Ο δολοφόνος που είχε μανία με τον «Τζακ τον Αντεροβγάλτη» και τον «Δράκουλα» και πίστευε ότι είναι μετενσάρκωση Βενετού ιππότη. Τον αποκάλυψε η θεία-μητριά του, Κούλα Αγαγιώτου
Τα μεσάνυχτα της 23ης Απριλίου 1964 η Άμεση Δράση δέχθηκε ένα τηλεφώνημα. Μια νεαρή κοπέλα είχε δεχθεί επίθεση στη διασταύρωση των οδών Βασιλέως Γεωργίου και Πρατίνου στο Παγκράτι. Λίγα λεπτά μετά το τηλεφώνημα αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο όπου ενημερώθηκαν ότι το θύμα είχε μεταφερθεί σε κοντινή κλινική στην οδό Αστυδάμαντος έχοντας ήδη χάσει τη μάχη για να κρατηθεί στη ζωή. Ήταν η 22χρονη Μαρία Μπαβέα. Άγνωστος της είχε επιτεθεί και την μαχαιρώσει δύο φορές στην πλάτη. Έτσι γράφτηκε το πρώτο κεφάλαιο μιας δολοφονίας που συγκλόνισε την Ελλάδα και στην οποία εμπλέκεται ένα πρόσωπο διάσημο και αγαπητό.
Η μαρτυρία
Η Μπαβέα έμενε στους Ζωγράφου και εργαζόταν σε κατάστημα στην οδό Ερμού ως πωλήτρια. Στο Παγκράτι είχε βρεθεί καθώς διατηρούσε ερωτική σχέση με τον Λάζαρο Μαυρίδη. Σε αντίθεση με ό,τι γράφτηκε στον Τύπο της εποχής η σχέση ήταν μακρόχρονη, τη γνώριζαν οι γονείς της κοπέλας και οι δύο νέοι είχαν σχεδιάσει να αρραβωνιαστούν δύο μέρες μετά τη δολοφονία. Οι αναφορές πως η Μπαβέα είχε πολλές σχέσεις και ήταν μονίμως προκλητική ήταν μυθεύματα του Τύπου.
Η 22χρονη έφυγε από το σπίτι του Μαυρίδη στις 23:40. Η αστυνομία εξέτασε το ενδεχόμενο ο σύντροφος της κοπέλας να είναι και ο δράστης αλλά γρήγορα αυτό το ενδεχόμενο αποκλείστηκε. Οι αρχές απέκλεισαν και το σενάριο της κλοπής καθώς η τσάντα του θύματος βρέθηκε στο σημείο της επίθεσης.
Ο μηχανικός Κωνσταντίνος Ζησιάδης ήταν αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης και αυτός που μετέφερε, με το αυτοκίνητο του, την Μπαβέα στην κλινική. Κατέθεσε ότι είδε την κοπέλα να διαπληκτίζεται με έναν άντρα ο οποίος «χειρονομούσε». Η 22χρονη προσπάθησε να φύγει αλλά έπεσε στο πεζοδρόμιο και ο δράστης άρχισε να τρέχει προς την οδό Αστυδάμαντος. Ο Ζησιάδης τον περιέγραψε ως μέτριου αναστήματος με φουντωτά κατσαρά μαλλιά και σκούρα ρούχα. Κατέθεσε επίσης πως όταν πλησίασε η 22χρονη ήταν χτυπημένη και δεν μιλούσε. Μαζί με έναν οδηγό λεωφορείου την έβαλαν στο αυτοκίνητο του αλλά όταν έφτασαν στην κλινική τον ενημέρωσαν ότι είχε εκπνεύσει.
Η έρευνα
Οι ιατροδικαστές συμπέραναν πως η 22χρονη είχε χτυπηθεί με δίκοπο μαχαίρι μήκους 18-20 εκατοστών. Ο δράστης ήταν αριστερόχειρας.
Η αστυνομία ερεύνησε άτομα του περιβάλλοντος της Μπαβέα αλλά δεν προέκυψε κάτι ύποπτο. Μοίρασε φωτογραφίες σε όλα τα αστυνομικά τμήματα της Αθήνας αλλά και σε ξενοδοχεία και κέντρα διασκεδάσεως αλλά κανείς δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Οι αρχές απευθύνθηκαν και σε καθαριστήρια με την ελπίδα ότι κάποιος θα έχει πάει ματωμένα ρούχα αλλά και αυτή η προσπάθεια ολοκληρώθηκε άκαρπη. Έχοντας εξαντλήσει κάθε μέσο οι αρχές απλά περίμεναν να προκύψει κάτι.
