Είναι γνωστή η λατρεία που έχουν οι Τούρκοι για τον Άγιο Γεώργιο τον Κουοδουνά καθώς τον θεωρούν ως έναν Άγιο που κάνει θαύματα εξίσου «για Ρωμιούς και αλλόθρησκους»
Εκατοντάδες κόσμου, κάθε χρόνο επισκέπτονται την όμορφη μονή του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά στα Πριγκιπόνησα.
Με αφορμή την γιορτή του Αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου, πλήθος κόσμου συνέρρευσε στο ναό και προσευχήθηκε.
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά βρίσκεται στο ωραιότερο σημείο του νησιού, στην κορυφή του νοτίου λόφου του. Από το λιμάνι μέχρι τη ρίζα του λόφου φτάνει κανείς μέσα σε δέκα περίπου λεπτά χρησιμοποιώντας τις γνωστές άμαξες με τα άλογα, καθώς τα Πριγκηπόνησα απαγορεύεται η κυκλοφορία αυτοκινήτων
Η μονή πανηγυρίζει δύο φορές το χρόνο. Στις 23 Απριλίου εορτή του Αγίου Γεωργίου και στις 24 Σεπτεμβρίου εορτή της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας και της Αγίας Θέκλας. Και στις δύο πανηγύρεις, αλλά ειδικά στην πρώτη παρατηρείται ένα εκπληκτικό φαινόμενο.
Από όλα τα μέρη της Τουρκίας προσέρχονται στην μονή δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνων για να προσκυνήσουν τον Άγιο, να ανάψουν το κερί τους στη χάρη του και να τον παρακαλέσουν για τα προβλήματά τους.
Πρόκειται για έναν αγαπημένο Άγιο και των Τούρκων, καθώς όπως λένε -κατά την παράδοση- «ο άγιος δεν ξεχωρίζει Ρωμιούς από αλλόθρησκους και τους φροντίζει όλους». Γι’ αυτό και του ζητούν καλύτερη δουλειά, να τους φέρει το κατάλληλο ταίρι, να τους βοηθήσει να αγοράσουν σπίτι ή να κρατήσει το κακό μακριά από την οικογένειά τους.
Από τους αρχαιότερους ναούς των Πριγκιπονήσων
Η μονή Αγίου Γεωργίου Κουδουνά Πριγκήπου είναι από τις αρχαιότερες των Πριγκηπονήσων, αφού ήταν κτισμένη το 10ο αιώνα στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά.
Το 1204 ερειπώθηκε από τους Λατίνους επιδρομείς της Δ΄ Σταυροφορίας. Επίσης, το 1302 σε πειρατική επιδρομή τα κτίριά της καταστράφηκαν από φωτιά. Αναγκαστικά οι μοναχοί της την εγκατέλειψαν, αφού πρώτα έκρυψαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου σε απόκρημνη, δυσπρόσιτη περιοχή. Την εικόνα ανακάλυψε πολλούς αιώνες αργότερα ένας τσοπάνος από την Πελοπόννησο, στον ύπνο του οποίου είχε εμφανιστεί ο άγιος, σύμφωνα με τοπική παράδοση. Έτσι ξαναχτίστηκε η μονή, στα 1751-1752 σύμφωνα με πατριαρχικά σιγίλια, από τον μοναχό Ησαΐα.
Το 1781 η μονή προσαρτήθηκε στην Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων. Το 1806 κτίστηκε στο βουνό το συγκρότημα των «παλιών» κελιών, όπως αποκλήθηκαν μεταγενέστερα, από τον ηγούμενο Αρσένιο. Το 1821, με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, οι Τούρκοι γνωρίζοντας τη σχέση της μονής με τη Λαύρα της Πελοποννήσου επιτέθηκαν στο μοναστήρι και σκότωσαν τους καλογήρους. Σώθηκαν μόνο δύο, οι οποίοι διέφυγαν, ξυρισμένοι και μεταμφιεσμένοι. Τα επόμενα χρόνια η μονή κατάφερε να ξαναλειτουργήσει, έστω και με δυσκολία. Μάλιστα, το 1884 ανεγέρθηκε διώροφο πέτρινο κτίριο, από τον ηγούμενο Αρσένιο, ενώ το 1908 κτίστηκε νέο ευρύχωρο καθολικό από τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο, ο οποίος μόνασε ως το 1936 που απεβίωσε σχεδόν αιωνόβιος. Στο μεταξύ μετά το 1922 η μονή έχασε την κτηματική περιουσία της, η οποία απαλλοτριώθηκε από το τουρκικό κράτος.
Μετά το θάνατο του Διονυσίου, στη μονή απέμεινε ως μοναδικός μοναχός, ο υποτακτικός του Κλεόνικος, που την υπηρέτησε ως το θάνατό του, το 1969. Τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Παϊκόπουλος. Μια πυρκαγιά που ξέσπασε το 1986 στις πλαγιές του βουνού, έφτασε ως τα ιστορικά κελιά της μονής καταστρέφοντάς τα. Έτσι έχασε την επιβλητικότητά της και την παραδοσιακή μορφή της. Οι μεταγενέστερες ατυχείς παρεμβάσεις αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία της.