Γιώργος Μπόμπολας: Σήμερα στις 13:00 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών η κηδεία του

Κοινοποίηση:
ΔΣΩΣΔΩ

Σήμερα Μεγάλη Πέμπτη 13 Απριλίου στις 13:00 στο Α’ Νεκροταφείο θα γίνει η κηδεία του Γιώργου Μπόμπολα, που πέθανε σε ηλικία 94 ετών.

Ο εκδότης και επιχειρηματίας νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα στο νοσοκομείο ΙΑΣΩ μετά από χειρουργική επέμβαση.

Ποιος ήταν ο Γιώργος Μπόμπολας

Είναι άνοιξη του 2014, μια ζεστή μέρα και στα γραφεία της εφημερίδας «Έθνος» μια δημοσιογράφος που έχει πάει να συναντήσει συνάδελφό της βλέπει σχεδόν παντού να κυκλοφορούν σκυλιά, μικρά και μεγάλα.

«Είναι τα αδέσποτα που έχει μαζέψει ο κύριος Γιώργος» της εξηγεί κάποιος εργαζόμενος και λίγο μετά πέφτει πάνω στον εμβληματικό κατασκευαστή-εκδότη.

Ο Γιώργος Μπόμπολας στα 88 του χρόνια τότε, χαϊδεύει ένα σκυλί και μιλάει με δημοσιογράφους, κάτι που του άρεσε να κάνει μέσα στα γραφεία της εφημερίδας καθημερινά.

Ο θάνατός του σήμανε το τέλος της μυθιστορηματικής διαδρομής ενός εκ των τελευταίων παραδοσιακών εκδοτών, που έσβησε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο σήμερα το πρωί διανύοντας τη δέκατη δεκαετία μιας ζωής που τα είχε όλα στον υπερθετικό βαθμό.

Τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί εντελώς από αυτό που αποκαλούμε δημόσιες εμφανίσεις και όπως θυμόταν γνωστός επιχειρηματίας, είχε να δει τον Γιώργο Μπόμπολα από το 2018. Ήταν ένα βράδυ που ο τελευταίος δειπνούσε σε γνωστό εστιατόριο στο Κεφαλάρι μαζί με μια παρέα τριών ατόμων και διηγιόταν μικρές ιστορίες από μια διαδρομή που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1928 σε μια γειτονιά του Πειραιά.

Από τους Γερμανούς στις κατασκευές

Το ημερολόγιο έγραφε 28 του μήνα όταν η μητέρα του Μαρίτσα Κουβαρά κρατούσε στην αγκαλιά της για πρώτη φορά το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά που έμελλε να «αναστήσει» μαζί με τον σύζυγό της Φώτη Μπόμπολα. Ο μικρός μεγαλώνει όπως «μεγαλώνει» και η οικογένεια σταδιακά, ενώ ο πατέρας που δουλεύει ως δημόσιος υπάλληλος τα φέρνει δύσκολα βόλτα, λίγο πριν ηχήσουν οι σειρήνες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Ο Γιώργος είναι μόλις 14 ετών όταν η Αθήνα τελεί υπό γερμανική κατοχή, ενώ ο Φώτης Μπόμπολας εισέρχεται στις τάξεις του ΕΛΑΣ για να πολεμήσει τους κατακτητές. Ο γιος του θα κάνει κάτι άλλο, πιο ανώδυνο αλλά επικίνδυνο, φωνάζοντας για ελευθερία με γραπτά συνθήματα.

Ένα από τα βράδια που γράφει στους τοίχους σπιτιών στην Καστέλλα συλλαμβάνεται από γερμανική περίπολο και φυλακίζεται μαζί με άλλους συνομήλικούς του. Δεν είναι λίγα τα πρωινά που ακούει αυτούς πάνε για εκτέλεση να περπατούν στους διαδρόμους έξω από τα κελιά και δεκαετίες μετά μιλώντας γι’ αυτές τις δύσκολες στιγμές θα πει ότι «ο θάνατος με έπιασε από το χέρι».

