Λένε πως όταν η Γερμανία φτερνίζεται, η Ευρώπη συναχώνεται. Τι συμβαίνει όμως όταν η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης δεν φταρνίζεται μόνο, αλλά έχει όλα τα συμπτώματα «οικονομικής γρίπης» φλερτάροντας με την ύφεση;
Η νέα κρίση που φέρνει το λουκέτο σε τουλάχιστον τρία εργοστάσια της Volkswagen, με χιλιάδες ως και δεκάδες χιλιάδες πιθανές απολύσεις και μειώσεις μισθών της τάξης του 10%, δεν έχει συνέπειες μόνο στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Απειλεί να μεταδοθεί ως «ντόμινο» και εκτός των γερμανικών συνόρων, καταρχάς σε άλλες χώρες της Ευρώπης που βρίσκονται μονάδες της εταιρείας, όπως η Αudi στο Βέλγιο – θυγατρική της VW.
Παράλληλα, τα λουκέτα στη δεύτερη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία του κόσμου, και τον μεγαλύτερο εργοδότη της Γερμανίας, λειτουργούν τροχιοδεικτικά για το τι επιφυλάσσει το άμεσο μέλλον συνολικά στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και σε συνδεδεμένους κλάδους – προμηθευτές εξαρτημάτων, ανταλλακτικών, ελαστικών κ.λπ.
Καμπανάκι από το ΔΝΤ
Πρόκειται για ένα σκηνικό αστάθειας, που αναπόφευκτα επηρεάζει όλη την Ευρώπη. Ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Άλφρεντ Κάμερ, χτύπησε το καμπανάκι για τη γερμανική οικονομία, με δηλώσεις του στην εφημερίδα Suddeutsche Zeitung. Είπε ότι χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και περισσότερες επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές η Γερμανία δεν πρόκειται να ξεφύγει από την ύφεση. Τόνισε ότι η μείωση του ενεργού πληθυσμού και η γραφειοκρατία επιδεινώνουν τα προβλήματα.
Η γερμανική οικονομία -η μεγαλύτερη της Ευρώπης- πρόκειται να συρρικνωθεί κατά 0,2% το 2024 για δεύτερη συνεχή χρονιά.
«Η γερμανική οικονομία απλώς έχασε το τρένο της καινοτομίας και του εκσυγχρονισμού», δήλωσε στο Fortune ο επικεφαλής μακροοικονομικών προβλέψεων του χρηματοπιστωτικού ομίλου ΙΝG Κάρστεν Μπρζέσκι. «Για πάρα πολύ καιρό βασιζόταν σε ένα συνδυασμό υπερβολικής αλαζονείας, αφέλειας και εφησυχασμού. Πίστευαν ότι είναι τόσο ισχυροί που δεν μπορεί κανείς να τους ανταγωνιστεί».
Μείωση εσόδων
Οι γερμανικοί όμιλοι πρωταγωνιστούν και φέτος στη λίστα με τις 500 ισχυρότερες επιχειρήσεις στη λίστα Fortune 500 Europe, όμως πίσω από τις γραμμές τα σημάδια της φθοράς είναι ορατά, σημειώνει το οικονομικό περιοδικό.
Για παράδειγμα, ενώ τα συνολικά τα έσοδα των εταιρειών του Fortune 500 Europe αυξήθηκαν συνολικά κατά 5,2% το 2023, τα σωρευτικά έσοδα των γερμανικών εταιρειών του καταλόγου συρρικνώθηκαν κατά 2,6%.
Mία από τις αιτίες της επιβράδυνσης της ανάπτυξης είναι η μείωση των εξαγωγών, που αποτελούσαν παραδοσιακά σχεδόν το 50% του γερμανικού ΑΕΠ.
Σημαντικό ρόλο έχει παίξει η μείωση της καταναλωτικής ζήτησης από την Κίνα και η άνοδος του προστατευτισμού, με «τιτανομαχίες δασμών» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, που έχουν μεταφερθεί και στην Ευρώπη.
