Την επίκληση «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς» τη χρησιμοποιούμε συχνά, ωστόσο πολλοί είναι εκείνοι που την παρεξηγούν.
Νομίζουν ότι διά αυτής η Θεοτόκος κηρύσσεται ως κύρια πηγή σωτηρίας, αξίωμα που ανήκει μόνο στον άχραντο τόκο της, τον Θεάνθρωπο Κύριο. Για αυτό αντικαθιστούν την επίκληση, που θεωρούν δογματικά εσφαλμένη, με άλλη: «Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών».
Η αντικατάσταση αυτή, ορθή στο νόημα και τη διατύπωσή της, δεν έρχεται ωστόσο σε αντίθεση προς την πρώτη επίκληση. Και οι δύο εκφράζουν το ίδιο πράγμα. Κατά τη δογματική πίστη της Εκκλησίας μας, η Θεοτόκος ουδέποτε λαμβάνεται ως πρώτη και κύρια πηγή σωτηρίας, κάτι που θα ερχόταν σε αντίθεση με το λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού, «ως μόνου μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων και ως μόνης πηγής σωτηρίας».
Σε μια τέτοια περίπτωση η πρόταση θα ήταν δογματικώς επιλήψιμη, η δε Εκκλησία δεν θα τη χρησιμοποιούσε στη λατρεία της. Το ρήμα σώζω («σώσον») εδώ έχει άλλη σημασία, κυρίως σε ο,τι αφορά στο όργανο δια του οποίου τελείται η σωτηρία.
Η Θεοτόκος σώζει τον άνθρωπο όχι ως πρώτη και κύρια πηγή σωτηρίας, αλλά κατά δεύτερο λόγο και έμμεσα, διά της προσευχής, των δεήσεων και της χάρης της, ως πάναγνης μητέρας του σαρκωθέντα Λόγου του Θεού. Αυτό ισχύει και για την προσευχή και το μεσιτικό αξίωμα όλων των Αγίων.
Εφόσον η σωτηρία παρέχεται από το Θεό διά της πρεσβείας της αγνής Θεομήτορος, οι δύο επικλήσεις εκφράζουν το ίδιο πράγμα και δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικός προβληματισμός σε εκείνους που γνωρίζουν τα δογματικά ζητήματα της πίστης μας. Στα αστήρικτα βέβαια πνεύματα μπορεί να υπάρξει κάποιος «σκανδαλισμός», σε αυτά όμως πρέπει να φωτίζει και να καθοδηγεί στην αλήθεια η διδάσκουσα αρχή της Εκκλησίας.