φλογισμένο του μέτωπο. Έτσι μας βρήκαν τα μεσάνυχτα. Πέρασαν κι αυτά. Και φτάσαμε στην τελευταία πράξη. Της Αγίας Παρασκευής και ξημερώνοντας του Αγίου Παντελεήμονα η χάρη, στις τρεις τα ξημερώματα, ο Ντέμιαν με ένα «αχ» στα χέρια μου ξεψύχησε. Αυτό ήταν. Τετέλεσται. Κι εγώ η παραλογισμένη να το χτενίζω το γατί μου και να του λέω: «Άφτιαχτο κι αστόλιστο του Χάρου δεν σε δίνω. Και τώρα πάω μια βόλτα κι άμα γυρίσω, ξέρεις εσύ».
Άρχισα να κυκλώνω τα τετράγωνα. Νύχτα. Ζέστη. Σκατά. Πρώτη σκέψη: «Και τώρα θα πάω στα νησιά Γκαλαπάγκος». Δεύτερη σκέψη: «Μα, δεν είδες, χριστιανή μου, στις ειδήσεις που κάηκαν όλα εκεί πέρα; Πού πας;». Πάω στον Ντέμιαν. Με περίμενε στο κρεβάτι, έτσι όπως τον είχα αφήσει. Τελευταίες διαδικασίες: τυλίγω με μια πετσέτα το ακόμα ζεστό κορμί του. Κι εδώ η μνήμη πανηγυρίζει την απώλειά της… Τι έκανα εγώ στον κήπο με τις πικροδάφνες; Τι ήθελαν κάτι στραβωμένα κουτάλια στα χέρια μου;
Γιατί οι μπάτσοι που έτρεχαν αλλόφρονες στη Συγγρού για μια βόμβα που έβαλαν παρακάτω με κοιτούσαν με κατανόηση; Κι επιτέλους, «εγώ η άλλοτε χρυσαφένια γυναίκα» γιατί πήγαινα κόντρα στο ρεύμα της κυκλοφορίας στις πέντε γέφυρες, η ορφανή στους πέντε δρόμους; Πέρασα τον πιο «καθημαγμένο» Αύγουστο, από την απώλεια του πατέρα μου και μετά. Και όλοι φευγάτοι. Στις διακοπές τους. Ή όπου αλλού… Άκουσα τον ήχο της σιωπής. Εκκωφαντικός.
Έναν χρόνο μετά, ό,τι απόμεινε από τον Ντέμιαν είναι η ιατρική γνωμάτευση: «νεφρική ανεπάρκεια». Ένα μουστάκι του που βρήκα όταν και άμα αποφάσισα να καθαρίσω το σπίτι. Το κόλλησα στο ημερολόγιο του γάτου. Οι ημεροδείκτες πέφτουνε, όπως και οι κορνιζαρισμένες φωτογραφίες γύρω μου. Παντού. Ακίνητος ο χρόνος. Σαν κυκλωμένο τετράγωνο. Φτιάχνω τον σάκο μου πάλι. Αύριο φεύγω για την «εξωτική» Καβάλα. Με περιμένει η Μιρέλλα Παπαοικονόμου και το καινούργιο της σίριαλ. «Μillennium». Στο Σταρ. Στο σπίτι. «Ουδέν πρόβλημα», ξέρω. Κανείς πια δεν θα περιμένει την επιστροφή μου. Σαν «αμέρικαν γκράφιτι». Οι τίτλοι ζωγραφίζονται. Ο Ντέμιαν θα ‘ναι έτσι κι αλλιώς μαζί μου, όπου κι αν πάω. Κι έχουμε κάτι γέλια να κάνουμε… μα κάτι γέλια…
Ωραίο κείμενο,ομορφιά και μεγαλείο της ζωής.
Εμένα πάντως μου άρεσε το κείμενο της, πολύ όμορφο και με ευαισθησία.
απο τις πιο ωραιες γυναικες.