Σε ολόκληρη τη γη ζουν μέχρι σήμερα διασκορπισμένοι εκατομμύρια Έλληνες, οι οποίοι ενδέχεται να …μιλούν διαφορετική γλώσσα, να έχουν διαφορετική πίστη αλλά όλοι μαζί και ο καθένας τους ξεχωριστά διαφυλάττουν ως το πιο ανεκτίμητο φυλαχτό την καταγωγή τους και μοιράζουν τους απλόχερα κάθε είδους γνώση.
Ένας τέτοιος έλληνας ήταν και ο Πρόεδρος της ενωμένης Αργεντινής Δημοκρατίας, το όνομά του οποίου ήταν Βλαδίμηρος Δημητρίου και ήταν μετανάστης 4ης γενεάς. Ανέβηκε στο αξίωμα αμέσως μετά τον εμφύλιο που βασάνιζε την χώρα. Κάτι που δείχνει όσο μεγάλη εμπιστοσύνη οι εγχώριοι κάτοικοι στους Έλληνες.
Μετράει βέβαια και το γεγονός ότι από τα πολύ αρχαία χρόνια ζούσαν πολλοί Έλληνες εκεί, όπως και στην ευρύτερη περιοχή.
Η καταγωγή του Δημητρίου ήταν από την Ήπειρο και την περίοδο της Τουρκοκρατίας αναγκάστηκε να φύγει με την οικογένειά του, προκειμένου να γλιτώσουν από την τουρκική χατζάρα!
Μερικές από τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ήταν αφενός η διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας τους τόπου, καθώς πολλοί πολιτικοί του αντίπαλοι επιθυμούσαν να μετατρέψουν την Αργεντινή σε μεταναστευτικό κέντρο, γεγονός το οποίο ναι μεν θα έφερνε λεφτά στην περιοχή αλλά θα αλλοίωνε το εθνικό της χρώμα και αφετέρου συνέβαλε στην ανόρθωση της οικονομίας της Αργεντινής όταν αυτή πτώχευσε το 1890.
Ωστόσο ο Δημητρίου δεν ασχολήθηκε μόνο με την πολιτική… Μιλώντας άπταιστα Ελληνικά, καθώς ποτέ δεν ξέχασε τις ρίζες του, διέπρεψε στον τομέα της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας σε σημείο που να θεωρείται ένας από τους καλύτερους ποιητές και ιστορικούς της εν λόγω χώρας.
Μερικά από τα έργα του είναι τα εξής: «Η ιστορία του Σαν Μαρτίν, Η ιστορία του Μπελγκράνο, κ.α.»
Ίδρυσε ακόμη το 1862 την εφημερίδα «Έθνος», η οποία αποτέλεσε και την πρώτη εφημερίδα της Αργεντινής! Κάποια φύλλα κυκλοφορούσαν, όπως ήταν φυσικό, στα Ελληνικά.
Ο Δημητρίου, όμως, δεν ήταν ο μόνος κρίκος Ελλάδας-Αργεντινής… Χιλιάδες ήρωες, ευεργέτες (ο Εμμανουήλ Χατζιδάκης ίδρυσε το πρώτο λιμάνι της περιοχής, ο Σπυρίδων Σπυριδάκης πρωτοστάτησε για την ανέγερση του πρώτου Ορθόδοξου Ναού, κλπ), αλλά και άνθρωποι σε όλα τα πόστα χάρισαν απλόχερα τις γνώσεις τους στον εγχώριο πληθυσμό και συνέβαλαν στην ταχεία ανάπτυξή του!
Την μεγάλη αγάπη των Αργεντινών προς τους Έλληνες αποδεικνύει και η τάση του μεγαλύτερου ποιητή τους, Αντράντε Ολεγκάριο, να εμπνέεται από Έλληνες ποιητές, με αποτέλεσμα τα έργα του να ονομάζονται: «Ατλαντίς, Προμηθεύς, κλπ»
Αλλά και ο βραβευμένος με Όσκαρ Αργεντίνος συνθέτης Γκουστάβο Σανταολάγια είχε δηλώσει το 2009: «Προσωπικά νοιώθω την ύπαρξη μιας υπόγειας σύνδεσης μεταξύ Ελλάδος-Αργεντινής, μεταξύ των δύο πολιτισμών. Νοιώθω πως η μουσική μας συγγενεύει κάπως με την δική σας και αυτήν την συγγένεια την εντοπίζω ανάμεσα στο τάνκγο και στο ρεμπέτικο (…) Μου αρέσει ο Μ. Θεοδωράκης ενώ παλαιότερα ήμουν φανατικός των Aphrodite’schildτου Β. Παπαθανασίου. Στην συλλογή των οργάνων μου εννοείται πως έχω και το μπουζούκι».
