Το Βρετανικό Μουσείο είναι αντιμέτωπο με έναν πρωτοφανές σκάνδαλο κλοπών ιστορικών θησαυρών. Μάλιστα, όσο ξετυλίγεται η ιστορία αποκαλύπτεται ότι η δράση του δράστη, ή των δραστών μετράει χρόνια κάτω από την μύτη των υπευθύνων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι παρότι ο δράστης κατηγορείται ότι πωλούσε τα ανεκτίμητης αξίας αντικείμενα στο διαδίκτυο, ωστόσο, κανείς δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό.
Την ίδια ώρα, πολλά ερωτήματα προκαλούν τα κενά ασφαλείας. Και αυτό, είναι ένα θέμα που είχε απασχολήσει τα ξένα μέσα ενημέρωσης, κυρίως τα βρετανικά. Παρόλα αυτά, χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να διαφανεί το μέγεθος του προβλήματος – κι αυτό τη στιγμή που το Μουσείο απέρριπτε για χρόνια το αίτημα για επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα επικαλούμενο «θέματα ασφαλείας».
Είναι ενδεικτικό ότι το 2002 οι «Sunday Times» είχαν στείλει έναν ρεπόρτερ ο ο οποίος είχε μπει ανενόχλητος στην ίδια πτέρυγα, όπου υπεύθυνος παρέμενε επί σειρά ετών ο βασικός ύποπτος, Πίτερ Χιγκς, και είχε αφαιρέσει ένα κομμάτι από ελληνικό άγαλμα χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν.
Το επέστρεψε την επόμενη μέρα αλλά είχε ήδη φροντίσει να καταγράψει την εμπειρία του σε ρεπορτάζ απευθύνοντας εύλογα ερωτήματα στον Χιγκς για την ασφάλεια όλων των θησαυρών. Το 2020, η «Daily Telegraph» έκανε άλλη αποκάλυψη γράφοντας πως ένας ειδικός στις αρχαιότητες είχε ενημερώσει το προσωπικό του μουσείου ότι είχε δει ένα ρωμαϊκό κόσμημα στο eBay. Αυτή η «εξαφάνιση» ήταν που οδήγησε τελικά στη σταδιακή εξιχνίαση της υπόθεσης και στο να καταστεί ο Χιγκς ο κύριος ύποπτος.
Ολα αυτά τα αντικείμενα φαίνεται ότι εξαφανίζονταν επί χρόνια, αλλά το Βρετανικό Μουσείο ανακάλυψε αιφνιδίως την απώλειά τους μόλις πριν από λίγους μήνες. Ο Χιγκς είχε προσληφθεί ως ειδικός στους αρχαιοελληνικούς θησαυρούς το 1993 και αποτελούσε έναν από τους κορυφαίους επιμελητές του μουσείου, με την ανώτερη επιμελητική θέση να του εξασφαλίζει άμεση πρόσβαση στις αποθήκες του μουσείου. Καθώς λειτουργούσε ανενόχλητος για χρόνια, έπρεπε να διαπιστωθεί μια σειρά από κλοπές που συνδέθηκαν με το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε στο eBay και τους λογαριασμούς του στο PayPal, όπως αυτή που έφερε το φως η «Daily Telegraph», για να φτάσουμε στη σημερινή απόλυση και ενδεχόμενη σύλληψή του.
Επικαλούμενη πηγές από το Βρετανικό Μουσείο που μίλησαν υπό καθεστώς ανωνυμίας, η Telegraph αναφέρει σε πρόσφατο δημοσίευμά της ότι ο πραγματικός αριθμός των αντικειμένων ανεκτίμητης αξίας που εκλάπησαν ή καταστράφηκαν από τον ίδιο άνθρωπο ξεπερνά τα 1.500 και «πλησιάζει τα 2000». Επιπλέον, άνθρωποι μέσα από το Βρετανικό Μουσείο διαψεύδουν τον επίσημο ισχυρισμό της διοίκησής του ότι λήφθηκαν άμεσα μέτρα όταν αποκαλύφθηκαν οι κλοπές, αφού ισχυρίζονται ότι οι καταγγελίες που έγιναν χρόνια πριν περί πώλησης αρχαιοτήτων μέσω eBay σε γενικές γραμμές «αγνοήθηκαν».
Το εξωφρενικό είναι ότι ο φερόμενος ως δράστης Πίτερ Χιγκς όχι μόνο δρούσε ανενόχλητος αφαιρώντας όλα αυτά τα χρόνια πολύτιμους θησαυρούς από τις συλλογές που είχε κρυμμένες το μουσείο για μελέτη και έρευνα, αλλά έφτασε να τους πουλάει στο eΒay! Και αυτό δεν το έκανε μόνο μία φορά αλλά πολλές όλα αυτά τα χρόνια, με μόλις μία περίπτωση εντοπισμού του από έναν ειδικό, ο οποίος μάλιστα έκανε πρώτος και την καταγγελία.
Το παράδοξο είναι ότι αρκούσε μια ματιά στους επίσημους καταλόγους για να διαπιστώσει κανείς ότι αυτές οι αρχαιότητες προέρχονταν από τις συλλογές του μουσείου και να συλληφθεί ο δράστης. Μεταξύ των αντικειμένων που εντοπίστηκαν ότι λείπουν περιλαμβάνονται χρυσαφικά, κοσμήματα, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, χωρίς κανείς ακόμα να μπορεί να διευκρινίσει το ακριβές μέγεθος, ούτε ποιοι θησαυροί έχουν χαθεί ή πουληθεί.
Με έναν πρόχειρο, ωστόσο, υπολογισμό η αξία τους εικάζεται ότι ξεπερνά τα δεκάδες εκατομμύρια λίρες, ενώ εξετάζεται σοβαρά η σύνδεση του δράστη με μια σειρά από παράλληλες υποθέσεις απώλειας ή κλοπής. Ορισμένοι ειδικοί φοβούνται ότι οι κλεμμένοι θησαυροί, που ενδέχεται να περιλαμβάνουν πολύτιμους λίθους, γυαλί και μέταλλο ακόμα και από το 1500 π.Χ., βρίσκονται ήδη στα χέρια ιδιωτών συλλεκτών.
Οι παραιτήσεις και η αστυνομική έρευνα
Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες που κατέβαλαν, τις τελευταίες δέκα ημέρες, οι ιθύνοντες του Βρετανικού Μουσείου προκειμένου να υποβαθμίσουν το σοβαρότατο περιστατικό της κλοπής 2000 περίπου πολύτιμων αντικειμένων από τη συλλογή του και να αποποιηθούν των ευθυνών τους, εν τέλει ο διευθυντής του, Χάρτβιγκ Φίσερ αλλά και ο αναπληρωτής διευθυντής Τζόναθαν Ουίλιαμς εξαναγκάστηκαν χθες σε παραίτηση αναγνωρίζοντας, έστω και με καθυστέρηση, τους λάθος χειρισμούς που έγιναν.
Ο αναπληρωτής διευθυντής, Τζόναθαν Ουίλιαμς ήταν άλλωστε ο πρώτος παρέλαβε, το 2021, τα στοιχεία που είχε με πολύ κόπο συγκεντρώσει ο Δανός έμπορος τέχνης και ιστορικός Ιτάι Γκράντελ και αποδείκνυαν πως ο επί 30 χρόνια εργαζόμενος του μουσείου και υπεύθυνος για τα Γλυπτά του Παρθενώνα βρισκόταν πίσω από τις κλοπές πάνω από 1500 αντικειμένων – χρονολογούνται από το 1.500 π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ – τα οποία έκαναν φτερά, σταδιακά και χωρίς απολύτως κανείς να καταλάβει το παραμικρό. Αντί για «ευχαριστώ», όμως, έλαβε, μετά από μήνες, την απάντηση πως οι ισχυρισμοί του ήταν αβάσιμοι.
Η επί της ουσίας έρευνα ξεκίνησε πριν από λίγους μήνες, με εντολή του Προέδρου του μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, και έφερε στο φως τις συνεχιζόμενες κλοπές που γίνονταν, τουλάχιστον από το 2016 και μετά με επικεφαλής, έναν από τους παλαιότερους και πιο έμπιστους εργαζόμενούς του.
Την υπόθεση έχουν ήδη αναλάβει οι αστυνομικές αρχές, ο βασικός ύποπτος που έχει απολυθεί κλήθηκε προχθές για κατάθεση ενώ το Βρετανικό Μουσείο καλείται να διαχειριστεί μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας του εν όψει μάλιστα και την μεγάλης ανακαίνισης που προετοιμάζεται για το άμεσο μέλλον.