Η προσοχή στην διατροφή μας είναι ιδιαίτερα σημαντική για όλους μας. Πόσο μάλλον για έναν διαβητικό. Οι ειδικοί λένε πως χρειάζεται μια απλή αλλαγή στο πρώτο γεύμα της ημέρας για να ελέγχουν οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους.
Η Δρ. Barbara Oliveira και οι συνεργάτες της από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, στον Καναδά, επιβεβαιώνουν ότι ένα πρωινό με χαμηλούς υδατάνθρακες, πλούσιο σε πρωτεΐνες και λιπαρά, όπως τα αυγά με μπέικον ή το τυρί, μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 να διαχειρίζονται καλύτερα το σάκχαρό τους για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.
Αρκεί δηλαδή η αλλαγή μόνο ενός γεύματος για να διατηρηθεί το σάκχαρο υπό έλεγχο.
«Δεν μιλάμε για πλήρη αναθεώρηση της διατροφής», είπε η Ολιβέιρα. «Μία από τις συνέπειες για τα άτομα που ζουν με διαβήτη είναι οι γρήγορες ή μεγάλες αυξήσεις στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους μετά από ένα γεύμα. Η έρευνά μας δείχνει ότι ένα πρωινό με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, φαίνεται να βοηθά στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα κατά τη διάρκεια της ημέρας».
Διαβήτης και διατροφή
Οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων έχουν γίνει μόδα τα τελευταία χρόνια και έχουν αναγνωριστεί ως μια διατροφική στρατηγική για τη βελτίωση του ελέγχου της γλυκόζης, εξηγεί η Oliveira. Ωστόσο, όπως όλες οι δίαιτες, είναι δύσκολο να ακολουθηθεί μακροπρόθεσμα. Αντί να προσπαθούν να τρώνε σε κάθε γεύμα λίγους ή καθόλου υδατάνθρακες, οι ερευνητές εξέτασαν την ιδέα να είναι μόνο το πρώτο γεύμα της ημέρας με χαμηλούς υδατάνθρακες για να δουν πώς αυτό επηρεάζει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
Στη μελέτη διάρκειας 12 εβδομάδων συμμετείχαν 121 ενήλικες οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η μια ομάδα έτρωγε πρωινό χαμηλών υδατανθράκων που περιείχε περίπου 8 γραμμάρια υδατάνθρακες, 25 γραμμάρια πρωτεΐνη και 37 γραμμάρια λιπαρά, ενώ η άλλη έτρωγε πρωινό με περίπου 56 γραμμάρια υδατάνθρακες, 20 γραμμάρια πρωτεΐνες και 15 γραμμάρια λιπαρά. Όλες οι επιλογές πρωινού και στις δύο ομάδες έδιναν 450 θερμίδες.
Όλοι οι συμμετέχοντες φορούσαν συσκευή συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης, ενώ έκαναν και εξετάσεις αίματος για τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, πριν και μετά τις 12 εβδομάδες, για να μετρηθούν τα μέσα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους. Επίσης, μετρήθηκε το βάρος και η περίμετρος της μέσης τους στην αρχή και στο τέλος. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν ανά διαστήματα αισθήματα κορεσμού, ενέργειας και επίπεδα δραστηριότητας.
Ενώ δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ της ομάδας με τους χαμηλούς υδατάνθρακες και της άλλης ομάδας για το βάρος, τον δείκτη μάζας σώματος ή την περίμετρο μέσης, η ομάδα με τους χαμηλούς υδατάνθρακες σημείωσε μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και ορισμένοι κατάφεραν να μειώσουν τα φάρμακά τους. Οι αυξομειώσεις της γλυκόζης στο αίμα, ήταν σημαντικά χαμηλότερες στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων, υποδεικνύοντας τα οφέλη ενός πρωινού με χαμηλούς υδατάνθρακες για τη σταθεροποίηση του σακχάρου στο αίμα κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι τα άτομα που έτρωγαν πρωινό με χαμηλούς υδατάνθρακες, ανέφεραν χαμηλότερη πρόσληψη θερμίδων και υδατανθράκων κατά το μεσημεριανό γεύμα και κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ημέρας. Αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι ένα πρωινό πλούσιο σε λιπαρά και πρωτεΐνες, ενώ είναι χαμηλό σε υδατάνθρακες, μπορεί να επηρεάσει τις καθημερινές διατροφικές συνήθειες.