Βλέπουμε επομένως πως όσο και αν πασχίζει η συμβατική ιστορία να πλασάρει ότι οι Eλληνες ζούσαν «εγκλωβισμένοι» στα στενά όρια του ελλαδικού χώρου και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας απομακρύνει από την μία και μοναδική αλήθεια, που αφορά την πανάρχαια παγκόσμια επιρροή των Ελλήνων και τον αμοιβαίο σεβασμό στα μέρη που πήγαιναν, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι, απαγκιστρωμένοι από την οποιαδήποτε προπαγάνδα, που θα μαρτυρούν την πραγματικότητα…
Πώς βρέθηκε στην Αργεντινή
Στην Χειμάρα επικρατούσε αναβρασμός, οι Έλληνες δεν άντεχαν άλλο την βαναυσότητα των τούρκων, δεν τους σήκωνε άλλο ο τόπος. Έτσι, το 1670 μερικές οικογένειες αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Μια απ’ αυτές ήταν και η οικογένεια Δημητρίου. Φόρτωσαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους και πήρανε τον μακρύ δρόμο του ξεριζωμού μακριά από την αγαπημένη τους Χειμάρα.
Στην αρχή περιπλανήθηκαν στην Ιταλία, πέρασαν από την Γένοβα και την…
Βενετία, αλλά δεν μπόρεσαν να στεριώσουν. Πήγαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, αλλά ο παλιός κόσμος δεν τους σήκωνε κι έτσι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν οικογενειακώς στον νέο κόσμο. Είχαν ακούσει για μια χώρα στην άλλη άκρη της γης που ήταν πολύ πλούσια και μπορούσε να τους θρέψει.
Κατά το έτος 1678 μπήκαν σ’ ένα από αυτά τα πλοία που συνέδεαν τον Ατλαντικό ωκεανό και ύστερα από ένα κουραστικό ταξίδι έφτασαν Αργεντινή. Εκεί η οικογένεια Δημητρίου πρόκοψε με σκληρή δουλειά, υπομένοντας όλες τις κακουχίες των νεοφερμένων σ’ εκείνη την άγνωστη χώρα.
Τα χρόνια και οι δεκαετίες πέρασαν και μετά από 4 γενιές ήρθε στον κόσμο ο Βλαδίμηρος (Βαρθολομαίος) Δημητρίου, ο οποίος, γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου 1821. Πατέρας του ήταν ο Αμβρόσιος Δημητρίου (Μίτρε στα ισπανικά), που ήταν στρατιωτικός διοικητής του στρατού της Αργεντινής. Ο Αμβρόσιος μόρφωσε όσο καλύτερα μπορούσε τον μικρό Βλαδίμηρο. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία και σπούδασε δημοσιογραφία. Όμως τελικά ακολούθησε την καριέρα του στρατιωτικού όπως ο πατέρας του κι έφτασε να γίνει συνταγματάρχης πυροβολικού του αργεντινού στρατού.
Λόγω πολιτικής αστάθειας εξορίστηκε από την χώρα και ταξίδεψε ως δημοσιογράφος στο Περού, στην Βολιβία και στην Χιλή, όπου έζησε πολλά χρόνια αρθρογραφώντας σε διάφορες εφημερίδες. Μετά την ήττα του δικτάτορα Juan Manuel de Rosas στην μάχη του Caseros το 1852, γύρισε από την εξορία του. Αναμίχθηκε με την πολιτική και αφού έγινε πρώτα κυβερνήτης του Μπουένος Άϊρες, έβαλε υποψηφιότητα διεκδικώντας την προεδρία της Αργεντινής. Στην διάρκεια του Παραγουανού πολέμου αυτός ήταν ο ιθύνων νους πίσω από τις συμμαχικές δυνάμεις και ήταν ένας από τους λόγους που νίκησαν στον πόλεμο.
Ο Βλαδίμηρος στις 12 Οκτωμβρίου του 1862 ορκίζεται ως ο πρώτος πρόεδρος της ενωμένης Αργεντινής δημοκρατίας, το έργο του ήταν επίπονο, καθώς έπρεπε να ανορθώσει μια χώρα που είχε καταστραφεί από τόσους πολέμους. Από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να τα βάλει με τους ισχυρούς που διαφέντευαν την χώρα και να περιορίσει την δύναμή τους. Επεξέτεινε τις τηλεγραφικές γραμμές ενώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερο την αχανή χώρα και αναδιοργάνωσε με πολύ μεγάλη επιτυχία τα δημόσια οικονομικά. Αύξησε το εξωτερικό εμπόριο ισχυροποιώντας διεθνώς ακόμη περισσότερο την Αργεντινή, πρόωθησε την μετανάστευση ώστε να έρθουν ακόμα περισσότεροι Ευρωπαίοι άποικοι για να συνεισφέρουν με την εργασία και τις γνώσεις τους στην χώρα. Βοήθησε επίσης, στην δημιουργία του συντάγματος της χώρας, δίνοντας ελευθερίες στους απλούς ανθρώπους. Στην εξαετία που κυβέρνησε μέχρι τις 11 Οκτωμβρίου του 1868, ανόρθωσε κυριολεκτικά την χώρα και χάραξε τα σύνορα μεταξύ των νοτιαμερικανικών χωρών που συνόρευαν με την Αργεντινή όπως την Βραζιλία, την Ουρουγουάη και την Παραγουάη, βάζοντας τέλος στις προστριβές με τα γειτονικά κράτη.