Η τρίτη δόση του εμβολίου είναι σημαντικό να γίνει από όλους μας, ωστόσο, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι ο επαναλαμβανόμενος εμβολιασμός ολόκληρου του πλανήτη δεν αποτελεί βιώσιμη στρατηγική μακροπρόθεσμα.
Μέχρι πέρυσι, επικρατούσε η άποψη ότι μονάχα δύο δόσεις -ή ακόμα και μια στην περίπτωση του Johnson & Johnson- μας παρείχαν επαρκή κάλυψη έναντι του κορονοϊού.
Σήμερα, καθώς η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με την εξαιρετικά μεταδοτική μετάλλαξη Όμικρον, ορισμένες χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) έχουν αρχίσει να προσφέρουν ήδη την τέταρτη δόση στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού τους.
Την ίδια στιγμή, τα άτομα με δύο δόσεις δεν θεωρούνται πλέον «πλήρως» εμβολιασμένα, μετά το πέρας των 9 ή 7 μηνών από την χορήγηση της τελευταίας δόσης. Στη χώρα μας, τα άτομα που έχουν κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου θεωρούνται ανεμβολίαστα από σήμερα και θα βρίσκονται ουσιαστικά σε ένα ιδιότυπο «lockdown».
Καθώς τα δεδομένα αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς, στο μυαλό όλων και περισσότερων πολιτών σχηματίζεται ένα εύλογο ερώτημα: Πόσες ενισχυτικές δόσεις θα χρειαστεί να κάνουμε τελικά; Θα μπορούσε η ιστορία αυτή να τραβήξει για χρόνια;
Οι επαναλαμβανόμενες ενισχυτικές δόσεις δεν αποτελούν βιώσιμη στρατηγική μακροπρόθεσμα
Με τον κορονοϊό να συνεχίζει να αψηφά τις προσδοκίες των ειδικών, η επιστημονική κοινότητα πλέον διστάζει να κάνει προβλέψεις. Εντούτοις, φαίνεται πως οι περισσότεροι συμφωνούν πως η ιδέα για επανάληψη της χορήγησης του εμβολίου για πάντα δεν είναι ρεαλιστική.
«Δεν είναι πρωτάκουστο το να χορηγούνται εμβόλια περιοδικά, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν καλύτερες στρατηγικές από το να κάνουμε ενισχυτικές δόσεις κάθε έξι μήνες», δήλωσε η ανοσολόγος από το πανεπιστήμιο του Yale, Akiko Iwasaki, μιλώντας στους New York Times.
Οι προκλήσεις είναι, πράγματι, πολλές. Αρχικά, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πειστεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να κάνει την τέταρτη, την πέμπτη ή την έκτη δόση του εμβολίου (πόσο μάλλον να συγχρονιστούν οι εμβολιασμοί προκειμένου να έχει κάποιο νόημα η χορήγησή τους). Όπως φανερώνουν και τα δεδομένα του CDC, το 73% των Αμερικανών έχουν κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου, όμως μόνο το ένα τρίτο περίπου έχει κάνει την ενισχυτική δόση.
Ταυτόχρονα, πολλοί είναι οι επιστήμονες που τονίζουν την ανάγκη να υπάρχει ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις δόσεις του εμβολίου προκειμένου να ενισχυθεί η ανοσία έναντι του ιού. Όπως μας έχει διδάξει και η γρίπη, οι συνεχείς εμβολιασμοί δεν είναι πάντα αποτελεσματικοί.
«Η χορήγηση του εμβολίου της γρίπης γίνεται μια φορά του χρόνο, επειδή οι επιπρόσθετες δόσεις έχουν φθίνουσα απόδοση από ένα σημείο και έπειτα», υπογραμμίζει ο Ben Cowling, επιδημιολόγος στο πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ.
Τέλος, υπάρχει και η αντίληψη ότι δεν θα ήταν δίκαιο το να εμβολιάζουμε ξανά και ξανά τους ανθρώπους του δυτικού κόσμου, τη στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο του πλανήτη δεν έχουν πρόσβαση ούτε καν στην πρώτη δόση.
«Ναι» στην τρίτη δόση, αλλά τι γίνεται με τις επόμενες;
Οι μέχρι τώρα μελέτες δείχνουν ότι η τρίτη δόση αυξάνει το επίπεδο των αντισωμάτων στον οργανισμό και μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες μετάδοσης σε κάποιο βαθμό. Αυτό που έχει, ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία είναι πως η τρίτη δόση μπορεί να μειώσει την ένταση των συμπτωμάτων, αποσυμπιέζοντας με αυτό τον τρόπο το σύστημα υγείας. Αυτός είναι και ο λόγος που πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων συμφωνεί ότι είναι σημαντικό να κάνουμε όλοι μας την ενισχυτική δόση του εμβολίου.
Αλλά η επιπρόσθετη προστασία της τρίτης δόσης φαίνεται να είναι προσωρινή. Ήδη προκαταρκτικές έρευνες δείχνουν ότι παρατηρείται μείωση των αντισωμάτων, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την τρίτη δόση.
Ακόμα και στην κορύφωσή τους, τα επίπεδα των αντισωμάτων που καταγράφονται δεν είναι αρκετά για να αποκλείσουν το ενδεχόμενο μόλυνσης από τη μετάλλαξη Όμικρον, με πολλούς επιστήμονες να τονίζουν την ανάγκη δημιουργίας νέου εμβολίου που θα μας προστατεύει αποτελεσματικότερα έναντι του νέου στελέχους.
