Γιώργος Φούντας: Χάρισε στον Σον Κόνερι τον ρόλο του «007», παρέμεινε 50 χρόνια με την ίδια γυναίκα και ως μπάτσος έκανε τον τ.Βασιλιά Κων/νο να καταπιεί τη γλώσσα του. Ένας μεγάλος άνθρωπος και ένας τεράστιος ηθοποιός

Κοινοποίηση:
fountas1

Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1924 στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας. Μικρός, ήρθε με την πολυμελή οικογένειά του στην Αθήνα κι έζησε στη Ριζούπολη. Τελειώνοντας το Δημοτικό άρχισε να εργάζεται στο γαλατάδικο του πατέρα του στου Ψυρρή, αλωνίζοντας μ’ ένα ποδήλατο την Αθήνα. Φοιτά σε νυχτερινό σχολείο, παίζει μποξ και ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ, αν και αργότερα θα γίνει γνωστός ως οπαδός του Παναθηναϊκού.

Ο κινηματογράφος πάντα τον γοήτευε και όταν του δόθηκε η ευκαιρία έλαβε μέρος στα δοκιμαστικά της ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα» (1943). Κέρδισε ένα μικρό ρόλο, παίρνοντας το βάπτισμα του πυρός στη μεγάλη οθόνη. Στη συνέχεια σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δάσκαλο τον κορυφαίο έλληνα ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη.

Φαντάρος πραγματοποιεί την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στο θέατρο «Περοκέ», με το «Νυφιάτικο τραγούδι» του Νότη Περγιάλη. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον θίασο Μουσούρη και τον θίασο της Κατερίνας. Αρχές του 1951 συναντά τον Φίνο και παίζει στη «Νεκρή Πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών κι έκανε γνωστή στο διεθνές κοινό την πρωταγωνίστρια της Ειρήνη Παππά.

fountas6

Την ίδια χρονιά συμμετέχει στο εμβληματικό νεορεαλιστικό δράμα του Γρηγόρη Γρηγορίου «Πικρό ψωμί» και το 1954 πρωταγωνιστεί στη «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου, όπου γίνεται ευρύτερα γνωστός. Σταθμό στην καριέρα του αποτελεί το ερωτικό δράμα του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Η ατάκα «Φύγε, Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!», που εκστόμισε στη συμπρωταγωνίστριά του Μελίνα Μερκούρη παραμένει κλασική. Η ταινία κέρδισε τη«Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξένης ταινίας και ο Γιώργος Φούντας αρχίζει να γίνεται γνωστός και στο εξωτερικό. Ο κινηματογράφος, τώρα, αποτελεί την πρώτη του προτεραιότητα. Αφήνει το θέατρο, στο οποίο θα επιστρέψει χρόνια αργότερα.

zoka

Το 1960 ξανασυναντιένται με τη Μελίνα Μερκούρη στην ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή». Ξεχωριστή χρονιά ήταν το 1963, όταν τα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη φτάνουν ένα βήμα πριν από το Όσκαρ Ξένης Ταινίας (το χάνουν από το «8 ½» του Φελίνι). Τον ίδιο χρόνο γνωρίζει τη λυγερόκορμη χορεύτρια Χρυσούλα Ζώκα (1931-2015). Την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και την παντρεύεται σε δεύτερο γάμο. Ο γιος του Πάνος έρχεται να συμπληρώσει την ευτυχία τους. Είχε αποκτήσει δύο ακόμη παιδιά από τον πρώτο του γάμο.

