Τον Ιανουάριο του 1914 ο γερμανικός στρατός καταγράφει μια πρωτιά η οποία προκαλεί ντροπή και αποτροπιασμό, όπως και πολλές άλλες άλλωστε στην αιμοσταγή ιστορία του. Κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιει ένα νέο όπλο, τα δηλητηριώδη χημικά αέρια, κάτι που ήταν άγνωστο μέχρι τότε.
Η χρήση των αερίων στη μάχη του Μπολίσοφ στο ανατολικό μέτωπο δεν έφερε τα επιθυμητά για τους Γερμανούς αποτελέσματα απέναντι στους πάντα σκληροτράχηλους Ρώσους, οι οποίοι ακόμη και πριν την Επανάσταση των Μπολσεβίκων ήταν το ίδιο ξεροκέφαλοι, αδάμαστοι και διατεθειμένοι να θυσιαστούν στο όνομα της μητέρας-πατρίδας.
Ωστόσο οι επιτιθέμενοι δεν πτοούνται και δεν βάζουν στην άκρη αυτό το νέο όπλο και διακρίνοντας την χρησιμότητά του σε έναν πόλεμο που διεξαγόταν με πρωτοφανή αγριότητα μέσα στα χαρακώματα και τα οχυρά, συνεχίζουν μέχρι να το τελειοποιήσουν.
Ουσιαστικά πειραματίζονται με αυτό στα πεδία των μαχών και σύντομα έχουν τα αποτελέσματα που ήθελαν. Ενθουσιασμένοι, αποφασίζουν να το εκμεταλλευτούν πλήρως και το προσθέτουν στα πρώτα τεθωρακισμένα και αεροπλάνα που κάνουν για πρώτη φορά επίσης την εμφάνισή τους σε αυτό που η ανθρωπότητα ονομάζει ακόμη «Μεγάλο Πόλεμο», χωρίς ακόμη να μπορεί να διανοηθεί ότι μερικές δεκαετίες αργότερα (ξανά με… πρωτοβουλία των Γερμανών) ερχόταν μια ακόμη μεγαλύτερη και απάνθρωπη καταστροφή…
Μετά από έξι μήνες δοκιμών ο γερμανικός στρατός αποφασίζει να χρησιμοποιήσει αυτό το όπλο ως έσχατη απόπειρα λύσης ενός προβλήματος που τους κρατούσε μακριά από το ρωσικό έδαφος και την προσπάθειά τους να προελάσουν στην ανατολή. Το οχυρό Οσόβιετς, που βρίσκεται σήμερα σε περιοχή που ανήκει στην Πολωνία, ήταν το μεγάλο «αγκάθι», το μικρό αλλά ταυτόχρονα τεράστιο εμπόδιο, που δοκίμαζε τις αντοχές τους.
Κατά τη διάρκεια των μαχών τον Σεπτέμβριο του 1914 είχαν αποπειραθεί αμέτρητες φορές να πατήσουν το πόδι τους εκεί. Κάθε φορά όμως συναντούσαν την μνημειώδη αντίδραση των Ρώσων που άντεχαν το σφυροκόπημα και παρέμεναν οχυρωμένοι, προκαλώντας παράλληλα ανυπολόγιστες απώλειες στους αντιπάλους τους. Μετά από λυσσαλέες μάχες και ανηλεή βομβαρδισμό, οι Γερμανοί κατόρθωσαν να σπάσουν την πρώτη γραμμή άμυνας και πλέον βρίσκονταν σε ευνοϊκότερη από στρατηγική άποψη θέση. Το οχυρό στην πραγματικότητα ήταν στο έλεός τους, χάρισμα πάντως που σπανίως φανέρωνε ο γερμανικός στρατός.
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1915, μετά από πενθήμερο γεμάτο θανάτους και αίμα, οι Γερμανοί στήνουν τον οπλισμό τους από θέση απόλυτης ισχύος. Τοποθετούν πολυβόλα και όλμους και νυχθημερόν βάλλουν κατά του Οσόβιετς. Υπολογίζεται ότι 1.260.000 οβίδες (ολογράφως, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις για το νούμερο, ένα εκατομμύριο διακόσιες εξήντα χιλιάδες) έπεσαν πάνω στο κουφάρι του οχυρού, μέσα στο οποίο βρίσκονται ακόμα 900 Ρώσοι, οι 500 κανονικοί στρατιώτες και οι άλλοι 400 μέλη της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι είναι αντιμέτωποι με 7.000 αντιπάλους που επιπλέον έχουν και πολύ βαρύτερο οπλισμό.
Η όποια αντίσταση μοιάζει καταδικασμένη, αλλά η ανθεκτικότητα του οχυρού και η αυταπάρνηση των υπερασπιστών του αλλάζει τα δεδομένα. Ούτε καν οι επιτελείς και οι διοικητές του ρωσικού στρατού, που παρατηρούν από απόσταση ασφαλείας την θυσία των στρατιωτών τους, δεν πιστεύουν τα μάτια τους. Μάλιστα, τους δίνουν διαταγή να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους μετά από 48 ώρες και τους ζητούν απλά να αντέξουν για λίγο μέχρι να απομακρυνθούν από την περιοχή οι άμαχοι.
Όμως οι 48 ώρες γίνονται μέρες. Και οι μέρες μετατρέπονται σε μήνες. Το καλοκαίρι κοντεύει να περάσει και το Οσόβιετς μαζί με τους πολιορκημένους του αντέχει. Και τότε μιλούν τα δηλητηριώδη αέρια. Το μόνο όπλο το οποίο θεωρητικά δεν ήταν δυνατό να αντισταθμιστεί από την ανδρεία ήταν τα ύπουλα χημικά.
Τον Αύγουστο ξεκινά η μαζική χρήση τους. Οι Ρώσοι επιχειρούν να προφυλαχθούν με οποιονδήποτε τρόπο μπορούν απέναντι σε εκείνον τον άγνωστο ως τότε εχθρό, Φτιάχνουν αυτοσχέδιες μάσκες, αλλά βλέπουν τους συντρόφους τους να πεθαίνουν μέσα σε φρικτούς πόνους από ασφυξία. Την ίδια ώρα οι έτσι κι αλλιώς λιγοστές προμήθειές τους σε νερό και φαγητό μολύνονται. Αν η κόλαση άνοιγε… υποκατάστημα στη Γη, σίγουρα εκείνες τις μέρες θα επέλεγε το Οσόβιετς.
Οι Γερμανοί παρακολουθούν από μακριά το έργο του νέου όπλου και τρίβουν τα χέρια τους για την αποτελεσματικότητά τους. Είναι πια βέβαιοι πως στο οχυρό απομένουν ελάχιστοι υπερασπιστές, αλλά ακόμη και αυτοί θεωρείται αδιανόητο να μπορούν να πολεμήσουν. Τα πνευμόνια τους έχουν μαυρίσει από τα δηλητήρια, τα κορμιά τους είναι γεμάτα από χημικά εγκαύματα. Είναι ουσιαστικά «ζωντανοί-νεκροί» και το μόνο που χρειάζεται είναι μια σφαίρα για τον καθένα προκειμένου να πιστοποιηθεί ο θάνατός τους.
Όταν εξαπολύεται η τελική επίθεση έχουν μείνει λιγότεροι από 100 άντρες, για την ακρίβεια 60, ενώ οι Γερμανοί πάνω από 7000. Είναι τα μέλη του 13ου Λόχου από το 226ο Σύνταγμα Πεζικού που νωρίτερα είχε οπισθοχωρήσει. Οι σύντροφοί τους τους καταχωρούν ήδη στους νεκρούς και προσεύχονται για τις ψυχές τους καθώς οι Γερμανοί πλησιάζουν, απολύτως σίγουροι πως δεν θα συναντήσουν οποιαδήποτε αντίσταση.
Εάν, όμως, υπάρχει κάτι που να βρίσκεται πολύ κοντά στο θαύμα, είναι τα γεγονότα της 6ης Αυγούστου του 1915. Εκείνες οι λίγες δεκάδες Ρώσων σηκώθηκαν από τον «τάφο» τους αποφασισμένοι να πεθάνουν όπως επέλεξαν οι ίδιοι. Σαν άντρες… Με τα πρόσωπα τυλιγμένα όπως-όπως με επιδέσμους και σκισμένα ρούχα, παραμορφωμένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι, αλλά όχι καταδικασμένοι (τουλάχιστον στη συνείδησή τους) κάνουν την απόλυτη ηρωική έξοδο απέναντι στους σαστισμένους Γερμανούς που δίνουν υπερφυσική διάσταση στο γεγονός και τρέπονται κατά χιλιάδες σε άτακτη υποχώρηση, κυνηγημένοι από τους «νεκρούς του Οσόβιετς», όπως έγραψε αργότερα η Ιστορία.
Λίγες ημέρες αργότερα το οχυρό εγκαταλείφθηκε, όμως στο μεταξύ ο ρωσικός στρατός είχε προλάβει να οργανώσει νέα γραμμή άμυνας και να υπερασπιστεί για άλλη μια φορά το έδαφος της πατρίδας του, δείχνοντας ξανά σε όλον τον κόσμο ότι με αυτούς τους ξεροκέφαλους πατριώτες και την πρωτοφανή συναίσθηση του τι σημαίνει εθνικό καθήκον δεν τα βάζει κανείς. Ούτε καν τα δηλητηριώδη αέρια…