Η γιαγιά Στέλλα γεννήθηκε την 28η Οκτωβρίου του 1928 στο Ρέθυμνο, σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα.
Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και έπειτα ήρθαν άλλα τέσσερα, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Από μικρή θυμάμαι να μου διηγείται τις ιστορίες της ζωής της, πάντα όμως αυτές από τον πόλεμο του ’40 με συνέπαιρναν περισσότερο.
Κάθε φορά που περιγράφει βιώματα και αναμνήσεις από τότε, η χροιά της φωνής της αλλάζει και τα μάτια της βουρκώνουν.
«Αχ παιδί μου, ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη βόμβα που έπεσε πάνω από τα κεφάλια μας. Ήταν 21 Μαΐου του 1941. Ήμουν θυμάμαι με την θεία σου την Αλεξάνδρα στα χωράφια δίπλα στο σπίτι και ποτίζαμε. 12,5 χρονών εγώ, 2,5 χρονών αυτή.
Ξαφνικά, ακούω ένα βουητό. Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω ένα αεροπλάνο να έρχεται προς το μέρος μας. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, αρχίζει να πυροβολεί τους πάντες και τα πάντα. Ξυπόλυτη εγώ, παίρνω τη θεία σου αγκαλιά και τρέχω σε ένα αμπρί (λάκκο). Για αρκετά λεπτά μείναμε εκεί, αγκαλιασμένες και κουλουριασμένες.
Όταν λίγο τα πράγματα ηρέμησαν, σήκωσα το κεφάλι μου να δω τι γίνεται. Τότε θυμάμαι, είδα έναν γείτονά μας, τον Πέτρο, να τρέχει. Του λέω να έρθει εκεί που ήμασταν κρυμμένες και εμείς. “Πάω να βρω την οικογένειά μου” μου λέει και έτρεξε προς το σπίτι του. Λίγο πριν μπει, τον είδαν τα αεροπλάνα και έριξαν μία βόμβα. Ο Πέτρος, η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά είχαν χαθεί…»
«Μετά τι έγινε, γιαγιά;»
«Μετά βρεθήκαμε στο σπίτι όλη η οικογένεια. Η μάνα μου, ο πατέρας μας εγώ και τα αδέρφια μου. Η μάνα μου πήρε μισό καρβέλι ψωμί, μία χούφτα ελιές και φύγαμε άρον άρον. Εγώ ήμουν ακόμα ξυπόλυτη και είχα την Αλεξάνδρα στην πλάτη μου. Ο πατέρας μου πήρε τις δύο μας κατσίκες και όλοι μαζί, εμείς και άλλοι χωριανοί, φύγαμε για τα ορεινά.
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ. Περπατούσαμε όλη τη νύχτα. Δεν είχαμε φως και δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Κοντά στα ξημερώματα βρήκαμε μία σπηλιά. Σε αυτή τη σπηλιά μείναμε 40 άτομα για 8 μέρες. Ρούχα δεν είχαμε και το φαγητό ήταν ελάχιστο. Δεν θα αντέχαμε για πολύ εκεί.
Μετά την 8η ημέρα, ο πατέρας μου πήγε με μερικούς άλλους να δει τι απέγιναν τα σπίτια μας. Από το δικό μας, δεν είχε μείνει τίποτα. Μόνο ερείπια και στάχτες. Βρήκε, θυμάμαι, ένα γερμανικό αλεξίπτωτο ανοιγμένο και το κουβάλησε πίσω στη σπηλιά. Μετά από μήνες, με αυτό το ύφασμα θα φτιάχναμε ρούχα, μέχρι και το νυφικό μιας θειας μου που παντρευόταν.»
Εκεί επικράτησε σιωπή για λίγα λεπτά. Η γιαγιά μου είχε χαθεί για λίγο στις σκέψεις της, ήθελα όμως τόσο πολύ να συνεχίσει να μου μιλάει για τότε, και ας είχα ξανακούσει κάποια από αυτά.
