Το τελευταίο διάστημα ο Εμανουέλ Μακρόν έχει αναγκαστεί κάπως να κατέβει από την «Ολύμπια» θέση που συχνά διεκδικεί για τον εαυτό ως ηγέτη με παγκόσμια εμβέλεια – ας μην ξεχνάμε ότι η Γαλλία υποστηρίζει τη μόνιμη θέση που έχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τη δική της πυρηνική αποτρεπτική δύναμη.
Έτσι αντί να συνομιλεί με το Βλαντιμίρ Πούτιν και άλλους ηγέτες ή να προσπαθεί να βρει μια ειρηνική λύση στην Ουκρανική κρίση βρίσκεται υποχρεωμένος να ασχολείται με θέματα όπως η ακρίβεια ή να απαντάει στο γιατί η αμερικανική εταιρεία συμβούλων McKinsey έχει πάρει τόσες πολλές «δουλειές» από τη δική του κυβέρνηση.
Και αυτό γιατί την Κυριακή η Γαλλία έχει τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών και το ερώτημα είναι η «υπερβατική» – «ούτε δεξιά, ούτε αριστερά» – εκδοχή Κέντρου με την οποία άλλαξε τους όρους του γαλλικού πολιτικού σκηνικού θα μπορέσει να συνεχίσει να ασκεί τη διακυβέρνηση.
Στην αρχή της πορείας προς τις εκλογές, η Μαρίν Λεπέν φάνηκε να χάνει τον κυρίαρχο ρόλο στη γαλλική Ακροδεξιά. Ο Ερίκ Ζεμούρ, φιγούρα οικεία στη Γαλλία, εξαιτίας της μακράς τηλεοπτικής παρουσίας του, φάνηκε να διεκδικεί να της πάρει τα σκήπτρα και μάλιστα με μια ρητορική που έμοιαζε με επιστροφή στην «καθαρή γραμμή» του πατέρα της Ζαν Μαρί Λεπέν σε συνδυασμό με στοιχεία από τη «συνταγή Τραμπ». Όμως, στη διαδρομή φάνηκε ότι η Λεπέν και ο Εθνικός Συναγερμός όπως ονομάζεται το «αναμορφωμένο» Εθνικό Μέτωπο έχουν το πάνω χέρι στην ακροδεξιά – και πλέον μετά την εκλογική κατάρρευση του γκωλισμού και στην δεξιά γενικότερα. Και βέβαια παρότι προσπαθεί να εμφανιστεί ως τμήμα του πολιτικού mainstream, στην πραγματικότητα διατηρεί τον πυρήνα μιας πολύ σκληρής ακροδεξιάς και συχνά φασίζουσας τοποθέτησης.
Αυτή τη στιγμή οι δημοσκοπήσεις δίνουν στη Λεπέν πάνω από 22%, δηλαδή πάνω από το ποσοστό της στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017 που ήταν 21,3%.
Αντίθετα, ο Ζεμούρ, παρά την εντυπωσιακή εκκίνηση που είχε και το γεγονός ότι στην αλλαγή της χρονιάς φαινόταν να προηγείται μιας «ισομοιρασμένης» ακροδεξιάς ψήφου, τελικά δεν δείχνει ικανός να κινηθεί πέραν του 10%.
Βεβαίως, σε μιαν άλλη ανάγνωση το πάνω από 33% που είναι το δημοσκοπικό άθροισμα της Λεπέν και του Ζεμούρ, αποτυπώνει έναν πολύ ισχυρό πόλο της Ακροδεξιάς στη γαλλική κοινωνία και μια αυξημένη πολιτική και κοινωνική διαίρεση.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι και η υποψήφια των πάλαι ποτέ γκωλικών Βαλερί Πεκρές, που δεν κατάφερε να κάνει τη διαφορά και κινείται δημοσκοπικά κάτω του 9%, στην πραγματικότητα επέλεξε να κάνει μια προεκλογική εκστρατεία στηριγμένη σε μια ακροδεξά ρητορική, ιδίως σε θέματα όπως το μεταναστευτικό, φτάνοντας μέχρι του σημείου να ζητήσει να «εξαλειφθούν οι ζώνες της μη-Γαλλίας».
Γι’ αυτόν τον λόγο και αρκετοί αναλυτές έχουν υπογραμμίσει εδώ και καιρό ότι ανεξαρτήτως εκλογικής απήχησης, η ακροδεξιά έχει καταφέρει σε σημαντικό βαθμό να επιβάλει στη γαλλική πολιτική συζήτηση πλευρές της δικής της ατζέντας.