Μια επαναστατική μέθοδος ανίχνευσης της γνωστικής εξασθένησης αναπτύχθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Λος Άντζελες (UCLA), η οποία βασίζεται σε έναν νέο βιοδείκτη που εντοπίστηκε στο αίμα. Η πρωτεΐνη που ονομάζεται αυξητικός παράγοντας του πλακούντα (PlGF) φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στις αλλαγές των αιμοφόρων αγγείων του εγκεφάλου, οι οποίες συνδέονται με τη γνωστική έκπτωση και την άνοια.
Η σημασία της πρωτεΐνης PlGF στη διάγνωση νευροεκφυλιστικών ασθενειών
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα υψηλά επίπεδα της πρωτεΐνης PlGF στο αίμα σχετίζονται με δυσλειτουργίες στα μικρά εγκεφαλικά αγγεία. Αυτές οι δυσλειτουργίες μπορεί να οδηγήσουν σε διαρροή υγρών και φλεγμονωδών μορίων στον εγκεφαλικό ιστό, προκαλώντας βλάβες που συνδέονται με τη νόσο των μικρών εγκεφαλικών αγγείων (CSVD). Η CSVD αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη άνοιας και άλλων μορφών γνωστικής εξασθένησης.
Η παραδοσιακή μέθοδος διάγνωσης τέτοιων καταστάσεων περιλαμβάνει τη χρήση μαγνητικών τομογραφιών (MRI), οι οποίες εντοπίζουν τις χαρακτηριστικές λευκές κηλίδες στον εγκέφαλο, γνωστές ως υπερεντάσεις της λευκής ουσίας. Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές εμφανίζονται συχνά σε προχωρημένα στάδια της νόσου, περιορίζοντας τις δυνατότητες έγκαιρης παρέμβασης.
Η νέα αυτή εξέταση αίματος προσφέρει μια πιο γρήγορη και οικονομική εναλλακτική λύση σε σχέση με τις μαγνητικές τομογραφίες. Ο εντοπισμός υψηλών επιπέδων PlGF στο πλάσμα μπορεί να λειτουργήσει ως πρώιμος δείκτης κινδύνου για αγγειακές βλάβες στον εγκέφαλο. Αυτό επιτρέπει στους γιατρούς να εντοπίζουν ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο πριν εμφανιστούν σοβαρά συμπτώματα γνωστικής εξασθένησης.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 370 άτομα ηλικίας άνω των 55 ετών και διαπίστωσαν ότι τα αυξημένα επίπεδα PlGF συνδέονταν με μεγαλύτερες ποσότητες υγρού στον εγκέφαλο και περισσότερες αλλαγές στη λευκή ουσία. Αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη πρωτεΐνη μπορεί να αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο διαλογής για τον εντοπισμό ατόμων που κινδυνεύουν από νευροεκφυλιστικές ασθένειες.
Η χρήση αυτής της εξέτασης αίματος θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διάγνωση και η παρακολούθηση των ασθενών με κίνδυνο άνοιας. Εκτός από την οικονομική αποδοτικότητα, η απλότητα μιας αιματολογικής εξέτασης την καθιστά πιο προσιτή τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους κλινικούς γιατρούς.
Επιπλέον, η μέθοδος αυτή μπορεί να βοηθήσει τους ερευνητές στην επιλογή κατάλληλων συμμετεχόντων για κλινικές δοκιμές νέων θεραπειών κατά της άνοιας. Με αυτόν τον τρόπο, ανοίγει ο δρόμος για πιο στοχευμένες παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ή ακόμα και να αποτρέψουν την εμφάνιση σοβαρών νευροεκφυλιστικών νοσημάτων.