Για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μετά τη συμφωνία Τσίπρα- Ζάεφ για το Σκοπιανό γράφει σε άρθρο του, με τίτλο «Ζητείται σύνεση» στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο διευθυντής της εφημερίδας και δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ Αλέξης Παπαχελάς.
Όπως γράφει μεταξύ άλλων ο Αλ. Παπαχελάς στην «Καθημερινή»:
Ο φασίζων μακαρθισμός, αριστερός ή δεξιός, είναι ένα πολύ επικίνδυνο νεοελληνικό φαινόμενο που επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ροκανίζει τη δημοκρατία μας. Υπονομεύει την ψύχραιμη και συνετή αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων του τόπου. Το φαινόμενο είναι παλιό και οδήγησε πολλάκις σε εθνικές καταστροφές. Ο Δηλιγιάννης κατηγορούσε τον Τρικούπη ως μειοδότη. Μετά έπεσε στην παγίδα που έστησε στον εαυτό του και έφερε τους Τούρκους στον Δομοκό. Εκατόν δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Τσίπρας κατηγορούσε τον Σαμαρά και υποσχόταν ότι θα σκίσει τα μνημόνια και θα διαγράψει το χρέος. Ο λαός τον πίστεψε, και αυτόν. Γιατί; Επειδή και στις δύο περιπτώσεις –μέσα σε ένα κλίμα υστερίας– κανείς από την ιθύνουσα τάξη της εποχής δεν μπορούσε να βρει το κουράγιο να υποστηρίξει την κοινή λογική, να εξηγήσει στον λαό τα πραγματικά δεδομένα.
Οταν μας καταλαμβάνει συλλογική υστερία για κάποιο θέμα, δεν επιτρέπουμε ποτέ τον ψύχραιμο διάλογο. Το ζήσαμε πρόσφατα με το μνημόνιο, με το δημοψήφισμα και παλαιότερα με τα εθνικά μας ζητήματα. Οσοι στηρίζαμε το «Ναι» γιατί βλέπαμε την άβυσσο (και δεν ήμασταν βέβαιοι για τις ακροβατικές ικανότητες που θα οδηγούσαν στην τελική κωλοτούμπα) ήμασταν γερμανοτσολιάδες, τουλάχιστον. Και ως συνήθως η Ιστορία εκδικείται. Οι πλασιέ της ακραίας οργής και αγανάκτησης, που έφεραν τους κ. Τσίπρα και Καμμένο στην εξουσία καβάλα στο κτήνος του εθνικολαϊκισμού, τώρα τους κυνηγούν με πείσμα και οίστρο.
Ο χειρισμός του ζητήματος των Σκοπίων τα τελευταία 25 χρόνια θα πρέπει να διδάσκεται κάποτε στις διπλωματικές ακαδημίες ως μάθημα για το πώς να μη χειρίζεται ένα κράτος μία κρίση. Μπορούσαμε να είχαμε λύσει το θέμα επωφελώς για τα συμφέροντά μας και να είχαμε καταστήσει τη γείτονα δορυφόρο μας, από κάθε άποψη. Μπλεχτήκαμε μόνοι μας και ηττηθήκαμε. Τώρα έχουμε φτάσει σε μια δυσλειτουργική συμφωνία γεμάτη ασάφειες και κενά. Οι κυβερνώντες κατηγορούν όσους διαφωνούν με τη συμφωνία ως εθνικιστές και ακροδεξιούς. Δεν μπορούν να αφουγκραστούν τον θυμό μιας μεγάλης μερίδας πολιτών που νιώθουν ότι αυτός ο συμβιβασμός είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Οσο θα μιλούν με αυτό τον τρόπο, τόσο θα σηκώνουν οικογένειες από τον καναπέ… Από την άλλη όχθη, υπάρχουν κάποιοι που μιλούν για προδοσία. Κάνουν και αυτοί λάθος, γιατί αναπαράγουν έναν τρόπο σκέψης που θα ωφελήσει στο τέλος μόνο τους ακραίους και που θα τον βρει μπροστά της αύριο η επόμενη κυβέρνηση.
Ολα αυτά ίσως ακούγονται γραφικά το 2018. Ζούμε στην εποχή των άκρων, του τυφλού φανατισμού των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του μίσους. Είναι προφανώς η λάθος στιγμή να εύχεσαι η χώρα να γίνει πιο ευρωπαϊκή και λιγότερο βαλκανική.
Η ευθύνη του πρωθυπουργού είναι μεγάλη. Με τον τρόπο που έδρασε ως αντιπολίτευση και κατόπιν ως κυβέρνηση διαπαιδαγώγησε τον ελληνικό λαό στη χυδαία αντιπαράθεση χωρίς όρια και στον εμπρηστικό, διχαστικό λόγο. Τα ματωμένα εξώφυλλα δεν προήλθαν από παρθενογένεση, κάποιος δίδαξε την τέχνη. Άνοιξε ένα ευαίσθητο θέμα άγαρμπα, θέλοντας να διασπάσει την Κεντροδεξιά, χωρίς ούτε μια στιγμή να επιδιώξει την ειλικρινή εθνική συνεννόηση. Και κάπως έτσι μετατράπηκε η χώρα σε ένα μεγάλο ρινγκ, στο οποίο ακούγονται μόνο ιαχές χούλιγκαν.