Στις 13 Νοεμβρίου 1940, στις Ηνωμένες Πολιτείες κάνει πρεμιέρα η ταινία κινουμένων σχεδίων του Γουόλτ Ντίσνεϋ, Φαντασία (Fantasia), που τόσο για τον σχεδιασμό της όσο και για την μουσικής της επένδυση, αποτελεί σημείο αναφοράς για τον παγκόσμιο κινηματογράφο.
H «Φαντασία» ήταν η τρίτη κινηματογραφική ταινία του Ντίσνεϊ, μετά τις ταινίες «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι» (1937) και Πινόκιο (1938) και σε τμήμα αυτής, πρωταγωνιστεί ο Μίκι Μάους, ως μαθητευόμενος μάγος.
Το 1966, η δημοσιογράφος Οριάνα Φαλλάτσι επισκέφθηκε τον Γουόλτ Ντίσνεϊ στην Ντίσνεϊλαντ και ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» δημοσιεύει, κατ’ αποκλειστικότητα, τη συζήτησή τους. Πριν καν ξεκινήσει η συνέντευξη ο υπεύθυνος τύπου που υποδέχθηκε τη δημοσιογράφο, της μίλησε για το πώς δημιουργήθηκε ο Μίκι Μάους.
«Ο Μίκι – Μάους, όπως μου εξηγεί ο αρμόδιος επί του τύπου, γεννήθηκε το φθινόπωρο του 1927, καθώς ο Ντίσνεϊ και η γυναίκα του επέστρεψαν στον Χόλλυγουντ από τη Νέα Υόρκη απογοητευμένοι: Οι πρώτες του ταινίες με ‘κινούμενα σχέδια’ δεν είχαν αρέσει.
– Θα δοκιμάσω μια σειρά με ένα ποντικάκι, είπε στη γυναίκα του, θα το βαπτίσω Μόρτιμερ – Μάους.
– Το Μόρτιμερ, παρατήρησε η γυναίκα του, είναι όνομα πολύ αξιοπρεπές. Γιατί δεν το λες Μίκυ;
– Ο κ. Μίκυ λοιπόν»
Όταν η «Φαντασία» έβγαινε στις αίθουσες των ΗΠΑ, στην Ευρώπη μαινόταν o Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, (οι ΗΠΑ θα έμπαιναν στον πόλεμο λίγες εβδομάδες αργότερα), και όπως είναι φυσικό, το ενδιαφέρον του ελληνικού Τύπου ήταν στραμμένο στα ηρωικά κατορθώματα του ελληνικού στρατού στα βουνά της Πίνδου έναντι των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Το φαινόμενο Ντίσνεϊ
Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ και ο Μίκι Μάους πάντως , ήταν ήδη γνωστοί στην Ελλάδα.
Το 1931, μάλιστα, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», φιλοξένησε στο πρωτοσέλιδό του, άρθρο του ίδιου του Γουόλτ Ντίσνεϊ.
Ο Μίκι Μάους ήταν τότε μόλις 4 ετών και ο κόσμος διψούσε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα γι’ αυτόν.
«Ο Μίκυ Μάους χορεύει, ταξειδεύει, πολεμά χωρίς καμμίαν βοήθεια βοήθειαν, χωρίς μηχανικούς, διακοσμητάς, σκηνοθέτας. Ο Μίκυ έχει μιάν φωνήν που του έδωσε η επιστήμη και μπορεί να τραγουδήση και να απαγγείλη. Πώς;
»Ο Μίκυ μόνον εις τον εγκέφαλον του καλλιτέχνου υπάρχει. Την αβεβαίαν ύπαρξίν του την οφείλει αποκλειστικώς εις την φαντασίαν μου και εις το μολύβι των σχεδιαστών που είνε συγχρόνως σκηνοθέται και ράφται του Μίκυ και της παρδαλής του παρέας. Αυτοί δεν μεταχειρίζονται παρά μολύβι, μελάνι, πέννα και χαρτί»
Αυτά ως προς την εικόνα του Μίκυ, που όμως χωρίς τον ήχο θα ήταν «μισός». Ο Ντίσνεϊ ήταν εκείνος, εξάλλου, που για πρώτη φορά εισήγαγε τον συγχρονισμένο ήχο στις ταινίες κινουμένων σχεδίων.
Πώς ο Μίκυ Μάους απέκτησε φωνή…και μουσική
«Χρειάζονται ακόμη μία ορχήστρα και μερικοί «θορυβοποιοί», οι οποίοι συγχρονίζουν τους ήχους με τας εικόνας. (…) Ο Μίκυ είναι ο δημιουργος της ηχητικής ‘σχεδιασμένης ταινίας’.
