Τελικά ο καφές κάνει καλό στην υγεία μας; Η απάντηση είναι ναι και οι ειδικοί μας συμβουλεύουν να γεμίσουμε και δεύτερη, ακόμη και τρίτη φορά το φλιτζάνι μας, καθώς η κατανάλωση καφέ μπορεί όχι μόνο να βελτιώσει την υγεία μας, αλλά και να μας βοηθήσει να ζήσουμε περισσότερα χρόνια.
Πρόσφατη έρευνα που παρουσιάστηκε σε συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Καρδιολογίας (European Society of Cardiology), σε δείγμα περίπου 20 χιλ. ατόμων, έδειξε πως όσοι έπιναν τουλάχιστον τέσσερα φλιτζάνια καφέ ημερησίως είχαν 64% χαμηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου σε σύγκριση με αυτούς που δεν κατανάλωναν καφέ ή που σπάνια κατανάλωναν.
Οι ειδικοί βέβαια επιβεβαιώνουν τα οφέλη του καφέ όταν αυτός είναι σκέτος, χωρίς προσθήκη ζάχαρης, κρέμας και γάλακτος και χωρίς να τον συνοδεύουμε με… κουλουράκια και άλλα σνακ!
Ο καφές έχει επίσης αποδειχθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο πολλών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη τύπου 2, της ηπατικής νόσου, του καρκίνου του παχέος εντέρου και της νόσου Alzheimer. Εντούτοις οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικές με την κατανάλωση καφέ. Το ίδιο ισχύει και για όσους αντιμετωπίζουν καρδιαγγειακά προβλήματα.
Ως μέτρια κατανάλωση θεωρούνται τα 440 μιλιγκράμ καφεΐνης, που αντιστοιχούν σε τρεις έως τέσσερις καφέδες. Ένας στιγμιαίος καφές έχει περίπου 100 mg καφεΐνης, ένας καφές φίλτρου 140 mg, ενώ ένα τσάι 75 μιλιγκράμ.
Αυτό το ξέρατε;
Οι άνθρωποι που πίνουν περισσότερο καφέ – με ή χωρίς καφεΐνη- κινδυνεύουν λιγότερο από καρκίνο του ήπατος, σύμφωνα με βρετανική επιστημονική μελέτη. Για όσους πίνουν δύο καφέδες τη μέρα, ο κίνδυνος ηπατοκυτταρικού καρκινώματος, της πιο συχνής μορφής καρκίνου του ήπατος, είναι μειωμένος κατά 35% κατά μέσο όρο, σε σχέση με όσους δεν πίνουν καθόλου καφέ. Όσοι πίνουν ένα καφέ τη μέρα, έχουν 20% μικρότερο κίνδυνο, ενώ για όσους πίνουν πέντε καφέδες, ο κίνδυνος μειώνεται περίπου στο μισό (50%).
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Σαουθάμπτον και του Εδιμβούργου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ Open, αξιολόγησαν στοιχεία από 26 έρευνες, οι οποίες αφορούσαν συνολικά πάνω από 2,25 εκατομμύρια άτομα.