Η επίμονη προσπάθεια του Βερολίνου να αποτρέψει την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας (λόγω της άρνησης να αποσύρει το Oruc Reis) επαναφέρει στο προσκήνιο τον διαχρονικό γεωπολιτικό έρωτα που συνδέει τη Γερμανία με τον οθωμανικό-τουρκικό παράγοντα. Τη σχέση αυτή την είδαμε τα τελευταία χρόνια με αφορμή την απόφαση του Ερντογάν να στείλει μαζικά χιλιάδες μετανάστες στον Έβρο και στα μικρασιατικά παράλια με σκοπό να περάσουν βιαίως στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Την βλέπουμε και σήμερα.
Για τη μεταπολεμική Γερμανία (υπό μια έννοια και για την Γερμανική Αυτοκρατορία από την ίδρυσή της το 1871) οι οικονομικές σχέσεις αποτελούν έναν πολύ σημαντικό παράγοντα αλληλεξάρτησης σε διακρατικό επίπεδο. Στην αντίληψη των Γερμανών, η οικονομική ισχύς αποτελεί παράγοντα εξαιρετικής αποτελεσματικότητας, προκειμένου να εδραιωθεί η κυριαρχία τους επί άλλων χωρών. Ανεξαρτήτως αν για τη Γερμανία η κυριαρχία επιτυγχάνεται, τελικά, μέσω της πολιτικοστρατιωτικής ισχύος, όταν αυτή δεν είναι εφικτή, η οικονομική εξάρτηση των άλλων χωρών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να δημιουργηθούν οι όροι για την τελική κυριάρχηση.
Οι γερμανοτουρκικές σχέσεις ανάγονται στην εποχή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της αντίστοιχης Οθωμανικής (τέλος 19ου αιώνα) και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι σχέσεις τους είναι πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές. Οι δύο αυτοκρατορίες συμβίωναν εκείνη την περίοδο με βάση τη στρατηγική τους συμπληρωματικότητα, αλλά με διαφορετικές προοπτικές.
Η νέα γερμανική αυτοκρατορία του Γουλιέλμου, ανερχόμενη δύναμη στην κεντρική Ευρώπη, προσπαθούσε να ανταγωνιστεί την Αγγλία και τη Γαλλία. Η άλλη αυτοκρατορία, ο “ασθενής της Ευρώπης”, προσπαθούσε να αποφύγει τη διαφαινόμενη πολιτική και οικονομική κατάρρευση. Όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατείχε μια στρατηγική γεωγραφική θέση εκείνη την εποχή, επειδή είχε τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ. Το 1896, ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος αρχίζει τη νέα αποικιακή πολιτική της Γερμανίας (μετά την αποπομπή του καγκελαρίου Μπίσμαρκ), προκειμένου η αυτοκρατορία “να βρει μια θέση στον ήλιο”. Στο πλαίσιο αυτό δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την υποστήριξη της οποίας είχε ανάγκη.
Το Orient Express συνέδεε τη Δυτική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη από το 1889 και ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ δέχτηκε αίτημα από τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο να επεκταθεί η σιδηροδρομική γραμμή μέχρι τη Βαγδάτη, διαμέσου της Ανατολίας. Στόχος ήταν η μετέπειτα επέκταση μέχρι τη Βασόρα ώστε να φθάσει στον Περσικό Κόλπο και να υπάρχει πρόσβαση στην Ινδία. Στη Βασόρα θα κατασκεύαζε γερμανική ναυτική βάση, γεγονός που θα έφερνε σε δύσκολη θέση την Αγγλία.
Η Γερμανία άνοιξε τις πόρτες της
Παράλληλα, σχεδιάστηκε μια διακλάδωση προς την Δαμασκό που θα συνέχιζε μέχρι την Μεδίνα. Το δίκτυο θα εξυπηρετούσε τις οικονομικές βλέψεις της Γερμανίας στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά θα διευκόλυνε και την πρόσβαση στις γερμανικές αποικίες της Ανατολικής Αφρικής. Επίσης, θα είχε εύκολη πρόσβαση στις πρώτες ύλες που ήταν απαραίτητες στην αναπτυσσόμενη ραγδαία γερμανική βιομηχανία.
