Οι γιατροί πολλες φορές εργαζονται 48ωρα χωρίς διακοπή. Δουλεύουν νύχτες, Σαββατοκύριακα, αργίες… Είναι λοιπόν λογικό… ιδίως μετά από κάποια χρόνια να έχουν εξάντληση. Ο ΠΟΥ διαπιστώνει ελλείψεις προσωπικού και ανισότητες ο στα συστήματα υγείας διεθνώς, επισημαίνοντας την ανάγκη ενίσχυσης για την υγειονομική μας ασφάλεια
Το 50% των εργαζομένων στην υγεία, οι οποίοι ήδη βίωναν την υπερεργασία και αισθάνονταν να υποτιμάται η αξία τους, στη διάρκεια της πανδημίας έπαθαν burnout από το τεράστιο βάρος που κλήθηκαν να σηκώσουν.
Τα συστήματα υγείας όμως, στηρίζονται στο ανθρώπινο δυναμικό τους, ως προς την επάρκεια των εργαζομένων, την προσβασιμότητα σε αυτούς και την ποιότητα.
Στην παρούσα στιγμή όμως, οι ελλείψεις υγειονομικών διεθνώς είναι μια πραγματικότητα, η επένδυση στη δια βίου εκπαίδευση των εργαζομένων στην υγεία δεν αποτελεί επιλογή όλων των κρατών, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούνται και χαμηλοί μισθοί, αλλά και αμοιβές που δεν αντιστοιχούν στο επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματικής εμπειρίας των επαγγελματιών υγείας.
Για παράδειγμα, 47 χώρες έχουν δείκτη καθολικής κάλυψης υγείας 48,6 υγειονομικών ανά 10.000 πληθυσμού, όταν ο διεθνής μέσος όρος είναι 50 γιατροί, νοσηλευτές και μαίες ανά 10.000 πληθυσμού.
Αντίστοιχα, από ανάλυση σε 189 χώρες το 2020 διαπιστώθηκε ότι το 67% των επαγγελματιών υγείας διεθνώς, είναι γυναίκες – χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών – και όλες τους αντιμετωπίζουν περιορισμούς λόγω φύλου, μειωμένες αμοιβές και περιορισμούς στην τοποθέτησή τους σε θέσεις ευθύνης και λήψης αποφάσεων.
Επίσης από γυναίκες αποτελείται κυρίως και το άτυπο ανθρώπινο δυναμικό που παρέχει υπηρεσίες υγείας στην κοινότητα, όπως φροντιστές στο σπίτι, που αντιμετωπίζουν προκλήσεις κυρίως σε ότι αφορά την κοινωνική προστασία, τις συνθήκες εργασίας και την ασφάλεια.
Φόρουμ στη Γενεύη
Τα δεδομένα αυτά παραθέτει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας με αφορμή τι τριήμερο 5ο Διεθνές Φόρουμ για τους Ανθρώπινους Πόρους στην Υγεία που πραγματοποιείται στη Γενεύη στις 3-5 Απριλίου. Το Φόρουμ, μετέχουν πάνω από 2000 επαγγελματίες υγείας, εκπρόσωποι αρχών που διαμορφώνουν πολιτικές υγείας και κοινωνικοί εταίροι από όλους τους συναφείς τομείς. Φέτος εστιάζει στην προστασία και επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό της υγείας και περίθαλψης.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, στα μέσα του χρονοδιαγράμματος για τους στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης και τρία χρόνια από την έναρξη της πανδημίας, τα αποτελέσματα της υγείας του πληθυσμού και του προσδόκιμου επιβίωσης δεν είναι τα αναμενόμενα.
Για το λόγο αυτό ο ΠΟΥ συστήνει την αύξηση της παραγωγής επαγγελματιών υγείας από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κατά 8-12% κάθε χρόνο ως το 2030, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του πληθυσμού και η ζήτηση των συστημάτων υγείας.
Στην κατεύθυνση αυτή, στο Φόρουμ θα παρατεθούν δεδομένα από την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού στην υγεία, καθώς και λύσεις στην πολιτική υγείας, επενδύσεις και διατομεακές συνεργασίες για την εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης «Δουλεύοντας για την Υγεία 2022-2030».
«Ο κόσμος πρέπει να αναλάβει άμεση δράση να προστατεύσει τους εργαζόμενους στην υγεία και να επενδύσει σε αυτούς σε όλες τις χώρες. Οι επαγγελματίες υγείας χρειάζονται αξιοπρεπείς αμοιβές και συνθήκες εργασίας. Ο ΠΟΥ καλεί τα κράτη να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους στο ανθρώπινο δυναμικό της υγείας και σε θέσεις εργασίας που ο πληθυσμός χρειάζεται για να καλυφθεί η ζήτηση υπηρεσιών υγείας. Και για να συμβεί αυτό, χρειάζονται διατομεακές πολιτικές, όχι μόνο πολιτικές υγείας», επεσήμανε ο γενικός διευθυντης του ΠΟΥ δρ. Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγιέσους.
Από την πλευρά του, ο διευθυντής του τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού του ΠΟΥ Τζιμ Κάμπελ, σημείωσε πως «η απάντηση των κρατών στην πανδημία, έδειξε ότι το ανθρώπινο δυναμικό της υγείας είναι ικανό να φέρει σημαντικές και θετικές αλλαγές. Αν επιδιώκουμε ισότητα και καθολική κάλυψη υγείας και παγκόσμια ασφάλεια σε επίπεδο υγείας, πρέπει να προστατεύσουμε τους επαγγελματίες υγείας. Να επενδύσουμε σε αυτούς και να αναλάβουμε δράση, μαζί».
Το Φόρουμ θα εστιάσει στις επενδύσεις των κρατών στους επαγγελματίες υγείας και στη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας για το σκοπό αυτό. Τα αποτελέσματα θα συζητηθούν στη Διάσκεψη Κορυφής για την Καθολική Κάλυψη Υγείας και την Πρόληψη και προστασία από πανδημίες, που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.