«Ρε Γιώργο», του λέγανε οι συνάδελφοι, «μάθε επιτέλους αγγλικά να κάνεις καριέρα στην Αμερική». Αν και αυτός τα μόνα που επιθυμούσε ήταν η ευτυχισμένη του οικογένεια, οι φίλοι του, άντε και κάνα κρασάκι σε κάποια ταβέρνα της γειτονιάς. Κι έτσι όταν ήρθε η σχεδόν απίστευτη επαγγελματική πρόταση το 1967 από το Λονδίνο, όταν η παραγωγή του «Τζέιμς Μποντ» έψαχνε τον διάδοχο του Σον Κόνερι, ο Φούντας αρνείται χωρίς δεύτερη σκέψη! Τρελαμένος ο Φίνος, τον πείθει τελικά να μπει στο αεροπλάνο (που έτρεμε ο Φούντας) και να περάσει τα δοκιμαστικά, φτάνοντας μάλιστα στη διαδικασία της τελικής επιλογής.

fountas3

Ήταν ή αυτός ή ο Τζορτζ Λάζενμπι να πάρουν τον ρόλο του υπερκατάσκοπου και ο Φούντας κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει την υποψηφιότητά του δηλώνοντας εμφατικά πως δεν προλαβαίνει να μάθει αγγλικά για να ενσαρκώσει τον Τζέιμς Μποντ!

Και βέβαια δεν το μετάνιωσε ποτέ, γιατί απλά έπαιρνε τη ζωή όπως ερχόταν, σπάζοντας πλάκα με τη φιλοδοξία των συναδέλφων του. Ή κάνοντας καλαμπούρια ακόμα και στον βασιλιά! Πράγματι, το καλοκαίρι του 1967, όταν ο Φούντας υποδυόταν έναν αρχιφύλακα της Αμέσου Δράσεως στα γυρίσματα του «Πυρετού στην άσφαλτο», συνάντησε ως κινηματογραφικός αστυνομικός την αυτοκινητοπομπή του βασιλιά Κωνσταντίνου σε κάποια γέφυρα της Αθήνας, περασμένα μεσάνυχτα.

Ο βασιλιάς βγήκε από το πολυτελές αυτοκίνητο ζητώντας να μάθει για το γύρισμα και ο Φούντας τον προϋπαντεί απλώνοντας το χέρι του για χειραψία και λέγοντάς του: «Γεια σου Κώτσο! Τι κάνει η κυρά; Τι κάνουν τα κουτσούβελα;»! Σοκ ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος. Την ώρα που η βασιλική πομπή έφευγε με ταχύτητα, ο Δημόπουλος τον ρωτά: «-Aλήθεια, βρε Γιώργο, δεν μου είπες, είσαστε γνωστοί με τον βασιλιά; -Όχι, πρώτη φορά τον είδα από κοντά. -Και πώς τον είπες Κώτσο; -Πώς να τον πω; Εμείς στο χωριό τους Κωνσταντίνους, Κώτσους τους φωνάζουμε».

fountas2

Το 1997 ολοκλήρωσε την κινηματογραφική του καριέρας, συμμετέχοντας στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ της Βίκυ Πεζίρη «Οι Λεβέντες της Θάλασσας» για τους σφουγγαράδες της Καλύμνου. Στην κινηματογραφική του διαδρομή, που ξεπέρασε τον μισό αιώνα, ο Γιώργος Φούντας διακρίθηκε όχι μόνο για τον τρόπο που έπαιζε, αλλά και για τον τρόπο που αγκάλιαζε και φιλούσε τις συμπρωταγωνίστριές του στην οθόνη, κάτι που τον είχε καταστήσει αυθεντικό σύμβολο του σεξ, μακριά από το στιλ του ζεν πρεμιέ, ως ένα δυναμικό, παραδοσιακό, αλλά και με ευαισθησίες αρσενικό. Τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στις ταινίες «Με τη Λάμψη στα Μάτια» (1966) και «Πυρετός στην Άσφαλτο» (1967).

Το 1973 έκανε το τηλεοπτικό ντεμπούτο με τη σειρά «Κατοχή», που ήταν η πρώτη διεθνής συμπαραγωγή της ελληνικής τηλεόρασης. Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε δύο τηλεοπτικές σειρές («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Γαλήνη»), που προβλήθηκαν από τη δημόσια τηλεόραση και άφησαν εποχή.

Ο Γιώργος Φούντας πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 2010, σε ηλικία 86 ετών. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του έπασχε από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: