Γερμανία: Εταιρείες-κολοσσοί απολύουν, κλείνουν και μεταφέρονται στην Κίνα

Κοινοποίηση:
germany-china

Οι εγχώριες ενεργειακές πολιτικές και το οικονομικό περιβάλλον της Γερμανίας αναγκάζουν τους μεγαλύτερους βιομηχανικούς παίκτες της να μεταναστεύσουν, αναζητώντας ευνοϊκότερες συνθήκες στην Κίνα (στη φωτογραφία αρχείου του Reuters/Thomas Peter, επάνω, γερμανικές και κινεζικές σημαίες στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου).

Η κλιμάκωση του ενεργειακού κόστους, οι τεράστιες επιδοτήσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι αυστηροί κανονισμοί διαμορφώνουν ένα περιβάλλον στη Γερμανία που είναι όλο και πιο εχθρικό στη βιομηχανική ανάπτυξη.

Η βιομηχανική κατανάλωση ενέργειας στη Γερμανία μειώθηκε κατά περισσότερο από 16% σε 2 χρόνια

Ως αποτέλεσμα, πολλές από τις πιο καταξιωμένες γερμανικές εταιρείες απολύουν το προσωπικό τους, μειώνοντας κατά χιλιάδες τις θέσεις εργασίας, ενώ επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα.

Αυτή η αλλαγή υπογραμμίζει τη βαθιά επίδραση των τρεχουσών πολιτικών στο βιομηχανικό τοπίο της Γερμανίας, με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για την τοπική οικονομία και την απασχόληση.

Εξετάζουνται εδώ οι βασικοί παράγοντες και οι εταιρείες που αναδιαμορφώνουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό, γράφει σε ανάλυσή του ο γερμανός οικονομολόγος diego faßnacht.

Υψηλό ενεργειακό κόστος
Οι ενεργειακές πολιτικές της Γερμανίας οδήγησαν τις τιμές βιομηχανικής ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδα που είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο, δεύτερη μετά το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στη διάρκεια του 2023, η μέση τιμή για τους βιομηχανικούς χρήστες άγγιξε σχεδόν τα 250 δολάρια ΗΠΑ ανά MWh. Ακόμη και αυτό το επίπεδο κόστους είναι μη βιώσιμο χωρίς σημαντικές κρατικές επιδοτήσεις, οι οποίες έχουν φτάσει πλέον σε πρωτοφανή επίπεδα.

Η εξάρτηση της Γερμανίας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η αιολική και η ηλιακή, σε συνδυασμό με τη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής, αύξησε την εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές και προκάλεσε σοβαρή αστάθεια των τιμών, ασκώντας τελικά πίεση τόσο στη βιομηχανία όσο και στους φορολογούμενους.

Αυτές οι υψηλές τιμές ανάγκασαν πολλές εταιρείες να εξετάσουν το ενδεχόμενο περιορισμού των εργασιών τους στη Γερμανία υπέρ της επέκτασης στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Κίνα.

Σημαντική μείωση
Το 2023, η κατανάλωση ενέργειας στον βιομηχανικό τομέα της Γερμανίας μειώθηκε στα 3.282 PJ, μείωση 7,8% σε σύγκριση με το 2022.

Αυτή η πτώση ακολούθησε μια ήδη σημαντική μείωση το 2022, όταν η χρήση βιομηχανικής ενέργειας μειώθηκε κατά 9,1% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά σε 3.558 PJ.

Συνολικά, αυτές οι τιμές αντιπροσωπεύουν σε γενικές γραμμές τη μείωση της βιομηχανικής χρήσης ενέργειας κατά περίπου 16,3% στη διετία.

Εισαγωγές ενέργειας
Η εγχώρια παραγωγή ενέργειας έχει επίσης διαφοροποιηθεί, με τις ανανεώσιμες πηγές ν’ αγγίζουν το ρεκόρ του 61,5% της συνολικής παραγωγής στις αρχές του 2024.

 

Ωστόσο, αυτή η στροφή οδήγησε σε αύξηση 23% στις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, υπογραμμίζοντας την εξάρτηση της χώρας από ξένες πηγές για την κάλυψη της παραγωγής εξαιτίας της μεταβλητότητας στην απόδοση των ανανεώσιμων πηγών.

Η αστάθεια στον εφοδιασμό, σε συνδυασμό με τις υψηλές εγχώριες τιμές, εγκυμονεί κινδύνους για τις επιχειρήσεις που απαιτούν σταθερή και οικονομικά προσιτή ηλεκτρική ενέργεια.

Η συνεχιζόμενη εξάρτηση από ανανεώσιμες πηγές αναμένεται ν’ αυξήσει την εξάρτηση από τις εισαγωγές, αποθαρρύνοντας περαιτέρω τις εταιρείες να επεκταθούν στο εσωτερικό.

Τεράστιες επιδοτήσεις
Μόνο το 2024, η Γερμανία θα καταβάλει 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις στους παραγωγούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτές οι πληρωμές διασφαλίζουν τις ελάχιστες εγγυημένες τιμές για τους προμηθευτές, παρά την απότομη πτώση των τιμών της αγοράς.

Αυτό το κεντρικά σχεδιασμένο σύστημα, στο οποίο η κυβέρνηση παρεμβαίνει για να πληρώσει τους παραγωγούς ανανεώσιμων πηγών όταν πέφτουν οι τιμές χονδρικής, έχει επιβαρύνει σοβαρά τον κρατικό προϋπολογισμό, αφήνοντας λιγότερο οικονομικό περιθώριο για άλλες κρίσιμες επενδύσεις.

Στην πραγματικότητα, ο αρχικός προϋπολογισμός για επιδοτήσεις το 2024 ήταν 10,6 δισεκατομμύρια ευρώ (11,1 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ), αλλά καθώς οι τιμές της ενέργειας μειώθηκαν, η προβλεπόμενη ανάγκη έχει διπλασιαστεί.

Αυτό το αυξανόμενο κόστος των επιδοτήσεων προστίθεται στη δημοσιονομική πίεση και περιπλέκει τις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό, δεδομένης ιδιαίτερα της δέσμευσης της κυβέρνησης να τηρήσει το φρένο χρέους.

Ο ρόλος του ρωσικού φυσικού αερίου
Η παύση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου είχε ριζικό αντίκτυπο στο ενεργειακό τοπίο της Γερμανίας, διαταράσσοντας τη βιομηχανική της βάση και αυξάνοντας το ενεργειακό κόστος.

Το ρωσικό φυσικό αέριο ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος του ενεργειακού εφοδιασμού της, παρέχοντας αξιόπιστη και οικονομικά προσιτή ενέργεια για δεκαετίες.

Ωστόσο, οι γεωπολιτικές συνέπειες από τον πόλεμο στην Ουκρανία και το σαμποτάζ των αγωγών Nord Stream τον Σεπτέμβριο του 2022 διέκοψαν αυτήν την κρίσιμη ενεργειακή σχέση.

Οι επιθέσεις κατέστησαν τον Nord Stream 1 εντελώς ανενεργό ενώ ο ένας από τους δύο αγωγούς του Nord Stream 2 υπέστη επίσης ζημιά. Μόνο ένα τμήμα του τελευταίου είναι λειτουργικό αλλά παραμένει αχρησιμοποίητο.

Το «πάτημα ενός κουμπιού»
Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν επανέλαβε πρόσφατα ότι αυτός ο λειτουργικός αγωγός θα μπορούσε να επαναλάβει τις παραδόσεις αμέσως εάν η Γερμανία ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί με τη Ρωσία πολιτικά και οικονομικά.

Σε μια πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία με τον γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς – την πρώτη τους μετά από δύο χρόνια – ο Πούτιν τόνισε ότι η επανεκκίνηση των ροών φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream 2 ήταν «θέμα πατήματος ενός κουμπιού», σηματοδοτώντας την ετοιμότητα της Ρωσίας να προμηθεύσει φυσικό αέριο εάν η Γερμανία συνεργαστεί.

Η απότομη απώλεια ρωσικού φυσικού αερίου ανάγκασε το Βερολίνο να το αντικαταστήσει με πολύ ακριβότερες εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτά τα διογκωμένα κόστη έχουν υπονομεύσει την παγκόσμια βιομηχανική ανταγωνιστικότητά της.

Η πρόταση του Πούτιν για επανενεργοποίηση του εναπομείναντος αγωγού Nord Stream 2 υπογραμμίζει το στρατηγικό πλεονέκτημα που εξακολουθεί να διατηρεί η Ρωσία στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης.

Προσφέροντας μια δυνητική σανίδα σωτηρίας στην προβληματική οικονομία της Γερμανίας, ο Πούτιν στοχεύει να επηρεάσει την πολιτική στάση της στη σύγκρουση με την Ουκρανία.

Παρά τα πιθανά οικονομικά οφέλη από την επανέναρξη των εισαγωγών φυσικού αερίου, η Γερμανία απέφυγε ν’ απαντήσει στην πρόταση.

Πτώση εγχώριων επενδύσεων
Το αυξανόμενο κόστος ενέργειας και οι ρυθμιστικές προκλήσεις έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση των εγχώριων επενδύσεων. Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα είναι περίπου 10% χαμηλότερος από τα προ της Covid επίπεδα.

Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για τη βιομηχανική παραγωγή: Από το 2021, το επίπεδο παραγωγής της Γερμανίας έχει μειωθεί περισσότερο από 9%. Η πτώση ήταν ακόμη πιο έντονη στις ενεργοβόρες βιομηχανίες.

Εκεί, τα επίπεδα παραγωγής μειώθηκαν κατά περισσότερο από 18% σε λιγότερο από δύο χρόνια, αναδεικνύοντας σημαντικά προβλήματα σε τομείς που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από οικονομικά προσιτή ενέργεια.

Αυτή η μείωση συμπίπτει με το αυξημένο ενεργειακό κόστος και τη συνεχιζόμενη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που μπορεί να έχουν επηρεάσει τη διάρθρωση κόστους αυτών των βιομηχανιών.

Η τάση δείχνει πιθανές πιέσεις αποβιομηχάνισης, ιδιαίτερα για τομείς που δεν είναι σε θέση να προσαρμοστούν στα αυξανόμενα λειτουργικά έξοδα.

Επέκταση στην Κίνα
Το μη βιώσιμο περιβάλλον κόστους στη Γερμανία οδηγεί πολλές εταιρείες να περικόψουν θέσεις εργασίας εγχώρια και να επεκταθούν στην Κίνα.

Volkswagen: Αντιμετωπίζοντας πιθανές περικοπές θέσεων εργασίας έως και 30.000 στη Γερμανία, η Volkswagen έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένων 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ (2,6 δισεκατομμύρια δολάρια) για να επεκτείνει την παραγωγή EV (ηλεκτρικά αυτοκίνητα) στη Χεφέι και επιπλέον 700 εκατομμύρια ευρώ για συνεργασία με την Xpeng σε τεχνολογία EV.

Αγορά ζωτικής σημασίας

Βασικά επενδυτικά έργα:

Volkswagen: Εκτός από την επένδυση των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ στη Χεφέι, η εταιρεία αύξησε το μερίδιο της κοινοπραξίας στην JAC Motor από 50% σε 75%.

Αυτή η κίνηση υπογραμμίζει τη μακροπρόθεσμη δέσμευσή της για την παραγωγή οχημάτων στην Κίνα, μια αγορά ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξή της στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

BMW: Η επένδυση της BMW στη Σενγιάνγκ όχι μόνο επεκτείνει την παραγωγή της, αλλά και τις δυνατότητες έρευνας και ανάπτυξης, ευθυγραμμιζόμενη με την τοπική ζήτηση και αποφεύγοντας το υψηλό ενεργειακό κόστος στη Γερμανία.

BASF: Το εργοστάσιο των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ της χημικής εταιρείας στην Γκουανγκντόνγκ είναι ένα άλλο παράδειγμα τοπικής εγκατάστασης μεγάλης κλίμακας.

Η BASF ελαχιστοποιεί έτσι το ρυθμιστικό και ενεργειακό κόστος της Γερμανίας, ενώ ικανοποιεί τη ζήτηση της Κίνας για προηγμένα χημικά προϊόντα, ιδιαίτερα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.

Αυτά τα έργα αντικατοπτρίζουν μια στρατηγική τοπικής παραγωγής που βοηθά τις εταιρείες να διαχειρίζονται το κόστος και ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κινεζικής αγοράς χωρίς την πολυπλοκότητα και το κόστος των εξαγωγών από τη Γερμανία.

«Πράσινη» επέκταση (Greenfield)

Οι πράσινες επενδύσεις της ΕΕ στην Κίνα έφτασαν το ρεκόρ των 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2024, το υψηλότερο τριμηνιαίο επίπεδο μέχρι σήμερα.

Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης, καλύπτοντας περίπου το ήμισυ του συνόλου των επενδύσεων της ΕΕ στην Κίνα από το 2022.

Ενώ η μέση τριμηνιαία δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών μειώνεται κατά 30% μεταξύ του 2022 και του πρώτου εξαμήνου του 2024, οι πράσινες επενδύσεις από εταιρείες της ΕΕ αυξάνονται σταθερά, με τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των χημικών της Γερμανίας να ηγούνται αυτής της τάσης.

Από το 2022 έως το πρώτο εξάμηνο του 2024, το 65% όλων των ΑΞΕ της ΕΕ στην Κίνα θα προέλθει από τη Γερμανία, από 48% μεταξύ 2019 και 2021.

Οι πέντε κορυφαίοι ευρωπαίοι επενδυτές στην Κίνα το 2023 ήταν γερμανικές εταιρείες, υπογραμμίζοντας τον κεντρικό ρόλο της Γερμανίας στις επενδύσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Κίνα.

Αντίθετα, χώρες όπως η Γαλλία, η Ολλανδία και η Δανία θα συνεισφέρουν μόνο το 7-8% των ΑΞΕ της ΕΕ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ενώ τα υπόλοιπα 23 κράτη μέλη της ΕΕ μαζί θ’ αντιπροσωπεύουν μόνο το 12%.

Μετριασμός γεωπολιτικών κινδύνων

Εν μέσω των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας και των κανονιστικών αβεβαιοτήτων, οι γερμανικές εταιρείες αναδιαρθρώνουν επίσης τις αλυσίδες εφοδιασμού τους για να μετριάσουν τους κινδύνους.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: