Οι γρήγοροι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής συχνά στερούν χρόνο για δραστηριότητες όπως το φαγητό. Πολλοί αρπάζουν κάτι γρήγορο για πρωινό βγαίνοντας από το σπίτι ή «καταβροχθίζουν» το μεσημεριανό τους γεύμα, ώστε να κερδίσουν λίγο περισσότερο χρόνο και να είναι παραγωγικοί στη δουλειά, ή να αφιερώσουν πιο πολλή ώρα στην προσωπική τους ζωή.
Πέρα από τους πιο φιλοσοφικούς προβληματισμούς σχετικά με την κουλτούρα της βιασύνης γύρω από το φαγητό, αξίζει να σταθμιστούν οι επιπτώσεις για την υγεία του να τρώει κανείς πολύ γρήγορα, τις οποίες παρουσιάζει δημοσίευμα του Conversation.
Όταν τρώει κανείς με βιασύνη συνήθως καταπίνει υπερβολικές ποσότητες αέρα, φαινόμενο γνωστό ως αεροφαγία. Αυτό μπορεί να προκαλέσει από ήπια δυσφορία και αίσθημα βάρους και φουσκώματος μέχρι κοιλιακό πόνο και διάταση (ορατή αύξηση του μεγέθους της κοιλιάς μετά το φαγητό).
Η φυσιολογική ποσότητα αερίων στον πεπτικό σωλήνα όταν το στομάχι είναι άδειο είναι περίπου 200 ml. Εάν η ποσότητα αυτή αυξηθεί σημαντικά, οι φυσιολογικοί μηχανισμοί αποβολής του μπορεί να γίνουν πολύ δυσάρεστοι. Αυτή η ποσότητα αέρα εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ της πρόσληψης, της παραγωγής και της αποβολής των αερίων μέσω του ρεψίματος και του μετεωρισμού.
Επίσης, όταν τρώει κανείς βιαστικά έχει λιγότερο χρόνο να μασήσει, πράγμα που σημαίνει ότι η τροφή φτάνει στο στομάχι σχεδόν ολόκληρη. Επομένως, χρειάζονται περισσότερα οξέα του στομάχου για να χωνευτεί σωστά. Εκτός του ότι απαιτείται μεγαλύτερη μεταβολική προσπάθεια, αυτό προκαλεί επίσης το δυσάρεστο αίσθημα βάρους και δυσπεψίας που συνοδεύει τα βιαστικά γεύματα.
Μια άλλη επίπτωση του να μη μασιέται η τροφή αρκετά – και έτσι να μην αφήνει τα ένζυμα του στόματος να κάνουν τη δουλειά τους – είναι η απορρόφηση της τροφής στο λεπτό έντερο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του στομάχου, η μη μασημένη τροφή μπορεί να φτάσει στο έντερο χωρίς να χωνευτεί επαρκώς.
Δεν ξέρουμε πότε να σταματήσουμε
Όταν πρόκειται για την αίσθηση της πείνας και του κορεσμού, μπαίνει στο παιχνίδι ο άξονας έντερο – εγκέφαλος. Ο εγκέφαλος είναι υπεύθυνος για την αποστολή των σημάτων που διέπουν τις πεπτικές διεργασίες, καθώς και για να μας κάνει να τρώμε ή να σταματήσουμε να τρώμε.
Δύο ορμόνες ρυθμίζουν το πόσο χορτάτοι ή πεινασμένοι νιώθουμε – η γκρελίνη πυροδοτεί το αίσθημα της πείνας, ενώ η λεπτίνη μας κάνει να νιώθουμε χορτάτοι. Μόλις δούμε, μυρίσουμε και αρχίσουμε να τρώμε φαγητό, χρειάζονται 20-30 λεπτά για να ενεργοποιηθεί η λεπτίνη. Αυτό σημαίνει ότι, όταν τρώμε πολύ γρήγορα, προσλαμβάνουμε περισσότερη τροφή από ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε καθώς η λεπτίνη δεν έχει αρκετό χρόνο να ενεργοποιηθεί και να μας πει ότι έχουμε χορτάσει.
Σοβαρότερες συνέπειες
Το να τρώμε πολύ γρήγορα μπορεί να έχει ακόμη πιο σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία. Αρκετές μελέτες δείχνουν μια σχέση μεταξύ της ταχύτητας με την οποία τρώμε και των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, των αυξημένων επιπέδων τριγλυκεριδίων και των αυξημένων πιθανοτήτων εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου (έως και 59% υψηλότερες), ιδίως μεταξύ των διαβητικών.
Επομένως, αξίζει σίγουρα να αφιερώσει κανείς λίγο χρόνο παραπάνω για να απολαύσει ένα πιο χαλαρό πρωινό, μεσημεριανό ή βραδινό γεύμα.