Τον έπιασε, αλλά τον άφησε τελικά να ζήσει την απελευθέρωση της Ελλάδας μαζί με την εξορία του πατέρα του σε Βρετανικό στρατόπεδο στην Ελ Ντάμπα, μια περιοχή μέσα στην έρημο της Αιγύπτου, αφού χαρακτηρίσθηκε ως επικίνδυνος κομμουνιστής. Σε μια Ελλάδα που μαζεύει τα συντρίμμια της και προσπαθεί να γίνει κράτος, η οικογένεια του έφηβου Γιώργου στερείται και τα βασικά ακόμη, την περίοδο που αυτός τελειώνει την Ιωνίδειο Σχολή στον Πειραιά.

Είναι ήδη πολύ καλός μαθητής και τρομερός αριθμομνήμων, όταν ξεκινάει τις σπουδές του για πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ως φοιτητής διαβάζει πολύ και εξασφαλίζει ένα ικανοποιητικό χαρτζιλίκι παίζοντας πόκα με συμφοιτητές του, οι οποίοι χάνουν λεφτά αφού δεν αντιλαμβάνονται το προφανές. Ότι ο Γιώργος Μπόμπολας ως αριθμομνήμων θυμάται όλα τα χαρτιά που έχουν περάσει κατά την διάρκεια της παρτίδας και παίζει στα σίγουρα κάθε φορά.

Τελειώνοντας τις σπουδές του, προσπαθεί να προσληφθεί στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ αφού είναι χαρακτηρισμένος κομμουνιστής και διαθέτει ήδη «φάκελο» στην Ασφάλεια. Αποφασισμένος να πετύχει ξεκινάει να εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και αρχικά ιδρύει την εταιρία «Τεχνοδομή» μαζί με τον φίλο του και μετέπειτα υπουργό Δημοσίων έργων Ευάγγελο Κουλουμπή.

Το 1977 ο Γιώργος Μπόμπολας είναι 49 ετών όταν ιδρύει την εταιρία «Άκτωρ», αυτή πάνω στην οποία βασίστηκε η πολύ πετυχημένη διαδρομή του στον τομέα των κατασκευών μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, οπότε θα γεννηθεί η «Ελλάκτωρ».

Το χτίσιμο μιας αυτοκρατορίας

Ο Μπόμπολας στην μεταπολίτευση είναι ήδη ένας επιτυχημένος εργολάβος – ωστόσο αποφασίζει να ανοιχτεί και σε έναν χώρο άγνωστο σε εκείνον: στις εκδόσεις.

Μαζί με τον «κόκκινο» επιχειρηματία Γιάννη Γιαννίκο – μέλος της ΟΠΛΑ του ΚΚΕ, καταδικασμένος σε θάνατο στον Εμφύλιο – προσεγγίζουν την ΕΣΣΔ, ζητώντας την άδεια να τυπώσουν και να εκδώσουν στην Ελλάδα την 34τομη Μεγάλη «Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια».

Ταξιδεύουν μαζί στη Μόσχα και ο Γιώργος Μπόμπολας που είχε γράψει ένα κείμενο, το οποίο απομνημόνευσε εξ’ ολοκλήρου στην Ρωσική γλώσσα, το λέει στα ρώσικα, κάτι που εντυπωσίασε τους Σοβιετικούς αξιωματούχους.

Οι δύο συνέταιροι παίρνουν την άδεια και η έκδοση το 1978 έχει τεράστια επιτυχία – όμως ο Μπόμπολας δεν θα μείνει μόνο εκεί. Λίγο αργότερα, αγοράζει τον τίτλο της εφημερίδας «Έθνος», που η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε κλείσει. Ο Αλέκος Φιλιππόπουλος που ήταν ήδη μαζί του ως συνεργάτης για την «Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» έχοντας φύγει απο την «Ελευθεροτυπία» του Κίτσου Τεγόπουλου, είναι ο άνθρωπος που θα στήσει την νέα εφημερίδα.

