Η ζωή του ανθρώπου που στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966 δολοφόνησε τον εμπνευστή του Απαρτχάϊντ Χέντρικ Φέρβουρντ μέσα στο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής με τέσσερις μαχαιριές
Ο Μιχάλης Τσαφεντάκης ή Τσαφέντας, ένας αψύς Κρητικός δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του εκείνο το βράδυ από την εκθαμβωτική μαύρη καλλονή που είχε συναντήσει σε ένα μπαρ.
Ήταν ένα μαγαζί, από αυτά που ηλιοκαμμένοι ναυτικοί μπαίνουν το βράδυ για να διασκεδάσουν λίγες ώρες ξεφεύγοντας από την μονοτονία της ζωής στην θάλασσα. Οι γυναίκες που συναντούν πίνουν μαζί τους και ενίοτε τους συνοδεύουν στο ξενοδοχείο τους για μια νύχτα, άλλες επειδή το θέλουν και άλλες για να βγάλουν λεφτά. Η Αμέλια Γουίλιαμς από την Μοζαμβίκη το έκανε επειδή είχε γοητευθεί από τον Έλληνα ναυτικό με καταγωγή από τα Χανιά της Κρήτης, ο οποίος την διεκδίκησε ανοιχτά. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι εκείνη η νύχτα πάθους που έζησε με τον Τσαφέντα το 1918, θα μεταφραζόταν εννιά μήνες αργότερα στο κλάμα ενός αγοριού με σκουρόχρωμο δέρμα.
Η ζωή του Δημήτρη
Μέχρι να καταλήξει εκεί, ο Τσαφέντας γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο σαν ναυτικός, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του και ξεκινώντας από την χώρα που σημάδεψε την ζωή του.
Έφτασε στην Νότια Αφρική νεαρός άνδρας και με τα στοιχεία που έδωσε οι αρχές τον κατέταξαν στην λευκή φυλή, κάτι που τελικά αποδείχτηκε ολέθριο λάθος. Σε ηλικία 20 ετών ο Δημήτρης μπαρκάρει στα καράβια και γυρνάει σχεδόν όλο τον κόσμο για κάποια χρόνια, μέσα στις φλόγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μαθαίνει να μιλάει οχτώ γλώσσες. Πολιτικοποιημένος από έφηβος στον Κομμουνιστικό χώρο έγινε μέλος της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης και μάλιστα το 1945 σε ηλικία 27 ετών ήρθε στην Ελλάδα, όπου παρέμεινε δύο χρόνια.
Τέσσερις μαχαιριές
Στις 6 Σεπτεμβρίου, πήγε κανονικά στην δουλειά του και όταν ο πρωθυπουργός Χέντρικ Βέρφουντ ανέβηκε στο βήμα περίμενε υπομονετικά να τελειώσει την ομιλία του. Μόλις έφτασε κοντά του ο Δημήτρης Τσαφέντας του κάρφωσε τέσσερις φορές το μαχαίρι στο στήθος, αφήνοντας τον νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ακινητοποιήθηκε από βουλευτές που έπεσαν πάνω του και τον παρέδωσαν στην Αστυνομία και η πράξη του έγινε σημείο αναφοράς στους καταπιεσμένους μαύρους που ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Με το ιστορικό της σχιζοφρένειας που είχε το δικαστήριο έκρινε την πράξη του ως ακαταλόγιστη και αποφάσισε τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο επ’ αόριστον.
Όμως ένα παραθυράκι του νόμου επέτρεψε στις αρχές να τον κλείσουν σε ψυχιατρική κλινική μέσα σε φυλακή μελλοθανάτων και ο Έλληνας άκουγε κάθε πρωί τις κραυγές αυτών που τους πήγαιναν στην αγχόνη. Μετά την πτώση του Απαρτχάϊντ ο Τσαφέντας μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου οι συνθήκες ήταν σαφώς καλύτερες. Πέθανε στις 7 Οκτωβρίου του 1999, κηδεύτηκε σε άγνωστη τοποθεσία με έξοδα της Ελληνικής κοινότητας και στο τελευταίο του αντίο ήταν παρόντες δέκα άνθρωποι. Αυτοί που έσπευσαν να χαιρετήσουν τον άνθρωπο που σκότωσε τον εμπνευστή του Απαρτχάϊντ, ο οποίος του στέρησε το δικαίωμα να παντρευτεί την μιγάδα που αγάπησε. Κι’ αυτό δεν μπόρεσε να το αντέξει….
πηγή: newsauto.gr