Φαινόμενο σε έξαρση που απειλεί την ανάπτυξη αποτελεί το δημογραφικό πρόβλημα με την υπογεννητικότητα και τη γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη, όπως καταδεικνύουν και τα σημερινά στοιχεία της Eurostat. Τα νοικοκυριά στην Ε.Ε. και οι μονογονεϊκές οικογένειες. Η θέση της Ελλάδας και οι επιπτώσεις στο ασφαλιστικό. Τι προβληματίζει τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Tα στοιχεία της Eurostat για τα νοικοκυριά με παιδιά
Το 2020 ήταν ένα έτος γεμάτο προκλήσεις για πολλούς εργαζόμενους γονείς λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Η εξισορρόπηση ανάμεσα στις απαιτήσεις της εργασίας και των οικονομικών υποχρεώσεων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τους γονείς με μικρά παιδιά.
Το περυσινό έτος, καταμετρήθηκαν 195,4 εκατ.νοικοκυριά στην Ε.Ε., εκ των οποίων περίπου το ένα-τρίτο, ήτοι το 29%, είχε παιδιά που ζούσαν μαζί τους, σύμφωνα με τα σημερινά στοιχεία της Eurostat. Περίπου το 14% των νοικοκυριών με παιδιά, ένας αριθμός που υπολογίζεται στα 7,8 εκατ.νοικοκυριά ήταν μονογονεϊκά, εκπροσωπώντας το 4% του συνόλου των νοικοκυριών.
Το ποσοστό των μονογονεϊκών νοικοκυριών ποικίλει από χώρα σε χώρα
Το μεγαλύτερο ποσοστό των μονογονεϊκών νοικοκυριών, άνω του 20%, καταγράφεται σε έξι χώρες: Σουηδία με 34%, Δανία με 29%, Εσθονία με 28%, Λετονία και Λιθουανία με 25% και στις δύο και Γαλλία με 21%, όπως φαίνεται στον παραπάκω πίνακα.
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστό καταγράφονται στην Κροατία με 5%, στην Ρουμανία με 7%, στην Φινλανδία με 8%, ενώ Ελλάδα, Σλοβακία, Μάλτα, Πολωνία, Ισπανία και Σλοβενία το ποσοστό κυμαίνεται στο 9%. Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα το ποσοστό παραμένει χαμηλό συγκριτικά με την υπόλοιπη Ε.Ε. τείνει να αυξάνεται τα τελευταία έτη.
Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα
To δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα οξύνεται ολοένα και περισσότερο, καθώς το ένα στα πέντε ζευγάρια, ποσοστό 20% αντιμετωπίζει πρόβλημα γονιμότητας. Για το λόγο αυτό τόσο το δημογραφικό πρόβλημα όσο και η στήριξη της οικογένειας βρίσκονται στις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής, όπως είχε δηλώσει πρόσφατα ο υφυπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για θέματα Μακεδονίας-Θράκης, Σταύρος Καλαφάτης, από το 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γονιμότητας και Στειρότητας στη Θεσσαλονίκη που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 300.000 υπογόνιμα ζευγάρια με το πρόβλημα να επιδεινώνεται, καθώς όλο και περισσότερα ζευγάρια αποφασίζουν να μεταθέσουν γι αργότερα το να γίνουν γονείς.
Για την αντιμετώπιση αυτού του μείζοντος προβλήματος, η κυβερνητική πολιτική του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κινείται σε τέσσερις άξονες:
- στην αντιμετώπιση της γήρανσης και της υπογεννητικότητας του πληθυσμού,
- στην προαγωγή της γνώσης και της εκπαίδευσης σε θέματα γονιμότητας,
- στον σωστό οικογενειακό προγραμματισμό των νέων ζευγαριών και
- στην έγκυρη και τεκμηριωμένη πληροφόρηση σε σχέση με τις νέες επιστημονικές εξελίξεις στον χώρο της αναπαραγωγικής ιατρικής.
Το δημογραφικό πρόβλημα υπογραμμίζεται και από την Κομισιόν, η οποία σε πρόσφατη έκθεσή της έχει χτυπήσει ηχηρό καμπανάκι για τη γήρανση του του πληθυσμού. Συγκεκριμένα προβλέπει ότι έως το 2070 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 2,1 εκατομμύρια σε σχέση με το 2019, στα 8,6 εκατομμύρια. Όσον αφορά ειδικότερα στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό ηλικίας 20 έως 64 ετών αναμένεται να συρρικνωθεί από τα 6,25 εκατομμύρια το 2019, στα 5,81 εκατομμύρια ως το 2030, στα 5,25 εκατομμύρια το 2040, στα 4,7 εκατομμύρια το 2050, στα 4,5 εκατομμύρια το 2060 και στα 4,32 εκατομμύρια το 2070.
Ο αντίκτυπος στην οικονομία
Σημειώνεται ότι βασικός παράγοντας που επηρεάζει την απόφαση ενός τοκετού θεωρείται το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού, κατ’ επέκταση και η δαπάνη μιας γέννας και ευρύτερα η προσβασιμότητα στο σύστημα υγείας. Η σχέση της οικονομίας με το δημογραφικό συχνά λειτουργεί ως φαύλος κύκλος, αφού οι οικονομικές υφέσεις επιτείνουν το δημογραφικό πρόβλημα, το οποίο με τη σειρά του συνδράμει τις οικονομικές υφέσεις.
Σύμφωνα με παλαιότερη ανάλυση της PwC, κάθε αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας κατά περίπου 100.000 είναι σε θέση να αυξάνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας κατά 3%. Αντίθετα, αύξηση των ηλικιωμένων στην Ελλάδα (άνω των 65 ετών) κατά περίπου 50.000, που αυξάνει την ανάγκη στήριξης και πρόνοιας, δυνητικά οδηγεί σε μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περίπου 15%.
Δράσεις τις οποίες ενίοτε εφαρμόζουν οι εθνικές πολιτικές για τη βελτίωση του δημογραφικού αφορούν φορολογικές ελαφρύνσεις πολύτεκνων οικογενειών, παροχές χαμηλού κόστους σε οικογένειες που αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδιά ή και μείωση του αριθμού των παιδιών που απαιτείται για να χαρακτηριστεί μία οικογένεια πολύτεκνη.
Μεταξύ άλλων, το δημογραφικό συνιστά μείζον πρόβλημα για το ασφαλιστικό σύστημα, καθώς το μειωμένο εργατικό δυναμικό αυξάνει τα ρίσκα για τις μελλοντικές συντάξεις – εξού και οι παρεμβάσεις για την ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στις συντάξεις. Σημειωτέον, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το 2030 η Ελλάδα θα είναι η πιο «γερασμένη» χώρα της Ευρώπης, αφήνοντας πίσω την Ιταλία.