Το «Έθνος» με διευθυντή τον Φιλιππόπουλο είναι μια πρωτοποριακή έγχρωμη έκδοση ταμπλόιντ που κυκλοφορεί λίγο πριν από τις εκλογές του ’81, που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το Έθνος στηρίζει από την αρχή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Σύντομα σκαρφαλώνει στην πρώτη θέση της κυκλοφορίας όμως κάποιες φορές θα προκαλέσει σοκ στην κοινή γνώμη, όπως συνέβη με το πρωτοσέλιδο που είχε την εικόνα της τεμαχισμένης Ζωής Φραντζή.

Ο Φιλιππόπουλος που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του θα συγκρουστεί αρκετές φορές με τον «κύριο Γιώργο» και στο τέλος θα αποχωρήσει από το δημιούργημά του. Επί δεκαετίες ο εκδότης – κατασκευαστής δίνει κάθε μέρα το παρών στην εφημερίδα μέχρι την πρώτη σύσκεψη, φεύγει για φαγητό, ξεκουράζεται λίγο και επιστρέφει το απόγευμα.

Όταν κατεβαίνει στα γραφεία των συντακτών, δεν είναι λίγες οι φορές που διηγείται ιστορίες από την ζωή του ή βρίσκει μια αφορμή και απαγγέλει κάποιο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, το έργο του οποίου είχε αποστηθίσει στο σύνολό του.

Το 1989 είναι μια κομβική χρονιά για τον Γιώργο Μπόμπολα, που μπαίνει ως βασικός μέτοχος στο νεοσύστατο MEGA, ενώ στις εκλογές που είχαν προηγηθεί συγκρούεται λόγω του φαινομένου «Γιώργος Κοσκωτάς» με το ΠΑΣΟΚ.

Το «Έθνος» βγαίνει με το κραυγαλέο πρωτοσέλιδο «Πέφτει ο φαύλος», οι ανατέλλοντες πράσινοι ήλιοι δύουν για τα καλά και ο πόλεμος κατά του πρώην υπαλλήλου της Τράπεζας Κρήτης λήγει με την γνωστή κατάληξη. Ο ίδιος πάντως κατέθεσε για πολλές ώρες στο ειδικό Δικαστήριο δείχνοντας ότι είχε ξεπεράσει την κόντρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Η χώρα μπαίνει σε μία νέα περίοδο – και ειδικά μετά από την έλευση του «εκσυγχρονισμού» του Κώστα Σημίτη, οι δουλειές μεγαλώνουν και με το κανάλι, αλλά και στον τομέα των κατασκευών: η «Άκτωρ» γιγαντώνεται με μεγάλη δραστηριότητα στα δημόσια έργα.

Παρακολουθεί προσεχτικά την αποχώρηση Σημίτη μετά την ήττα που φέρνει στην εξουσία των Κώστα Καραμανλή που λίγους μήνες αργότερα σε ένα γεύμα στον «Μπαϊρακτάρη» θα πετάξει την περιβόητη ατάκα για τους νταβατζήδες που λυμαίνονταν το δημόσιο χρήμα. Η κυβέρνηση ετοιμάζει το νόμο για τον βασικό μέτοχο και ο Γιώργος Μπόμπολας σκέφτεται για πρώτη φορά να πουλήσει την μηντιακή αυτοκρατορία του με υποψήφιο αγοραστή τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Το deal παρότι έφτασε μια ανάσα από τις υπογραφές δεν θα τελεσφορήσει, όπως και ο νέος νόμος που έφερνε η κυβέρνηση Καραμανλή, ο οποίος δεν εγκρίθηκε απο την Ε.Ε. Ο Γιώργος Μπόμπολας έχει νικήσει άλλη μια φορά.

Οι διάδοχοι, η πτώση και το τέλος

Ότι κι αν έκανε αυτός ο πολυπράγμων επιχειρηματίας με τον ενίοτε εκρηκτικό χαρακτήρα, οι Κυριακές ήταν πάντα αυτό που εννοούμε με την λέξη «οικογενειακές». Η σύζυγός του Άννα την οποία λάτρευε ήταν αυτή που οργάνωνε το κυριακάτικο τραπέζι, στο οποίο παρακάθονταν τα παιδιά τους Φώτης, Λεωνίδας και Μαρία μαζί με συζύγους και τα έξι εγγόνια που χάρισαν στον κύριο Γιώργο.

