Αξέχαστα έχουν μείνη τα τραγούδια και η φήμη του ανθρώπου που έκανε τον όρο «μπουζουξής» σε τιμητική προσφώνηση.
Λέγεται συχνά ότι ο Τσιτσάνης ήταν αυτός που έκανε το ρεμπέτικο τραγούδι λαϊκό. Βγάζοντας το μπουζούκι από το σκοτάδι των τεκέδων και των χαμαιτυπείων.
Ο Τσιτσάνης τραγούδησε τους πόθους και τους καημούς του Έλληνα όσο λίγοι. Καταπράυνε τη φτωχολογιά και την εργατιά, μίλησε για την προσφυγιά και τον νόστο.
Ο άνθρωπος που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του όχι μόνο στη μουσική παράδοση αλλά και σε ολάκερο τον νεοελληνικό πολιτισμό.
Τα αρχικά του χρόνια
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννιέται στις 18 Ιανουαρίου 1915 στα Τρίκαλα. Ηταν ένα από τα πέντε παιδιά που επιβίωσαν μιας οικογένειας ηπειρώτικης καταγωγής. Ο τσαρουχάς μετσοβίτης πατέρας του γρατσουνούσε στο μαντολίνο τα κλέφτικα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας. Οι ήχοι αυτοί χαράχτηκαν στην ψυχή του μικρού Βασίλη. Όπως φυσικά και οι βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε κάθε Κυριακή ανελλιπώς στην εκκλησιά.
Τα παιδικά χρόνια είναι δύσκολα, γεμάτα πείνα και φτώχεια. Μέσα σε όλα χάνεται και ο πατέρας όταν ο Βασίλης είναι μόλις 11 ετών. Αυτό τον ανάγκασε να φέρνει γύρα τα πανηγύρια και τα παζάρια για να βγάζει το χαρτζιλίκι του. Το μπουζούκι είναι όμως κοινωνικά απαξιωμένο. Αυτό τον οδηγεί να μαθαίνει να παίζει βιολί για να βγάζει τα προς το ζην.
Με το κλεισμένο στο σπίτι μπουζούκι θα ξεκινήσει όμως τις πρώτες του συνθέσεις ήδη από την ηλικία των 15 ετών.
Η κάθοδος στην Αθήνα
Το φθινόπωρο του 1935 ο Τσιτσάνης στοιβάζεται στο κουπέ και κατεβαίνει στην Αθήνα. Τη γενέτειρά του την εγκαταλείπει με όνειρα να σπουδάσει νομική. Πρώτη δουλειά, να περάσει από τις γνωστές ταβέρνες και τους μουσικούς καφενέδες της Αθήνας ψάχνοντας δουλειά. Σε μια τέτοια ταβέρνα θα ξαναβρεί τον τραγουδιστή δημοτικών Δημήτρη Περδικόπουλο. Εκείνος θα μεσολαβήσει για να κάνει μερικές εμφανίσεις ο άπειρος Τσιτσάνης.
Η «Αρχόντισσα»
Μέσω των γνωριμιών που κάνει, γίνεται κάποια στιγμή δεκτός στη δισκογραφική Odeon, όπου θα ηχογραφήσει το 1937 το πρώτο του ζεϊμπέκικο «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε».
Το σπουδαιότερο τραγούδι της εποχής είναι η «Αρχόντισσα», που θα μπει σε κάθε στόμα.
Το «καθαρότερο» σε στίχους τραγούδι του Τσιτσάνη απευθύνεται στις πλατιές μάζες και δεν είναι περιχαρακωμένο στους τεκέδες και τον περιορισμένο κύκλο τους, γνωρίζει επομένως μεγάλη απήχηση.
Οι εποχές είναι ωστόσο περίεργες. Η λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά απαγορεύει τόσο τα ρεμπέτικα τραγούδια όσο και τις ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης αναγκάζεται να σκαρφιστεί ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού. Το πείραμα όπως ξέρουμε πετυχαίνει και με το παραπάνω. Tο μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά πια στοιχεία θα αποδώσει προοδευτικά αυτό που ξέρουμε ως λαϊκό…
Τα χρόνια του στην Θεσσαλονίκη
Το 1938 είχε έρθει η ώρα του για να στρατευτεί. Ο Τσιτσάνης βρίσκεται να υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη. Καλός στρατιώτης δεν θα γίνει ωστόσο ποτέ. Το πλήθος των παραστρατημάτων του εξοργίζει τους αξιωματικούς του, πόσο μάλλον μέσα στη στρατοκρατούμενη κοινωνία της εποχής.
Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του Ζωή Σαμαρά, την οποία θα παντρευτεί το 1942.
Η Κατοχή θα βρει τον Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη. Θα ανοίξει τελικά ένα δικό του κουτούκι, το περίφημο «Ουζερί Τσιτσάνης». Αυτή είναι μια γόνιμη εποχή για τον συνθέτη, που θα γράψει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και φυσικά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Επιστροφή στην Αθήνα
Το 1946 ο Τσιτσάνης θα επιστρέψει στην Αθήνα, με τον εμφύλιο πόλεμο να μετατρέπεται γι’ αυτόν σε πηγή έμπνευσης. Η δεκαετία 1945-1955 θα είναι η πιο γόνιμη της καριέρας του, αν και πρέπει να σκεφτεί δημιουργικά: τα τραγούδια του λογοκρίνονται και ο Τσιτσάνης παραδέρνει σε έναν κυκεώνα τεχνασμάτων για να καταφέρει να κυκλοφορήσει μερικά από αυτά, ενώ άλλα δεν θα εκδοθούν ποτέ ή παρά πολύ αργότερα.
Αθάνατε Βασίλη Τσιτάνη μάς έχεις αφήσει έναν τεράστιο μουσικό πλούτο.Είσαι ο βασιλιάς τής
ρεμπέτικης μουσικής.Δύο τραγούδια σου πού μένουν αξέχαστα.”Συννεφιασμένη κυριακή καί
“Στού γιαλού τά βοτσαλάκια”
Γιάννης Λάκων