Επιπλέον, η εξάρτηση της Γερμανίας από το φθηνό ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αποδείχθηκε ολέθρια το 2022, όταν το κόστος του εκτοξεύθηκε, λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το αποτέλεσμα ήταν ο μεταποιητικός τομέας της Γερμανίας να έχει «σκαλώσει» σε ύφεση εδώ και τρία χρόνια. Ανώτατο στέλεχος της Μοrgan Stanley εκτιμά ότι η Γερμανία κινείται στην τροχιά μιας «χαμένης δεκαετίας».
Το πρόβλημα σημειώνουν οι αναλυτές είναι ότι η Γερμανία εκτός από την ισχυρή βιομηχανία δεν έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε άλλους τομείς υψηλής αξίας, για παράδειγμα, κάτι ανάλογο με τον ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα της Βρετανίας. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς, όπως η υψηλή τεχνολογία.
«Υπάρχει κίνδυνος η Γερμανία να ξυπνήσει πολύ αργά».
Η εξεύρεση νέων εξαγωγικών εταίρων αποτελεί ένα άλλο επείγον ζήτημα για τη Γερμανία. Ωστόσο, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING δεν προβλέπει ότι θα βρεθεί σύντομα άλλη αγορά στο μέγεθος της Κίνας.
«Η Γερμανία έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι μπορεί να επιβιώσει από μια κρίση και από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», λέει ο Mπρζέσκι. «Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος η Γερμανία να ξυπνήσει πολύ αργά, αλλά παραμένει η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη. Υπάρχουν ακόμη σχετικά καλές υποδομές, οπότε εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να είναι ισχυρότερη σε 10 χρόνια απ’ ό,τι είναι τώρα», καταλήγει.
Oι επιπτώσεις για την Ελλάδα
Η κρίση στη γερμανική οικονομία αφορά την Ελλάδα σε πολλά μέτωπα. Καταρχάς αντανακλάται στη μείωση των εσόδων από τους Γερμανούς τουρίστες, όσο το εισόδημά τους απειλείται. Η Γερμανία είναι η πρώτη χώρα – πηγή εξωτερικού τουρισμού, ενώ οι ταξιδιωτικές δαπάνες ήδη βαίνουν μειούμενες, όπως αντανακλάται στα στοιχεία της ΤτΕ.
Ένας άλλος ορατός κίνδυνος είναι η αρνητική επίπτωση στις ελληνικές εξαγωγές. Η Γερμανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά προϊόντα μετά την Ιταλία και τη Βουλγαρία.
Ειδικά για την αγορά των τροφίμων, η Γερμανία είναι από τους πλέον αξιόπιστους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας. Σύμφωνα με δηλώσεις του προέδρου του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) Αλκιβιάδη Καλαμπόκη, τα ελληνικά προϊόντα βρίσκονται στα ράφια των γερμανικών αλυσίδων, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ. Πάντως προς το παρόν ο ΠΣΕ κρατάει στάση αναμονής. Όπως μας λένε οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου, τα μέχρι τώρα στοιχεία για το πρώτο 8άμηνο του 2024 δείχνουν μια οριακή κάμψη των ελληνικών εξαγωγών στη Γερμανία σε σύγκριη με το 2023, κάτω του 1%. Ως εκ τούτου δεν μπορούν να προβούν σε κάποια ασφαλή πρόβλεψη για το αν και κατά πόσο μια υφεσιακή πορεία της οικονομίας θα βλάψει τις ελληνικές εξαγωγές και σε τι βαθμό.
Οι ελληνικές εξαγωγές όμως δεν απειλούνται μόνο από την κρίση στη Γερμανία, αλλά και από την αύξηση του μεταφορικού κόστους, λόγω της όξυνσης των γεωπολιτικών εντάσεων.
Μια πιθανή διέξοδος είναι η διαφοροποίηση του «πελατολογίου» των Ελλήνων εξαγωγέων, με πιο τολμηρή ανάπτυξη στις τρίτες χώρες, που ήδη αποτελούν το 35%-40% του συνόλου των εξαγωγών. Παράλληλα όμως, το στοίχημα είναι να μη χαθεί η θέση των ελληνικών εξαγωγών στη Γερμανία, ακόμα και αν η ισχυρότερη οικονομία της ΕΕ βρεθεί σε ύφεση.