Κατά καιρούς υπήρξαν σημαντικές πολιτικές παρεμβάσεις στο ζήτημα αυτό. Ολες πήγαν στον βρόντο. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχε η βούληση.
Λέγεται ότι φοβίζει το πολιτικό κόστος. Αντίθετα, το κοινωνικό κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο. Οπότε καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν θέλουν να λύσουν το πρόβλημα της γηπεδικής και οπαδικής βίας.
Γιατί να μη θέλουν;
Το ποδόσφαιρο είναι μαζικό λαϊκό κοινωνικό κίνημα. Ως τέτοιο χρησιμοποιείται για αλλότριους σκοπούς. Ορισμένες φορές ως κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός, σε άλλες περιπτώσεις για να συγκροτούνται οπαδικοί στρατοί μεγαλοεπιχειρηματιών και στο τέλος – τέλος για να μεταφέρεται η κοινωνική βία στο γήπεδο.
Η οργή και ο θυμός των πολιτών για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα πηγαίνει από το πεζοδρόμιο στην μπάλα. Αυτό βολεύει την κάθε κυβέρνηση. Αντί για διαδηλώσεις και για διεκδικήσεις, όλα να εκτονώνονται στο ποδόσφαιρο.
Αρα το άθλημα χρησιμοποιείται ως κάδος κοινωνικών απορριμμάτων. Η ανεργία και το περιθώριο λοξοδρομούν προς το γήπεδο. Και η κάθε κυβέρνηση έχει ήσυχο το κεφάλι της.
Η ιστορία έδειξε ότι το πρόβλημα της αθλητικής βίας λύνεται πολύ εύκολα. Ρίξτε μια ματιά στη χώρα που γέννησε τον χουλιγκανισμό, την Αγγλία. Ο νόμος Θάτσερ ήταν αρκετός για να φέρει τον παππού και τα εγγόνια στο γήπεδο. Βλέπεις βρετανικό γήπεδο και το περιβάλλον του σφύζει από υγεία.
Πριν από χρόνια στην Ελλάδα έγινε μια μεγάλη συζήτηση να αντιγράψουμε το βρετανικό μοντέλο. Δεν βρέθηκε ούτε ένας πολιτικός να ακολουθήσει με συνέπεια όσα ευαγγελίζονταν. Η προσπάθεια πήγε στράφι.
Οσοι ισχυρίζονται ότι η καταπολέμηση της οπαδικής βίας (που στην ουσία είναι κοινωνική βία) αποτελεί σύνθετο ζήτημα, επιδιώκουν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη. Είναι τόσο απλό και γι’ αυτό φαίνεται τόσο δύσκολο. Η Βρετανία μας έδειξε το δρόμο πριν από 30 χρόνια, αλλά οι πολιτικοί μας ταγοί δεν βολεύονται να τον ακολουθήσουν.