Η Κάμαλα Χάρις μπήκε στη μάχη για την προεδρία 100 μέρες πριν από τις εκλογές και παρά την αρχική δυναμική της, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του Δημοκρατικού κόμματος.
Παρά τα φαρμακερά βέλη που εκτόξευε με κάθε ευκαιρία εναντίον της ο αντίπαλός της, δε μπόρεσε να κερδίσει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, και συγκέντρωσε στο πρόσωπό της τη δυσαρέσκεια και τη φθορά της τετραετούς διακυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν.
Απογοητευμένοι οι υποστηρικτές της Χάρις στην Ουάσιγκτον πληροφορήθηκαν από τον επικεφαλής της εκστρατείας την αναβολή της προγραμματισμένης ομιλίας της.
Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω από την εξέδρα που είχε στηθεί έξω από το Πανεπιστήμιο Χάουαρντ προς τιμήν της πιο διακεκριμένης απόφοιτής του αρχίζει να διαλύεται. Από τα μεγάφωνα εξακολουθούσε να ακούγεται μουσική όμως η ατμόσφαιρα θύμισε αποχώρηση ηττημένου στρατεύματος που εγκαταλείφθηκαν από το στρατηγό τους.
«Είμαι ειλικρινά πολύ απογοητευμένος. Αλλά το περίμενα αυτό πέρυσι ειδικά μετά από όσα συνέβησαν στη Γάζα. Αλλά ακόμα και πριν όταν ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει πάλι την προεδρία, είδα ότι δεν υπήρχε ενθουσιασμός. Το είδα να έρχεται και είχα όλη μέρα αυτή την αίσθηση στο στήθος μου», λέει ο Σουφιάντ, ψηφοφόρος της Κάμαλα.
Ανάλογη πάντως ήταν και η στάση της υποψήφιας των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον πριν από 8 χρόνια, όταν παρά την υπεροχή της σε ψήφους ο Ντόναλντ Τραμπ εξασφάλισε την πλειοψηφία των εκλεκτόρων, κλείνοντάς την έξω από το Λευκό Οίκο. Μόνο την επομένη των εκλογών η Κλίντον απευθύνθηκε δημοσίως αποδεχόμενη το αποτέλεσμα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αποδείχθηκε «πολύ σκληρός» για να ηττηθεί από μια γυναίκα σε μια κοινωνία που παραμένει βαθιά συντηρητική και πατριαρχική.
Στα κέντρα της εκστρατείας των Δημοκρατικών σε διάφορες πολιτείες επικρατούσε κατήφεια και πικρία.
Στις σύγχρονες δημοκρατίες πάντως, οι όροι του πολιτικού παιχνιδιού είναι περίπλοκοι και όσοι τους γνωρίζουν σε βάθος και διαθέτουν τα μέσα μπορούν να τους εκμεταλλευτούν αποκομίζοντας τα οφέλη.