Η αποδοχή του σχεδίου από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ υποβοηθήθηκε από το γεγονός ότι η Γερμανία εμφανιζόταν σαν ισότιμος οικονομικός εταίρος που επιδίωκε μόνο οικονομικές συνεργασίες, σε αντίθεση με τους Άγγλους και Γάλλους που ασκούσαν αποικιακή πολιτική και διακρατούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του δημοσίου χρέους της χώρας. Η Γερμανία άνοιξε τις πόρτες της και έγινε ο πρώτος οικονομικός εταίρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Η συνεργασία αυτή μετατράπηκε σε στενή αμυντική συμφωνία, με αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να συμμετάσχουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.
Θα πρέπει να ειπωθεί ότι οι Γερμανοί είχαν σημαντικό ρόλο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από την εποχή του Τανζιμάτ, στην προσπάθεια εκμοντερνισμού της από το μέσο του 19ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, είχαν ρόλο στην οργάνωση του οθωμανικού στρατού και γενικότερα στα αιτήματα εκσυγχρονισμού που προέβαλαν οι ανερχόμενες κοινωνικές κατηγορίες με αστικό και εθνικιστικό προσανατολισμό. Με τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου και οι δύο αυτοκρατορίες μετατράπηκαν σε Δημοκρατίες με τα γνωστά αποτελέσματα.
Και πάλι προς την Τουρκία
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της κοινωνίας και της οικονομίας της στράφηκε πάλι προς την Τουρκία. Ενώ Γαλλία, Αγγλία και οι Κάτω Χώρες είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν εργατική δύναμη από τις αποικίες τους, η Γερμανία στράφηκε αφενός προς την εργατική δύναμη των ευρωπαϊκών χωρών του Νότου αλλά από το 1961 και προς την εργατική δύναμη της Τουρκίας. Μέχρι το 1969 περίπου 1.000.000 Τούρκοι εργάτες απασχολούνταν στις γερμανικές βιομηχανίες.
Μέχρι το 2001, ο νόμος για την γερμανική υπηκοότητα βασίζονταν στην έννοια jus sanguinis. Τη χρονιά αυτή ο νόμος άλλαξε (μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Σρέντερ) και η πλειοψηφία των Τούρκων μεταναστών (περίπου 3,5 εκατομμύρια το 2010) έλαβαν γερμανική υπηκοότητα και το δικαίωμα ψήφου. Το γεγονός αυτό, όπως είναι ευνόητο, έδωσε μεγαλύτερο πολιτικό βάρος στην τουρκική μειονότητα από αυτό που είχε προηγουμένως.
Η Γερμανία αποτελεί τον σπουδαιότερο προορισμό των τουρκικών εξαγωγών (το 2017 ανέρχονταν σε 17,4 δισ. δολάρια). Οι τουρκικές εξαγωγές στην Γερμανία συνίστανται σε οχήματα, διάφορα τμήματα και εξαρτήματα αυτοκινήτων και υφάσματα. Αντίστοιχα, οι κύριες εισαγωγές από τη Γερμανία είναι μηχανήματα, ηλεκτρονικά, οχήματα, φάρμακα, οπτικά και διάφορα τμήματα και εξαρτήματα για την κατασκευή κινητήρων αυτοκινήτων, καθώς και υλικό για σιδηροδρόμους. Επίσης, σημαντικές είναι οι εισαγωγές οπλικών συστημάτων από τη Γερμανία. Τους οκτώ πρώτους μήνες του 2019 ανήλθαν σε 250,4 εκατ. ευρώ.