»Κατά σύμπτωσιν ένας μεγάλος βιομήχανος εζήτησε να λανσάρη εις την αγοράν έναν νέον φωνογράφον με ‘σχεδιασμένας’ ταινίας και εδιάλεξε δι’ αυτό μερικά μου σχέδια. Αυτή υπήρξεν η τύχη μου: Ο Μίκυ επέρασε σαν κομήτης απ’ όλας τας αίθουσας του κόσμου και πάντου θριάμβευσεν».
Ο Ντίσνεϊ περιγράφει λεπτομέρως τον τρόπο που η μουσική και τα ηχητικά εφέ, βασικά στοιχεία των ταινιών του, συγχρονίζονταν την δεκαετία του ’30 με την εικόνα.
«Εμπρός εις μίαν οθόνην, ο μουσικός Καρλ Στάλλιγγς, ο οποίος γράφει και εκτελεί την μουσικήν του Μίκυ, διευθύνει μίαν ορχήστραν δώδεκα οργάνων. Πλησίον των οι ειδικοί των θορύβων φροντίζουν να παραγάγουν με ειδικά εργαλεία τους ακριβείς κρότους που καθορίζει το σενάριο.
«Δίδεται το σύνθημα, όλα τα φώτα σβύνουν και η ταινία, βωβή ακόμα προβάλλεται. Ο Στάλλιγγς οδηγεί την ορχήστρα του ακριβώς επάνω εις τον ρυθμόν του Μίκυ και των άλλων προσώπων, όπως την συνέλαβεν όταν έγινε το σενάριο. Οι θορυβοποιοί επεμβαίνουν όταν χρειάζεται ένα γαύγισμα σκύλλου, το μουρμούρισμα του νερού ή το κτύπημα μιας πόρτας.
«Κάμνομεν πέντε πρόβες και η ταινία προβάλλεται πέντε φοράς προτού το μικρόφωνον επέμβη διά να δώση εις το Μίκυ την φωνήν του η οποία συγκινεί όλες τις καρδιές ενός κόσμου όπου έχει μόνο φίλους».
Οι εντυπώσεις
Κείμενα σημαντικών αρθρογράφων του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ» όπως του Γεώργιου Ν. Μακρίδη και του Παύλου Παλαιολόγου, αποτυπώνουν την εντύπωση που προκάλεσαν στο κοινό την εποχή εκείνη, οι πρώτες δημιουργίες του Γουόλτ Ντίσνεϊ.
Γράφουν στις 25 Ιουνίου 1938 για τον Γουόλτ Ντίσνεϊ:
«Αυτός παίρνει και ζωντανεύει όνειρα, παραμύθια, θρύλους, ό,τι είνε έξω από την πραγματικότητα. Πλάθει κόσμους δικούς του – τους πιο φανταστικούς. Η τέχνη του αγκαλιάζει όλα τα πνευματικά στρώματα, όλες τις ηλικίες, όλα τα γεωγραφικά πλάτη.
»Πάνω από τις συνήθειες των λαών και από τις κλίσεις των ατόμων απευθύνεται σε όλους. Έχει τη σφραγίδα της παγκοσμιότητος που είνε η σφραγίς της αληθινής σοφίας. Δε χρειάζεται γλώσσα για να την πλησιάσετε, δε χρειάζεται προπαίδεια για να μπήτε στο νόημά της. Σας είνε αρκετά δύο μάτια και μια ψυχή»
Λίγους μήνες αργότερα στις 26 Οκτωβρίου του 1938 με το ενδεχόμενο ενός Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου να αρχίσει να διαφαίνεται όλο και περισσότερο, ο Γεώργιος Μακρίδης γράφει με αφορμή την «Χιονάτη και τους 7 νάνους» του Ντίσνεϊ.
«Ποτέ άλλοτε η φαντασία δεν ζωντάνεψε τόσο τέλεια μέσα στη σφαίρα της τέχνης τα παραμύθια της. Ο Ντίσνεϋ με τη ‘Χιονάτη’ χάρισε στην άκεφη, ανήσυχη, δέσμια, και ξεπεσμένη εποχή μας, ένα ποίημα, που θα το ζήλευαν οι πιο χαρούμενες, ξέγνοιαστες κι ελεύθερες εποχές.
»Κι όταν οι άνθρωποι, αργότερα ξαναβρούν το γέλιο και τη χαρά, θα μας συγχωρήσουν πολλά, γιατί τους χαρίσαμε τη Χιονάτη».