Ελάχιστες ιστορίες κακοποίησης παιδιών από τους ίδιους τους γονείς τους, όσο φρικιαστικές κι αν είναι, μπορούν να συγκριθούν με εκείνη που εκτυλίχθηκε το 1979 σε ένα χωριό κοντά στην Σπάρτη, όταν αποκαλύφθηκε πως ένας πατέρας έθαψε ζωντανά τα ίδια του τα σπλάχνα.
Για να ξετυλίξουμε το κουβάρι της υπόθεσης πρέπει να μεταφερθούμε στην Λακωνία στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Στο συγκεκριμένο χωριό, ο Βασίλης Τάκος και η υπόλοιπη οικογένειά του δεν έχουν πολλά-πολλά με τους συγχωριανούς τους. Τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του κουβαλούν δύο μεγάλα κοινωνικά στίγματα. Εκείνος έχει κάνει φυλακή στο παρελθόν για κλοπές, ενώ είχε και σοβαρό πρόβλημα με ναρκωτικά και εκείνη δυσκολεύεται στην επικοινωνία αφού -όπως θα αποδειχθεί αργότερα- πάσχει από ψυχολογικά προβλήματα. Ένας συνδυασμός που θα αποδειχτεί μοιραίος, ειδικά εκείνη την εποχή που τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων σπανίως έπαιρναν την αγωγή που χρειάζονταν και συχνά κατέληγαν στο περιθώριο, επικίνδυνοι τόσο για τους εαυτούς τους όσο και για τους γύρω τους.
Πάντως για καιρό ο –τότε- 58χρονος και η κατά 16 χρόνια νεότερη γυναίκα του δεν… δίνουν δικαιώματα, ζώντας βέβαια πάντα στις σκιές. Μέχρι το 1979 που οι ντόπιοι αρχίζουν να παρατηρούν πως από τα δύο παιδιά της οικογένειας, το ένα (ένα κοριτσάκι) σταμάτησαν ξαφνικά να το βλέπουν. Αρχικά αρκούνται σε δικαιολογίες όπως αυτή ότι το παιδί γεννήθηκε με πρόβλημα υγείας και γι’ αυτό παρέμεινε στο βρεφοκομείο της Σπάρτης, ενώ αργότερα υιοθετήθηκε μια άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία είχε δοθεί για υιοθεσία σε εύπορη οικογένεια καθώς ο Βασίλης και η Χρυσούλα δεν διέθεταν χρήματα για να το μεγαλώσουν.
Το 1981 οι δυο τους φέρνουν στον κόσμο και τρίτο παιδί, αυτή τη φορά ένα αγοράκι, το οποίο όμως και πάλι οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού δεν βλέπουν ποτέ. Οι φήμες και σενάρια δίνουν και παίρνουν (κάποιοι έκαναν λόγο ακόμη και για θανάτους από μηνιγγίτιδα) αφού κανείς, όσο κι αν υποπτεύεται, δεν τολμά να φανταστεί ότι ευθύνεται κάποιος από τους γονείς των παιδιών. Όμως δύο χρόνια αργότερα, όταν η Χρυσούλα θα βρεθεί ξανά στο μαιευτήριο, σε μια στιγμή έκλαμψης μέσα στο συννεφιασμένο από την ψυχική ασθένεια κεφάλι της, αποκαλύπτει στην μητέρα της την φρικτή αλήθεια. «Τα παιδιά είναι θαμμένα στο υπόγειο του σπιτιού. Τα σκότωσε ο Βασίλης» της λέει, αλλά δεν βρίσκει ανταπόκριση. Ακόμη και η ίδια η μάνα της δεν μπορεί να πιστέψει στα αυτιά της και αποδίδει όσα ακούει στην κατάσταση της κόρης της. Όταν, όμως, λίγο αργότερα θα την αντικρίσει ξανά «σαπισμένη» στο ξύλο από τα χέρια του συζύγου της και την ακούει να εξιστορεί την ίδια ιστορία, σπεύδει στην Αστυνομία και καταγγέλλει τα περιστατικά.
Κατά την ανάκρισή του ο Βασίλης Τάκος θα επιμείνει στο σενάριο του βρεφοκομείου της Σπάρτης και ακολούθως θα αλλάξει πολλές φορές τα λεγόμενά του, πότε υποστηρίζοντας ότι τα παιδιά δόθηκαν και υιοθεσία και πότε ότι τα απήγαγαν Ρομά. Χρειάστηκαν μόλις μερικές ώρες μέχρι τελικά να σπάσει και να αποκαλύψει λεπτομέρειες που θα έκαναν οποιονδήποτε άνθρωπο να ανακατευτεί και να ανατριχιάσει. Αποδίδει τις πράξεις του και το τριπλό φονικό των παιδιών του στο γεγονός ότι ήταν «αρρωστιάρικα», όπως τα αποκαλεί χαρακτηριστικά. Η φρίκη θα γίνει μεγαλύτερη στις 3 Μαρτίου 1983 όταν θα μεταβούν με τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος. Στον τόπο μαρτυρίου των τριών αγγέλων…
Πρώτα βρίσκουν το πτώμα του μικρού αγοριού το οποίο ήταν μόλις 18 μηνών όταν ο πατέρας του αποφάσισε να το σκοτώσει. «Το έθαψα εδώ για να έχει η αδελφή του παρέα» θα πει ο φονιάς. Θαμμένο σε βάθος 70-80 πόντων, βρίσκουν το άψυχο κορμάκι του με εμφανή ακόμα τα ίχνη της φρικτής κακοποίησης που υπέστη. Έφερε πολλαπλά κατάγματα αλλά η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι είχε πεθάνει από αναρρόφηση και πνιγμό… Είχε θαφτεί ζωντανο…Για το κορίτσι θα χρειαστεί να επιστρατευθεί εκσκαφέας μέχρι να βρεθούν την επόμενη μέρα τα οστά του. Είχε ένα σπάσιμο στο δεξί πόδι, ενώ από τα ιατρικά αρχεία προκύπτει ότι είχε γεννηθεί με στραβισμό και αργότερα προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα, με αποτέλεσμα ο πατέρας της να την πετάξει στον δικό του, σύγχρονο «Καιάδα».
Στη δίκη η ακροαματική διαδικασία δεν κράτησε πολύ. Ο Βασίλης Τάκος καταδικάστηκε δις εις θάνατον, ποινή που δεν άλλαξε ούτε στο Εφετείο. Όσο για την γυναίκα του, Χρυσούλα, η έδρα δέχθηκε το επιχείρημα της βεβαρυμμένης ψυχικής υγείας αλλά και αυτό της χρόνιας κακοποίησης από τον σύζυγό της και την αθώωσε από την κατηγορία της συνέργειας, στέλνοντάς την στο ψυχιατρείο Τρίπολης.
Θύματα τής κοινωνικής αδιαφορίας.Τραγικά αποτελέσματα τής φτώχειας καί τής εξαθλίωσης.Είναι οί άνθρωποι όπου “ξεχνάει καί ό Θεός γιά νά τούς δεί” όπως λέει τό παλιό ρεμπέτικο “το μονοπάτι”
Γιάννης Λάκων