Η αποκάλυψη
Με την υπόθεση πλέον να έχει «παγώσει» στις 13 Μαΐου 1964 ο δικηγόρος κ.Χατζηαντωνίου παρέδωσε στην αστυνομία ένα μαχαίρι που έμοιαζε με μικρό ξίφος και θα μπορούσε να είναι φονικό όπλο. Ο δικηγόρος τόνισε πως το μαχαίρι του το έδωσε η ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου (πολλά χρόνια μετά θα υποδυόταν τη Σοφιά Σοφιανού στο Ρετιρέ). Η ηθοποιός είπε στον κ.Χατζηαντωνίου πως το μαχαίρι ανήκε στον ανιψιό της Δημήτρη Ζάγκα ο οποίος είναι πιθανό να ευθύνεται για τη δολοφονία της Μπαβέα. Στο μαχαίρι βρέθηκαν ίχνη αίματος και ακολούθησε η σύλληψη του ανιψιού της Αγαγιώτου.
Αίμα βρέθηκε και στα ρούχα αλλά και το μαντήλι του υπόπτου ο οποίος κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ομολόγησε τα πάντα. Η εξέλιξη αυτή έφερε στο προσκήνιο μια προσωπικότητα βγαλμένη από ταινία τρόμου.
Βυθισμένος στην παράνοια
Ο Ζάγκας ήταν 19 ετών και δεν εργαζόταν. Λίγο μετά τη γέννηση του, λόγω διαζυγίου των γονιών του αλλά και του γεγονός ότι η μητέρα του αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, τον ανέλαβε θεία του Κούλα Αγαγιώτου και η μητέρα της Παναγιώτα Αγαγιώτου (η μαμή κατά τη γέννηση του).
Στο σχολείο η αδυναμία του να προφέρει το γράμμα «ρ» τον έβαλε στο στόχαστρο των συμμαθητών του και πέρασε πολύ δύσκολα παιδιά χρόνια. Στην εφηβεία του έκανε δύο επεμβάσεις για να αντιμετωπίσει την υποσπαδία από την οποία έπασχε. Πρόκειται για ένα ανατομικό πρόβλημα στο οποίο η έξοδος της ουρήθρας δεν βρίσκεται στο κέντρο της βαλάνου του πέους. Οι επεμβάσεις και το συνεχές bulling τον οδήγησαν στην απόφαση να σταματήσει το Γυμνάσιο στην Ε’ τάξη.
Ο Ζάγκας προσπάθησε να συνάψει ερωτικές σχέσεις με κορίτσια της ηλικίας του αλλά διαπίστωσε ότι είναι σεξουαλικά ανίκανος. Αυτό του δημιούργησε ένα μίσος για το αντίθετο φύλο. Κλείστηκε στον εαυτό του και έπαθε εμμονή με μια ιστορία που διάβασε για έναν ιππότη από τη Βενετία ο οποίος έπασχε επίσης από υποσπαδία και δολοφονούσε γυναίκες. Άρχισε να πιστεύει ότι είναι μετενσάρκωση του συγκεκριμένου ιππότη και αγόρασε μαχαίρια, στιλέτα, ένα τσεκούρι και ένα πιστόλι.
Είχε επίσης πάθος με τον «Τζακ τον Αντεροβγάλτη» αλλά και τον «Δράκουλα». Γνωστοί του θα καταθέσουν ότι έβαφε πολλές φορές τα δόντια του μαύρα, πήγαινε σε νεκροταφεία και παρακολουθούσε κηδείες αγνώστων και του άρεσε να συχνάζει σε γραφεί κηδειών. Περνούσε μεγάλα διαστήματα της ημέρας κλεισμένος στο δωμάτιο στους τοίχους του οποίου είχε γράψει «πρέπει να σκοτώσω». Τα βράδια έκανε περιπάτους χιλιομέτρων και παρακολουθούσε ζευγαράκια.
Οι επιθέσεις πριν τη δολοφονία
Το 1961 εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική όπου έμεινε για πέντε μήνες. Η νοσηλεία όμως δεν βοήθησε καθόλου. Λίγο αφότου πήρε εξιτήριο επιτέθηκε, φορώντας μάσκα, σε άντρα στον λόφο Αρδηττού. Ο άντρας αντιστάθηκε και τραυμάτισε τον Ζάγκα στο χέρι. Μέσα στο ίδιο έτος (1961) προσπάθησε να επιτεθεί σε δύο κοπέλες στο άλσος Καισαριανής, αλλά έγινε αντιληπτός και τράπηκε σε φυγή. Το ίδιο συνέβη και το 1962 όταν επιχείρησε να επιτεθεί σε ζευγάρι στον Λυκαβηττό.
