Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή που αναφέρει το History Channel, το έθιμο της Πρωταπριλιάς έχει τις ρίζες του στη Γαλλία του 16ου αιώνα
Είναι η ευκαιρία για φάρσες και… παρατραβηγμένες ιστορίες, αφού την Πρωταπριλιά – εδώ και αιώνες – την γιορτάζουμε με μικρά ψεματάκια. Από πού προέρχεται όμως το έθιμο;
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, το έθιμο ξεκίνησε από τους Κέλτες, οι οποίοι ως λαός της βορειοδυτικής Ευρώπης, ήταν δεινοί ψαράδες.
Η εποχή του ψαρέματος ξεκινούσε την 1η Απριλίου. Όσο καλοί ψαράδες όμως και να ήταν, την εποχή αυτή του χρόνου τα ψάρια πιάνονται δύσκολα. Έτσι και αυτοί, έλεγαν ψέματα σχετικά με τα κατορθώματά τους, με τη συνήθεια αυτή να γίνεται, με το πέρασμα του χρόνου, έθιμο.
«Οι κουτοί του Απριλίου»
Η δεύτερη εκδοχή, που θεωρείται και πιο βάσιμη ιστορικά, θέλει γενέτειρα του εθίμου τη Γαλλία του 16ου αιώνα:
Μέχρι το 1564 η πρωτοχρονιά των Γάλλων ήταν η 1η Απριλίου. Τη χρονιά αυτή όμως, και επί βασιλείας Καρόλου του 9ου, αυτό άλλαξε και Πρωτοχρονιά θεωρούταν πλέον η 1η Ιανουαρίου.
Ένα τμήμα του πληθυσμού όμως δεν αντιλήφθηκε την αλλαγή και συνέχισε να γιορτάζει την Πρωτοχρονιά… την Πρωταπριλιά. Οι υπόλοιποι τους φώναζαν περιπαιχτικά «April Fools» («Οι κουτοί του Απριλίου») και τους προσέφεραν δήθεν δώρα και περιπαικτικές ευχές. Μια από τις φάρσες της Πρωταπριλιάς ήταν να τους κολλάνε μικρά ψαράκια στην πλάτη, πάνω από τα ρούχα.
Η Φύση «κοροϊδεύει» τους πολίτες
Σύμφωνα με το History Channel, μια άλλη εκδοχή συνδέει την Πρωταπριλιά με το εαρινό ηλιοστάσιο ή την πρώτη μέρα της Άνοιξης για το βόρειο ημισφαίριο, όταν η μητέρα φύση «κορόιδευε» τους ανθρώπους με διαρκές αλλαγές στον καιρό.
Στη Βρετανία, πάντως, οι ρίζες της Πρωταπριλιάς βρίσκονται στον 18ο αιώνα, ενώ στη Σωτία ο εορτασμός ήταν διήμερος: Το πρώτο έθιμο της σκωτσέτζικης Πρωταπριλιάς ήταν το «κυνήγι του κούκου». Σε αυτό έστελναν τους ανθρώπους να κάνουν κάποια αστεία θελήματα, δίχως να υπάρχει λόγος, και στη συνέχεια τους κορόιδευαν. Το άλλο έθιμο ήθελε τους φαρσέρ να κολλούν ουρές στα παντελόνια και τα φορέματα ή και επιγραφές που έγραφαν «κλώτσησέ με!».