«Μετά τη σπηλιά τι κάνατε, γιαγιά;»
«Μετά παιδί μου, πήγαμε στο Αμάρι. Εκεί μείναμε σε ένα δωμάτιο και οι πέντε μας και βγάλαμε 3,5 χρόνια. Δύσκολα, πολύ δύσκολα χρόνια. Κρύο τους χειμώνες, φτώχεια, πείνα… Οι Γερμανοί ήταν παντού και δεν μπορούσαμε να κυκλοφορούμε. Αλλού μας μάζευαν εμάς τα παιδιά, αλλού τις γυναίκες και αλλού τους άντρες.
Μετά τα 3,5 χρόνια γυρίσαμε στο Ρέθυμνο στην παλιά μας γειτονιά. Ο πατέρας μου είχε ένα σπίτι από μια θεια του και σιγά σιγά το φτιάξαμε για να μείνουμε. Την ημέρα που τελείωσε ο πόλεμος, θα τη θυμάμαι μια ζωή. Γλέντια, χαρές. Απίστευτα συναισθήματα».
Μπορεί να μην την έβλεπα, αλλά από τη χροιά της φωνής της καταλάβαινα ότι η γιαγιά μου είχε βουρκώσει. Δεν ήθελα να την αναστατώσω και όσο και αν ήθελα να ακούσω και άλλα, καταλάβαινα ότι έπρεπε να μπει μία άνω τελεία σε αυτήν μας τη συζήτηση.
«Απίστευτες αναμνήσεις, γιαγιά»
«Και ξέρεις πόσες είναι ακόμα; Πόσα πράγματα έχω ζήσει και τα θυμάμαι σαν να είναι χθες;
Θυμάμαι να γυρνάμε πίσω στη γειτονιά μας και να μας λένε για 35 χωριανούς μας που τους είχαν βρει όλους μαζί νεκρούς σε ένα πηγάδι. Θυμάμαι τον κόσμο να βάζει εφημερίδες στα τζάμια του σπιτιού τους για να μην φαίνονται τα φώτα το βράδυ. Θυμάμαι τον φόβο και τον τρόμο που νιώθαμε κάθε μέρα για το εάν θα πάρουν κάποιον από εμάς ή εάν θα ξημερώσει για όλους μας η αυριανή ημέρα.
Ακόμα και όταν τελείωσε ο πόλεμος, τα σημάδια του ήταν παντού. Το ’46, θυμάμαι, ο πατέρας μου έχασε την αδερφή του. Ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα και ήταν πάνω σε ένα γαϊδούρι κοντά στο σπίτι μας στην παραλία. Ο γάιδαρος πάτησε μία ξεχασμένη νάρκη και… αυτό ήταν. Τρέξαμε όλοι εκεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα με το μαύρο, άψυχο σώμα της.»
Αυτήν την ιστορία για τη θεία της γιαγιάς μου την έχω ακούσει και στο παρελθόν. Πάντα όμως, με σοκάρει το ίδιο. Η γιαγιά μου έχει πια κουραστεί και το τηλεφώνημά μας οδεύει προς το τέλος του.
Όπως κάθε φορά, μου λέει να προσέχω και μου δίνει την ευχή της. Αυτή τη φορά όμως πρόσθεσε και το εξής:
«Αχ παιδί μου, να είστε όλοι καλά και εύχομαι ο Θεός να μη σας δείξει ούτε το ένα εκατοστό από όσα αξίωσε να δω εγώ εκείνα τα χρόνια»
Κλείσαμε το τηλέφωνο και σκέφτηκα πόσο απίθανο είναι να έχεις ζήσει τόσα πολλά.
Ενενήντα ένα χρόνια αναμνήσεων και τι αναμνήσεων… «Χρόνια πολλά λοιπόν, γιαγιά”, σκέφτηκα και χαμογέλασα.