Αναφορικά με την τέταρτη δόση, η χορήγησή της φαίνεται ότι δεν θα ωφελούσε σημαντικά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Όπως, μάλιστα, μεταδίδουν οι New York Times, δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν ότι η τέταρτη δόση των παρόντων εμβολίων προσφέρει κάποια επιπλέον προστασία (με εξαίρεση τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα).
«Δεν έχει νόημα να συνεχίζεις να κάνεις ενισχυτικές δόσεις ενάντια μιας μετάλλαξης που πλέον έχει εξαφανιστεί. Εάν σκέφτεστε να κάνετε ξανά το εμβόλιο μετά την τρίτη δόση, θεωρώ ότι θα ήταν καλύτερο να περιμένετε μέχρι να κυκλοφορήσει κάποιο που εστιάζει στη μετάλλαξη Όμικρον», επισημαίνει η Ali Ellebedy, ανοσολόγος από το πανεπιστήμιο Washington.
Τόσο η Pfizer και η Moderna, όσο και η Johnson & Johnson έχουν ήδη ανακοινώσει ότι η διαδικασία ανάπτυξης εμβολίων που προστατεύουν από τη νέα μετάλλαξη έχει ξεκινήσει, προσθέτοντας ότι τα εμβόλια αυτά πιθανότατα να γίνουν διαθέσιμα σε λίγους μήνες από σήμερα. Άλλες ομάδες επιστημόνων προσπαθούν να παρασκευάσουν «υπερ-εμβόλια» κατά του κορονοϊού, που στοχεύουν σε τμήματα του ιού τα οποία μεταλλάσσονται με αργούς ρυθμούς ή και καθόλου.
Οι κίνδυνοι των ενισχυτικών δόσεων
Ορισμένοι ειδικοί έχουν εκφράσει την ανησυχία τους ότι η χορήγηση ενισχυτικών δόσεων σε τακτά χρονικά διαστήματα θα μπορούσε να κάνει περισσότερο κακό από ό,τι καλό.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, υπάρχει το ενδεχόμενο η επαναλαμβανόμενη χορήγηση των εμβολίων να έχει ως αποτέλεσμα η ανοσολογική απόκριση του ιού να συνδεθεί με το αρχικό στέλεχος του ιού και ως απόρροια οι αντιδράσεις στις επακόλουθες μεταλλάξεις να είναι εξασθενημένες.
«Έχουμε αρκετά δείγματα για να πιστεύουμε ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα», αναφέρει η δρ. Amy Sherman, από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Η ταχύτατη εξέλιξη του ιού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι έχει πρόσβαση σε έναν τεράστιο αριθμό ξενιστών. Για να έχουμε καλύτερες πιθανότητες να νικήσουμε αυτό τον ιό, θα χρειαστεί ο ρυθμός μετάδοσης να μειωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, ιδίως στις περιοχές του κόσμου που το εμβόλιο ακόμα δεν έχει χορηγηθεί, εξηγεί ο δρ. Scott Hensley, λοιμωξιολόγος από το πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
Οι εναλλακτικές στρατηγικές
Σε γενικές γραμμές, η σύσταση για τον ιό της γρίπης είναι να γίνεται το εμβόλιο μια φορά τον χρόνο, λίγο πριν την έναρξη της χειμερινής περιόδου.
«Μπορούμε να φανταστούμε ένα παρόμοιο σενάριο και στην περίπτωση του κορονοϊού», λέει ο δρ. Hensley.
Εντούτοις, ίσως θα ήταν καλό να υπάρξουν και άλλες στρατηγικές για τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού, πέρα από τους ετήσιους εμβολιασμούς. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του πνευμονόκοκκου, ανοσοποιώντας τα παιδιά προστατεύονται και οι γηραιότεροι ενήλικες, καθώς περιορίζεται η μετάδοση.
Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι θα πρέπει να εμβολιαστούν όλα τα παιδιά κατά του κορονοϊού, έτσι ώστε να προστατευτούν οι ενήλικες. Ακόμα και απλά μέτρα, όπως η βελτίωση του εξαερισμού στα σχολεία θα μπορούσαν να επιφέρουν αξιόλογα αποτελέσματα.
«Η βελτίωση του εξαερισμού στα σχολεία θα βελτίωνε τη διασπορά του κορονοϊού μεταξύ των παιδιών και όλων των επαφών τους. Εάν απλά τα πράγματα επανέλθουν σε μια κατάσταση “προ-πανδημική” και δεν κάνουμε κάποιες μόνιμες αλλαγές στα σχολεία, τότε τα παιδιά θα μπορούσαν να προκαλούν μεγάλο μέρος της διασποράς», εξηγεί η Sarah Cobey, εξελικτική βιολόγος από το πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Τελικά, είτε πρόκειται για ετήσια εμβόλια είτε για κάποια εναλλακτική προσέγγιση, η παγκόσμια κοινότητα θα πρέπει σε πρώτο επίπεδο να ορίσει τους στόχους της καθώς η πρόληψη των μολύνσεων θα απαιτούσε μια διαφορετική στρατηγική από την πρόληψη των εισαγωγών στα νοσοκομεία.
«Τα πράγματα προχωράνε γρήγορα, αλλά δε γνωρίζουμε την κατεύθυνση. Ό,τι και να γίνει στο μέλλον, πρέπει να οριστεί ξεκάθαρα ο στόχος», υπογραμμίζει η βιολόγος Natalie Dean, από το πανεπιστήμιο Emory της Ατλάντα.