80.000 γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις
Ενώ, όπως είπαμε για την Τουρκία η Γερμανία αποτελεί την πρώτη χώρα για τις εξαγωγές της, για την Γερμανία αντίστοιχα η Τουρκία βρίσκεται στη 16η θέση. Ο όγκος των γερμανικών εξαγωγών το 2018 ανήλθε στα 22,8 δισ. δολάρια. Υπάρχει δηλαδή μια ασυμμετρία στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών σαφέστατα υπέρ της Γερμανίας.
Επίσης, αυτή η ασυμμετρία φαίνεται και στον όγκο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων μεταξύ των δύο χωρών. Την περίοδο 2002-2018, η Γερμανία έχει τοποθετήσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στην Τουρκία ύψους 9,469 δισ. δολάρια. Η Τουρκία, αντίστοιχα, έχει τοποθετήσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις ύψους 2,443 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας.
Πίσω από αυτές τις επενδύσεις υπάρχουν περίπου 80.000 γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Γερμανία, με ετήσιο τζίρο περίπου 52 δισ. ευρώ. Απασχολούνται περίπου 500.000 άτομα σε 50 διαφορετικούς οικονομικούς τομείς. Από την άλλη μεριά περίπου 7.500 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην τουρκική επικράτεια.
Ο όγκος του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών ανήλθε περίπου στα 40 δισ. δολάρια το 2017, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1,5% του γερμανικού διεθνούς εμπορίου και το 10% του αντίστοιχου τουρκικού. Οι συνολικές εξαγωγές της Γερμανίας το 2017 ανήλθαν σε περίπου 1,4 τρισ. δολάρια, ενώ οι τουρκικές εξαγωγές, αντίστοιχα, σε 156 δισ. δολάρια. Παράλληλα, η Γερμανία βλέπει πως η Ανατολική Μεσόγειος έχει αρχίσει να ανασυγκροτείται γεωπολιτικά.
Με όχημα την ΕΕ
Οι Γερμανοί βλέπουν ότι αποκλείονται από τις εξελίξεις στη Μεσόγειο. Για άλλη μια φορά, προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την ΕΕ ως όχημα για την υλοποίηση των επιδιώξεών τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρούν να μπουν από το παράθυρο στη Λιβύη. Το Βερολίνο θεωρεί ότι το Παρίσι προσπαθεί να γίνει η κυρίαρχη ευρωπαϊκή δύναμη στη Μεσόγειο. Είναι αξιοσημείωτο ότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία δεν ξεκίνησε με γερμανικές ευλογίες, καταδικάστηκε από το Βερολίνο. Μην ξεχνάμε πως η Γερμανία εκτός από έλλειψη φυσικών πόρων, έχει και έλλειψη μεγάλης ακτογραμμής.
Επομένως, ο έλεγχος της Μεσογείου για τη Γερμανία είναι προτεραιότητα. Για να κάμψει την όποια αντίδραση της Ιταλίας ή και της Γαλλίας, η Γερμανία επιστρατεύει παζάρια που αφορούν την Ευρωζώνη και τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η Γερμανία με άλλα λόγια, προσπαθεί να παρέμβει στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω των γνωστών “ειρηνικών πρωτοβουλιών”. Στο πλαίσιο αυτό ανέλαβε και την αποτυχημένη πρωτοβουλία για τη Λιβύη στις αρχές του 2020.
Σε όλο αυτό το σχεδιασμό η Τουρκία –στα μάτια των Γερμανών– αποτελεί παίκτη, με τον οποίο μπορούν να συνεργασθούν. Υπό το φως της ιστορίας, φαίνεται ότι έχουν σφυρηλατηθεί στενές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Μάλιστα, θα διακινδύνευα να πω ότι και το Βερολίνο και η Άγκυρα θα επιθυμούσαν οι σχέσεις τους να επανέλθουν σε εκείνες που ίσχυαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Κι αν κρίνουμε από τη σημερινή στάση του Βερολίνου, αυτό ήδη συμβαίνει.
Πηγή: Κώστας Μελάς, slpress.gr