Ήταν η μέρα που κατοικία του κατασκευαστή-εκδότη στο Ψυχικό πλημμύριζε από φωνές και κόσμο, γέλια και κουβέντες επί παντός επιστητού μέχρι το απόγευμα. Ο θάνατος της Άννας του τον Οκτώβριο του 2013 θα σημαδέψει βαθιά τον Γιώργο Μπόμπολα, που είχε περάσει μαζί της πολλά τα 58 χρόνια της κοινής τους πορείας. Στην κηδεία της θα σπάσει λέγοντας μεταξύ άλλων: «Εκεί που θα πας, κράτησε μια θέση όταν θα φύγω κι εγώ για να έρθω κοντά σου και να είμαστε για πάντα μαζί».

Μπορεί να αγαπούσε τα παιδιά του αλλά τις τελευταίες δεκαετίες υπήρχαν ουκ ολίγες συγκρούσεις κυρίως με τον Φώτη, που μπήκε στον «Πήγασο» – την εταιρεία που εξέδιδε το Έθνος – ως ο διάδοχος. Πολλές φορές οι φωνές του πατέρα ακούγονταν έξω από το γραφείο του, και μόλις έφευγε ο γιος η γραμματέας του Ντίνα, έμπαινε τρέχοντας μέσα με ένα ποτήρι νερό και ένα υπογλώσσιο για την καρδιά του.

Οι αντιθέσεις τους φαίνονταν παντού, ακόμα και στο Δ.Σ του MEGA, όπου κάποια μέρα ο Φώτης διέκοψε τον πατέρα του, ο οποίος αντέδρασε άμεσα μπροστά σε όλους. Μπορεί ο Γιώργος Μπόμπολας να είχε αποσυρθεί από το 2000 από τον «Πήγασο» παραδίδοντας τα ηνία στον Φώτη, αλλά εξακολουθούσε να πηγαίνει καθημερινά, να μιλάει με στελέχη και να βλέπει την πρώτη σελίδα.

Το 2014 λίγο πριν τις εκλογές, ζητάει από τα στελέχη της εφημερίδας να μεσολαβήσουν στο γιο του ώστε να μην στηρίξει η εφημερίδα τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Φώτης απλά το ακούει. Τα πράγματα ζορίζουν από το 2015 και μετά αφού τα χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ συσσωρεύονται και αρχίζουν οι δυσκολίες στις καταβολές των δημοσιογράφων και των προμηθευτών. Όταν ο γιος του άρχισε να συζητάει με τον Σταύρο Ψυχάρη για πιθανή συνένωση των δύο ομίλων ο Γιώργος Μπόμπολας είναι κάθετα αντίθετος σε αυτό το ενδεχόμενο.

Μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο Γιώργος Μπόμπολας χτυπήθηκε από άλλες δύο οικογενειακές τραγωδίες.

Το 2013 σκοτώθηκε ο γαμπρός του-σύζυγος της Μαρίας-Λουκάς Γιαννακούλης σε δυστύχημα στο Ράλι Παλλάδιο (είχε έρωτα με τους αγώνες ταχύτητας έχοντας συμμετάσχει με μοτοσικλέτα και στο Ράλι Ντακάρ), ενώ το 2014 έφυγε χτυπημενη από οξεία παγκρεατίτιδα, η γυναίκα του γιου του Λεωνίδα, Κλαίρη. Τρία χρόνια μετά ο «διάδοχος» Φώτης Μπόμπολας πούλησε την καταρρέουσα πλέον μηντιακή αυτοκρατορία του «Πήγασου» που είχε στήσει ο πατέρας του στον Ιβάν Σαββίδη για μόλις 3.000.000 ευρώ. Ακολούθησε η απώλεια του ελέγχου της ΕΛΑΚΤΩΡ – η οικογένεια Μπόμπολα είχε χάσει τα δύο δημιουργήματα του «κυρίου Γιώργου».

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: