Ελπίδα δικαίωσης για τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο δίνει δικαστική απόφαση η οποία είναι 180 μοίρες αντίθετη από αυτή της Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Και η ελπίδα ανάγεται στο γεγονός ότι ήδη παραπέμφθηκε προδικαστικό δικαστικό ερώτημα για τα δάνεια σε Ελβετικό φράγκο στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με αφορμή την απόφαση αυτή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που κόντρα στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου έστειλε προδικαστικό ερώτημα στους Ευρωπαίους δικαστές, δικηγόροι βρήκαν την αφορμή να επισημάνουν τις αντιρρήσεις τους για την επιχειρούμενη εφαρμογή της πιλοτικής δίκης στις ποινικές υποθέσεις (δηλαδή να νομοθετηθεί κάτι αντίστοιχο με αυτό του νόμου 3900/2010 που εφαρμόζεται στην Διοικητική Δικαιοσύνη).
Ειδικότερα, το Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά πλειοψηφία με ψήφους 2 έναντι 1, πήγε ουσιαστικά αντίθετα με την απόφαση της πλειοψηφίας του Αρείου Πάγου που είχε εκδοθεί για συναφή υπόθεση δικαιώνοντας Τραπεζικά Ιδρύματα και ακολούθησε στην νομική άποψη που είχε εκφράσει η μειοψηφία του Ανώτατου Ποινικού Δικαστηρίου.
Όπως είναι γνωστό οι αρεοπαγίτες, με σημαντική πλειοψηφία έχει κρίνει ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας και με αυτό το σκεπτικό είχε απορρίψει την αίτηση αναίρεσης δανειολήπτριας.
Παρόλα αυτά, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφήνει ανοιχτό «παράθυρο» για πιθανή δικαίωση δανειοληπτών, καθώς οι πρωτοδίκες δέχθηκαν τις νομικές θέσεις της πλειοψηφίας των αρεοπαγιτών και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης για το μείζον αυτό ζήτημα που αφορά μεγάλο αριθμό δανειοληπτών και απηύθυνε μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Μάλιστα, δύο εκ των τριών δικαστών της σύνθεσης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ευθυγραμμίστηκαν με την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ως προς τη δυνατότητα ελέγχου καταχρηστικότητας των όρων των δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο.
Επιπρόσθετα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο διατυπώνει στην απόφασή του τη γνώμη ότι τα Ελληνικά δικαστήρια μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ρητρών, οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου.
Αφού οι ευρωπαίοι δικαστές αποφανθούν επί των ερωτημάτων θα συνέλθει και πάλι το Πολυμελές Πρωτοδικείο για να εκδώσει την ορσιτική απόφασή του.
«Νησίδα ελπίδας για όλους τους δανειολήπτες, των οποίων οι προσδοκίες δικαίωσης είχαν εξανεμιστεί μετά την απόφαση 4/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου», χαρακτηρίζει την απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δανειολήπτη που έχει προσφύγει στην Δικαιοσύνη Βασίλης Ηλ. Κοντογιάννης.
«Η απόφαση «απηχεί» τόσο την άποψη της “ισχυρής μειοψηφίας” της σύνθεσης της Ολομέλειας του ΑΠ, όσο και το κοινό περί δικαίου αίσθημα και ισχυροποιεί την επιθυμία για εξεύρεση μιας δικαιοπολιτικά ορθής λύσης σε αυτό το μείζον κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα, το οποίο κατέστησε ομήρους χιλιάδες», υπογραμμίζει ο κ. Κοντογιάννης αποτιμώντας τη δικαστική απόφαση.
Τα προδικαστικά ερωτήματα
Τα προδικαστικά ερωτήματα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι:
1) Κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας 93/13/ΕΚ που προβλέπει δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, μπορεί ένα κράτος μέλος να μην ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και να επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο και ρητρών που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου;
2) Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδ. Α΄ και Β΄ της οδηγίας 93/13/ΕΚ αν και δεν εισήλθε ρητά στο Ελληνικό δίκαιο εισήλθε έμμεσα σύμφωνα με το περιεχόμενο των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της ανωτέρω οδηγίας, όπως αυτό μεταφέρθηκε στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του νΝ. 22541/1994;
3) Στην έννοια των καταχρηστικών όρων και του εύρους τους όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 93/13 περιέχεται η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της οδηγίας 93/13;
4) Καταλαμβάνεται από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας γενικού όρου συναλλαγής κατά τις διατάξεις της οδηγίας 93/13/ΕΚ, ο όρος σε πιστωτική σύμβαση που συνάπτει καταναλωτής με πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος αποδίδει το περιεχόμενο κανόνα ενδοτικού δικαίου του κράτους μέλους, εφόσον ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγμάτευσης;