Να γνωστοποιείτε σε μέλη του οργανωμένου εγκλήματος, βομβιστές, κατασκόπους αλλά και… τζιχαντιστές ότι είναι υπό παρακολούθηση για τη διαλεύκανση των εγκληματικών ενεργειών. Σε αυτήν, ουσιαστικά, την ιδιότυπη πρόταση, που θα μπορούσε να «ναρκοθετήσει» πολυετείς και πολύπλοκες έρευνες της ΕΛ.ΑΣ., προχώρησαν προ μερικών εβδομάδων στελέχη κρατικής υπηρεσίας και συγκεκριμένα της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών προς την ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη!
Η πρόταση, μάλιστα, έρχεται σε μια χρονική συγκυρία που διωκτικές και δικαστικές Αρχές κορυφώνουν τις προσπάθειές τους για τον περιορισμό του οργανωμένου εγκλήματος αλλά και για τη διαλεύκανση σοβαρών υποθέσεων που έχουν προκαλέσει εύλογη ανησυχία στην κοινή γνώμη. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κίνηση της ΑΔΑΕ αποτέλεσε «δυσάρεστη έκπληξη» για την Κατεχάκη, με στελέχη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη να μιλούν για ενέργειες που προκαλούν απορίες και τους επιτελείς της ΕΛ.ΑΣ. – μετά το πρώτο… σοκ – να απαντούν αρνητικά στο αίτημα, επικαλούμενοι, μάλιστα, σχετική νομοθετική ρύθμιση. Σύμφωνα με τους αιτούντες, το αίτημα-πρόταση κατατέθηκε στο πλαίσιο της προστασίας των «ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών».
Το απόρρητο έγγραφο συντάχθηκε στις 15 Απριλίου 2021 από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και την εισαγγελέα αρμόδια για θέματα τρομοκρατίας Σταματίνα Περιμένη. Αποτελεί την απάντηση στο έγγραφο αίτημα (κατατέθηκε στις 26 Απριλίου) της ΑΔΑΕ «να έχει τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στο θιγόμενο πρόσωπο την επιβολή του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του μετά τη λήξη του μέτρου αυτού».
Αρση απορρήτου
Κάθε χρόνο συντάσσονται περίπου 12.000 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούν την άρση απορρήτου επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι εκδίδονται περί τα 3.500 βουλεύματα για παρακολουθήσεις υπόπτων κοινών εγκληματικών ενεργειών (ληστείες, διαρρήξεις, ναρκωτικά, απάτες).
Οι άρσεις απορρήτου με εισαγγελική διάταξη για λόγους εθνικής ασφάλειας, πάντως, τυγχάνουν της «προτίμησης» των διωκτικών Αρχών καθώς διασφαλίζουν την ταχύτητα των ερευνών, ενώ αποφεύγονται οι εμπλοκές ή οι διαρροές κατά την εισηγητική και διερευνητική φάση από τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια. Με αυτήν την ταχύρρυθμη και «στεγανοποιημένη» διαδικασία πραγματοποιείται η πλειοψηφία των ερευνών, όχι μόνο για υποθέσεις κατασκοπείας ή δράσης εγχώριων ενόπλων οργανώσεων, αλλά και για την παρουσία μελών του ISIS στη χώρα μας (κυρίως κατόπιν αντίστοιχων αιτημάτων ξένων διωκτικών υπηρεσιών) ή για δολοφονικές ενέργειες μεταξύ μελών του οργανωμένου εγκλήματος, απαγωγές, αιματηρές ληστείες κ.ο.κ.
Ο νόμος
Οπως αναφέρουν έμπειρα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., «η ενημέρωση υπόπτων για υποθέσεις που άπτονται της εθνικής ασφάλειας, έστω και μετά τη λήξη του χρόνου παρακολούθησης, έχει απαγορευτεί με τον πρόσφατο νόμο 4790/2021 (αρ. 87 παρ. 1). Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, καθώς με τους υπόπτους να ενημερώνονται ότι βρίσκονται στο «μικροσκόπιο» των Αρχών θα ήταν δυσχερείς οι σχετικές συνολικές – ή και πολυεθνικές – έρευνες, αφού οι ύποπτοι θα απέφευγαν ενέργειες ή συνομιλίες που θα μπορούσαν να τους ενοχοποιήσουν. Ακόμη, θα καθίστατο εξαιρετικά δύσκολο να επανέλθουμε σε νέα έρευνα και παρακολούθηση υπόπτων για σοβαρές εγκληματικές επιθέσεις όταν στο «κενό» διάστημα θα έχει πληροφορηθεί επισήμως ότι ερευνούμε τη συνολική δράση του. Εξάλλου, στις περιπτώσεις τζιχαντιστών υπάρχουν διεθνείς έρευνες που εξελίσσονται με απόλυτη μυστικότητα και οι ελληνικές Αρχές ουσιαστικά θα τις κατέστρεφαν ενημερώνοντας – για παράδειγμα ένα μέλος του ISIS – ότι είναι υπό παρακολούθηση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εκθέσει τη χώρα διεθνώς».
Ετσι, με βάση το προαναφερόμενο νομοθετικό πλαίσιο στο έγγραφο-απάντηση της εισαγγελέως Περιμένη επισημαίνεται ότι «δεν συμφωνούμε στη γνωστοποίηση στον αιτούντα του μέτρου άρσης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας αυτού για λόγους εθνικής ασφάλειας».
Αντιδράσεις
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί, ότι στο εσωτερικό της ΑΔΑΕ υπήρξαν φωνές που αντιτέθηκαν στο αίτημα της Αρχής, όμως άλλοι συνάδελφοί τους το στήριξαν και μάλιστα εγγράφως. Συγκεκριμένα, όπως σημειωνόταν στο κείμενο των μελών της ΑΔΑΕ που ζητούσαν την ενημέρωση των υπόπτων, «η διάταξη αυτή είναι πιθανό να προκαλέσει ζητήματα συμβατότητας με άρθρα του Συντάγματος, με το άρθρο 8 για το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τέλος με το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Μάλιστα, τα μέλη της ΑΔΑΕ σημειώνουν ότι με αυτήν την ενημέρωση θα μπορούν οι παρακολουθούμενοι να προχωρούν σε δικαστικές ενέργειες. Οπως σημειώνεται, «το ζήτημα της εκ των υστέρων γνωστοποίησης στον θιγέντα ότι είχε κατά το παρελθόν διαταχθεί εις βάρος του το εν λόγω μέτρο συνδέεται άμεσα και αξεδιάλυτα με την εκ μέρους του δυνατότητα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντά του απέναντι σε κάθε τυχόν μη σύννομη ή καταχρηστική και δυσανάλογη εις βάρος του χρήση του μέτρου· χρήση που ισοδυναμεί με παραβίαση του δικαιώματος του σε προστασία του ιδιωτικού του βίου».
Εξάλλου, ερωτήματα έχουν διατυπωθεί για ενέργειες μελών της ΑΔΑΕ που πρόσφατα απέρριψαν την προμήθεια – με βάση ευρωπαϊκά προγράμματα – συστήματος αντιπαρακολούθησης, ώστε να εντοπίζονται απόπειρες υποκλοπών συνομιλιών, με βασικό σκεπτικό ότι «δεν πρόκειται για αιτιολογημένη προμήθεια».