Περίπου έναν μήνα πριν τη δολοφονία ο Ζάγκας είχε αποπειραθεί να στραγγαλίσει την Παναγιώτα Αγαγιώτου. Όταν η θεία του, Κούλα Αγαγιώτου, τον ρώτησε τι συμβαίνει τότε ο 19χρονος της μίλησε για τις σκέψεις του και της έδειξε το μικρό ξίφος που είχε αγοράσει στην οδό Αθηνάς. Ήταν αυτό με το οποίο θα δολοφονούσε την Μπαβέα.
Πριν την επίθεση ο Ζάγκας είχε προτείνει σε έναν φίλο του νάνο να συνεργαστούν και να δολοφονούν γυναίκες. «Να τις εκδικηθούμε επειδή μας περιπαίζουν», του είπε αλλά αυτός αρνήθηκε.
Η πορεία προς τη δολοφονική επίθεση
Την 23η Απριλίου έφυγε από το σπίτι του και μετά από έναν μεγάλο περίπατο σε Σύνταγμα, Ακαδημία Πλάτωνος και Λόφο του Φιλοπάππου κατευθύνθηκε προς τον Υμηττό. Στόχος του ήταν να βρει μια νεαρή κοπέλα και να τη δολοφονήσει. Στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του είχε το μικρό ξίφος. Είδε την Μπαβέα στην οδό Φορμίωνος και την ακολούθησε. Ήταν έτοιμος να της επιτεθεί όταν παρατήρησε ότι στο μπαλκόνι πολυκατοικίας υπήρχε άτομο που τον κοιτούσε. Ανέβαλε την επίθεση και συνέχισε να ακολουθεί την κοπέλα. Στη διασταύρωση Φορμίωνος και Ευρυδίκης δύο νεαροί πείραξαν την Μπαβέα και ο ένας μάλιστα πρότεινε στον άλλον να την ακολουθούσουν. Δυστυχώς για την κοπέλα δεν το έκαναν.
Σε σκοτεινό σημείο της οδού Βασιλέως Γεωργίου ο Ζάγκας επιτέθηκε στην 22χρονη. Τη μαχαίρωσε και έφυγε τρέχοντας. Σκούπισε το μαχαίρι με το μαντήλι του και το έβαλε στη θήκη. Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του όπου έπλυνε το μαντήλι και το μαχαίρι, έφαγε και κοιμήθηκε. Την επόμενη μέρα πήγε στο σινεμά σαν να μην έχει συμβεί τίποτα και είδε την ταινία «Μπεν Χουρ».
Η Κούλα Αγαγιώτου διάβασε στις εφημερίδες για τη δολοφονία και γνωρίζοντας για το μαχαίρι υποπτεύθηκε τον ανιψιό της. Αποφάσισε λοιπόν να το παραδώσει, μέσω του δικηγόρου της, στην αστυνομία. Έτσι εξιχνιάστηκε το έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα. Ο Ζάγκας ομολόγησε πως ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει να σκοτώνει. Αποκάλυψε μάλιστα πως είχε βάλει ήδη στο στόχαστρο του μια κοπέλα από την Κυψέλη και μια κομμώτρια από το Κολωνάκι.
Ο 19χρονος οδηγήθηκε σε δίκη. Κρίθηκε ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος. Στις 13 Ιουνίου 1965 καταδικάστηκε για το φόνο, αλλά με το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Άγνωστο αν πήρε ποτέ εξιτήριο.
Η… κυρία Σοφία
Η Κούλα Αγαγιώτου έγινε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα στην υπόθεση. Μέσα στα επόμενα χρόνια θα γινόταν πανελληνίως διάσημη με τη συμμετοχή της σε ταινίες όμως το «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος» και την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Στην τηλεόραση τη σημάδεψε ο ρόλος της στη σειρά «Μεθοριακός Σταθμός» και αργότερα αυτός της μητέρας της Κατερίνας Γιουλάκη στο «Ρετιρέ».
Απέκτησε μια κόρη και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο Κουκάκι, με τη φροντίδα της ανιψιάς της. Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 2006 και ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.